Στο διεθνές σίριαλ με τίτλο «αποκατάσταση της τάξης», νέο επεισόδιο, με απροσδιόριστου, μέχρι στιγμής, μεγέθους ανατροπές στην πλοκή, προβάλλεται αυτές τις μέρες στην Βραζιλία, σαν εικόνες από τα προσεχώς της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής. Κι ενώ το σενάριο είναι γνωστό και θα μπορούσε, στα credits της ταινίας, να γράφει «σκηνοθεσία Στηβ Μπάνον» και «παραγωγή AltRight», κάθε χώρα έχει τους δικούς της πρωταγωνιστές, το δικό της ιδιαίτερο χρώμα και τους δικούς της αστάθμητους παράγοντες.
Στην Βραζιλία, πρωταγωνιστές είναι ο πρώην πρόεδρος της χώρας, Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, ο Έντσον Φατσίν, δικαστής του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, και ο ακροδεξιός πρόεδρος Ζαϊρ Μπολσονάρο.
Ο Φατσίν απεφάνθη ότι τέσσερις κατηγορίες που βαραίνουν τον Λούλα, εξαιτίας των οποίων στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα και δεν του επετράπη να μετέχει στις προεδρικές εκλογές του 2019, δεν είναι βάσιμες και τις ακύρωσε. Αν και η απόφαση θα επανεξεταστεί από την ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, η διαδικασία είναι χρονοβόρα, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι ανοίγει ο δρόμος για τη συμμετοχή του Λούλα στις επόμενες εκλογές, το 2022. Το στοιχείο αυτό δίνει πιθανότητες για αλλαγή σελίδας σε μία χώρα όπου διαδραματίζεται, στη σκληρότερη μορφή του, το σενάριο αρπαγής του πλούτου της:
Στιγματίζονται σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα, όπως έγινε με τον Λούλα και την αντικαταστάτρια του, Ντίλμα Ρούσεφ. Εκλέγεται ένας άσχετος ή ένας χειραγωγήσιμος «ημέτερος», όπως ο πρώην αξιωματικός του στρατού Ζαϊρ Μπολσονάρο, ο οποίος φέρνει τα πράγματα στα «σωστά» μέτρα ώστε να υπογραφούν συμβόλαια που συμφέρουν: Αφήνει να καούν τεράστιες εκτάσεις από το δάσος του Αμαζονίου, για να μπορούν στα χωράφια που δημιουργήθηκαν, ξένες πολυεθνικές να καλλιεργούν σόγια και να έχουν εύκολη πρόσβαση σε σημεία κατάλληλα για εξορύξεις λιθίου. Κόβει κομμάτια και πουλάει κοψοχρονιά τις μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις, όπως η μεγάλη πετρελαϊκή PetroBras, και ιδιωτικοποιεί κάθε υπηρεσία του δημόσιου τομέα. Για να μην υπάρχουν παρερμηνείες, αλλάζει το εκπαιδευτικό σύστημα Παιδείας, επιβάλλοντας στους μαθητές να φοράνε στολές και προτάσσοντας στα μαθήματα τις θρησκευτικές αρχές. Κάθε αντίδραση πατάσσεται επιδεικτικά με υπέρμετρη καταστολή.
Η μόνη διέξοδος
Ο τεράστιος αριθμός θυμάτων από την πανδημία –ξεπέρασαν τους 270.000 οι καταγεγραμμένοι νεκροί από κορονοϊό, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων εντοπίζεται στα μεσαία και λαϊκά στρώματα– μετά από την πρωτοφανή αδιαφορία της κυβέρνησης Μπολσονάρο για λήψη μέτρων πρόληψης και θεραπείας, κάνει το ποτήρι της αγανάκτησης να ξεχειλίζει. Ήδη το Εργατικό Κόμμα (στο οποίο ήταν πρόεδρος ο Λούλα) ζητάει την αποπομπή του Ζαΐρ Μπολσονάρο για «ψυχική και διανοητική ανικανότητα». Παράλληλα, μετά τη δημοσίευση της είδησης περί απαλλαγής του Λούλα από τις κατηγορίες που τον βάραιναν, δημοσκοπήσεις τον φέρνουν να ξεπερνάει το 50% στις προτιμήσεις των Βραζιλιάνων για να αναλάβει και πάλι τα ηνία της χώρας. «Η επιστροφή του Λούλα στην πολιτική σκηνή είναι η μόνη διέξοδος», είπε στην Εποχή η καλλιτέχνης και ακτιβίστρια της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, Πενσίλια Άντερσον, περιγράφοντας παράλληλα, με τα πιο μελανά χρώματα, τις συνθήκες διαβίωσης των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων στο Ρίο, όπου ζει και εργάζεται. Τα λόγια της Πενσίλια βρίσκουν εξ αντιθέτου επιβεβαίωση στο κύριο άρθρο της συντηρητικής εφημερίδας The Rio Times, μία από τις μεγαλύτερες της χώρας, το οποίο είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Η απελευθέρωση του Λούλα μεγαλώνει τον κατάλογο των επενδυτών που ανησυχούν».
Αλλαγή σκηνικού
Νέο επεισόδιο, λοιπόν, στην πέμπτη μεγαλύτερη χώρα του πλανήτη. Αυτή τη φορά αρχίζει με μία συντριπτική υπεροχή του Λούλα, αλλά και με στοιχημένες τις δυνάμεις που βρίσκονται εναντίον του. Ο ανταποκριτής της σουηδικής εφημερίδας DN, Χέντρικ Μπραντάου, σημειώνει: «Παρά το γεγονός ότι ο Μπολσονάρο έχει εφαρμόσει μία καθ’ όλα αντιλαϊκή πολιτική, έχει την υποστήριξη του 30% του πληθυσμού. Πρόκειται για τη μερίδα εκείνη του πληθυσμού η οποία έχει οφέλη από την κυβέρνηση του, καθώς και για το κλίμα πόλωσης που επικρατεί στη χώρα». Το κλίμα αυτό δημιουργείται από το επιτελείο του Μπολσονάρο, στο οποίο μετέχει ο γιός του, Κάρλος, και ο οποίος σύμφωνα με δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου βρίσκεται σε συνεχή συνεργασία με την εταιρεία του Στηβ Μπάνον.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της διεθνούς εταιρείας ερευνών Ipec, το 40% των ψηφοφόρων αντιπαθούν τον Λούλα ντα Σίλβα τόσο πολύ, που είναι αδιανόητο να τον ψηφίσουν και θα ψηφίσουν τον Μπολσονάρο, παρόλο που δεν τον συμπαθούν ως άτομο. Ένα ακόμα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που παρουσιάζει η Ipec είναι ότι ο χαρισματικός Λούλα, ο οποίος άρχισε ήδη να κάνει δημόσιες δηλώσεις, είναι ο μόνος πολιτικός της χώρας που αυτή τη στιγμή μπορεί να ενώσει την αριστερά και τα κεντρώα κόμματα και να εμποδίσει την επανεκλογή του Μπολσονάρο. Το στοιχείο αυτό μπορεί να ματαιώσει τα σχέδια κεντρώων πολιτικών, που ήθελαν να δημιουργήσουν ενιαίο μέτωπο κατά του ακροδεξιού προέδρου της Βραζιλίας και των συμφερόντων που υπηρετεί.
Η επιστροφή του Λούλα αναμένεται να θέσει στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής της Βραζιλίας και τους θλιβερούς κομπάρσους των προεδρικών εκλογών του 2018, τον επικεφαλής του «κεντροαριστερού» Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, Σίρο Γκόμες, και την ακτιβίστρια Μαρίνα Σίλβα. Στον πρώτο γύρο εκείνων των εκλογών, ο Μπολσονάρο πήρε 46%, ο αντίπαλός του, που είχε πάρει την τελευταία στιγμή τη θέση του Λούλα, Φερνάντο Χαντάντ 29% και οι δύο παραπάνω υποψήφιοι μαζί 13,5%. Πριν από τον δεύτερο γύρο, οι Γκόμες και Σίλβα «άφησαν τους ψηφοφόρους τους ελεύθερους», δηλώνοντας ότι οι διαφορές μεταξύ των Μπολσονάρο και Χαντάντ είναι ελάχιστες. Τελικά πρόεδρος της Βραζιλίας έγινε ο Μπολσονάρο με 55%, έναντι 45% του Χαντάντ.
Κατηγορήθηκε για ένα εξοχικό
Ο δικαστής, Σέρτζιο Μόρο, θεώρησε ότι ο Λούλα και η εκλιπούσα σύζυγος του είχαν πάρει ως δώρο από την κατασκευαστική εταιρεία ΟΑS, ένα πολυτελές διαμέρισμα σε τουριστικό θέρετρο, προκειμένου να ευνοήσει την εταιρεία με συμβάσεις κατασκευής κρατικών ακινήτων και άλλων έργων με την κρατική Εταιρεία Πετρελαίου (Petrobras). Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, που κατά ειρωνεία της τύχης ψηφίστηκε και θεσμοθετήθηκε επί προεδρίας Λούλα (2003-2010), όποιος πολιτικός καταδικαστεί για διαφθορά ή παρεμφερή εγκλήματα, χάνει το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» για τις δύο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Αν και ο Σέρτζιο Μόρο δεν μπόρεσε να παρουσιάσει κανένα πραγματικό αποδεικτικό στοιχείο, γεγονός που προκάλεσε την αγανάκτηση των δικηγόρων του Λούλα και έντονες λαϊκές αντιδράσεις, ζήτησε να κριθεί ένοχος και να καταδικαστεί για διαφθορά, πρωτοδίκως σε 9,5 χρόνια φυλάκιση.
Οι δικηγόροι του Λούλα είχαν αποδείξει, τόσο στο δικαστήριο όσο και στο εφετείο, ότι ούτε η ΟΑS ούτε κάποια άλλη συνεργαζόμενη με αυτή εταιρεία ευνοήθηκαν από το καθεστώς Λούλα. Αδιευκρίνιστο παραμένει, ακόμα, αν η εξοχική κατοικία εκχωρήθηκε δια παντός ή παραχωρήθηκε για προσωρινή χρήση στο ζεύγος Λούλα.