Θύελλα αντιδράσεων έχει προκαλέσει τις τελευταίες ημέρες η ονομαστική στοχοποίηση καθηγητριών και διδασκουσών με σημαντική προσφορά στις Σπουδές Φύλου, αλλά και στο φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα συνολικότερα. Χυδαίες αναρτήσεις μίσους, ομοφοβίας και σεξισμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δια χειρός Κ. Μπογδάνου, Θ. Τζήμερου και πρόθυμο συνοδοιπόρο τον Κ. Βελόπουλο, εκπορευόμενες από τα γνωστά ακροδεξιά κέντρα, βάζουν στο στόχαστρο τον ελεύθερο και δημόσιο χαρακτήρα των ελληνικών πανεπιστημίων, απαιτούν την αποβολή καθηγήτριας, επιχειρούν να εκχυδαΐσουν το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο και προσπαθούν να πλήξουν το δημοκρατικό κόσμο που αγωνίζεται. Με αφορμή την αήθη αυτή επίθεση, τρία μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας καταθέτουν στην «Εποχή» τις σκέψεις τους για τα βαθύτερα αίτια της στοχοποίησης.
Εθνοπατριαρχική, ετεροκανονική
και οικογενειοκρατική πολιτειότητα
Της Ειρήνης Αβραμοπούλου
«Χτίσαμε την κοινή μας ζωή στα μεσοδιαστήματα των νόμων», γράφει η Alice Bloch στο λεσβιακό ποίημα «Έξι χρόνια», ενώ στον απόηχο αυτού η Άσπα Χαλκίδου μάς ζητάει να ξανασκεφτούμε αυτές τις διαδρομές υπό το πρίσμα της ευθύνης που έχουμε ως κοινωνία ως προς την (ανα)παραγωγή βιώσιμων οικογενειακών σχηματισμών και σχεδιασμών οικιακής καθημερινότητας1.
Ας σκεφτούμε τι σημαίνει αυτό, όταν λίγο πριν την πανδημία ο καταιγισμός ειδήσεων για γυναικοκτονίες όχι μόνο αποσιωπήθηκε τελικά, αλλά μετέτρεψε τη ρητορική περί «ατομικής ευθύνης» σε μια σχεδόν εγκληματική πολιτική διαχείρισης της έμφυλης βίας εντός της οικιακότητας, όπως δείχνουν πλέον τόσες επιστημονικές έρευνες, ή όταν οι συγκλονιστικές μαρτυρίες γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ ατόμων που έχουν επιζήσει έμφυλης και σεξουαλικής βίας και κακοποίησης απαιτούν δικαιοσύνη.
Τις τελευταίες μέρες η προσωπική στοχοποίηση ακαδημαϊκών που έχουν συμβάλει με το έργο τους και τη δημόσια παρουσία τους στην καταπολέμηση του σεξισμού, της ομοφοβίας/τρανσφοβίας, του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και της βίας, μας καλεί να πούμε ξανά το αυτονόητο: η στοχοποίηση των Σπουδών Φύλου και Σεξουαλικότητας προσπαθεί να πετύχει την εδραίωση ενός επικίνδυνου κλίματος κοινωνικής νομιμοποίησης του μίσους και της οπισθοδρομικότητας μέσα από το δόγμα «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», που αναπαράγει τις αξίες μιας εθνοπατριαρχικής, ετεροκανονικής και οικογενειοκρατικής πολιτειότητας, ενώ σκοτώνει ήδη τους «οικογενειάρχες» που σκοπεύει να δημιουργήσει.
Η Αθηνά Αθανασίου διερωτάται στους απόηχους του ίδιου ποιήματος: «Ποιες νέες μορφές δέσμευσης, συντροφικότητας και σχεσιακότητας θα προέκυπταν αν αναθεωρούσαμε τις θεμελιακές παραδοχές της ετεροκανονικής οικογένειας;»2. Αναδιατυπώνω, υπό τις παρούσες συνθήκες: Πώς μπορεί να σπάσει ο συνδετικός κρίκος που δημιουργείται μεταξύ του σεξισμού και των γυναικοκτονιών, της ομοφοβίας/τρανσφοβίας και του δημόσιου λιντσαρίσματος ανθρώπων, του καθημερινού ρατσισμού, του εθνικιστικού παροξυσμού, όπως και πλέον της αστυνομοκρατίας εντός και εκτός του πανεπιστημίου, προκειμένου να (ξανα)σκεφτούμε τη σχεσιακότητα ως αλληλεγγύη, ως κινητοποίηση της κριτικής σκέψης και δράσης, ως ιδιοποίηση μιας άλλης οικειότητας και τρυφερότητας, ή εν τέλει ως ουσιαστική δέσμευση ως προς την προάσπιση των αρχών της δημοκρατίας, ειδικά όταν αυτές διαρρηγνύονται βάναυσα; Αυτές οι ερωτήσεις που προέρχονται από το χώρο των φεμινιστικών/κουήρ σπουδών φαίνεται πως ταράζουν, ενώ μας δίνουν εργαλεία να αναπνεύσουμε χωρίς μάσκες την εποχή του Covid-19.
Σημειώσεις
-
Άσπα Χαλκίδου, 2014, «Φτιάχνοντας οικογένειες στο μεσοδιάστημα των νόμων», ομιλία στην εκδήλωση της οργάνωσης Οικογένειες Ουράνιο Τόξο «Η αγάπη δημιουργεί οικογένειες», www.youtube.com/watch?v=HgqJMUV5VK8
-
Αθηνά Αθανασίου, 2014, «Πέρα από την ετεροκανονική οικιακότητα στην εποχή της κρίσης», ομιλία στην εκδήλωση της οργάνωσης Οικογένειες Ουράνιο Τόξο «Η αγάπη δημιουργεί οικογένειες», www.youtube.com/watch?v=bCdVGJVufLo
Στόχος ελεύθερων σκοπευτών οι κοινωνικές επιστήμες;
Της Αλεξάνδρας Κορωναίου
Οι κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα η Κοινωνιολογία, δεν ήταν ποτέ αγαπημένα τέκνα της εξουσίας. Οι επιθέσεις εναντίον τους αποκτούν ιδιαίτερη ένταση παγκοσμίως μετά τη δεκαετία του '80. Εκτιμώ την οξυδέρκεια του γάλλου κοινωνιολόγου Bernard Lahire να αφιερώσει ένα βιβλίο (Pour la sociologie. Et pour en finir avec une prétendue «culture de l’excuse», La Découverte, 2016) για την επίθεση στις κοινωνικές επιστήμες ως υποθάλπουσες του «ισλαμο-αριστερισμού» και της τρομοκρατίας στο όνομα της «κουλτούρας της συγχώρεσης». Σε μια παρόμοια λογική του συστήματος, η κ. Νίκη Κεραμέως εξοβελίζει τα κοινωνιολογικά μαθήματα από το Λύκειο.
Παραδοσιακά οι κοινωνικές επιστήμες ενοχοποιούνται επειδή αναδεικνύουν τις αιτίες, τις συνθήκες και τη δυναμική των ανισοτήτων - από το σχολείο μέχρι τον πολιτισμό, το έγκλημα, το προσφυγικό, τις έμφυλες διακρίσεις. Τραυματίζουν, έτσι, το αφήγημα του νεοφιλελευθερισμού περί ατομικής ευθύνης του «ελεύθερου» υποκειμένου, απογυμνώνοντας τις εκάστοτε μεταμορφώσεις των σχέσεων κυριαρχίας. Μοιραία εξοργίζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη που επιμένει πως οι ανισότητες είναι φυσικό - βιολογικό φαινόμενο.
Διόλου τυχαίες, επομένως, οι στοχευμένες επιθέσεις σε συναδέλφισσες και συναδέλφους, όχι μόνο εδώ, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Γιατί οι γνώσεις δεν είναι αληθινές ή ψευδείς, χρήσιμες ή άχρηστες, διαφωτιστικές ή σκοταδιστικές, παρά μόνο μέσω των προσώπων που τις εκφράζουν και τις διδάσκουν.
Η σύγχυση ανάμεσα στην «κατανόηση» και στη «συγχώρεση» τίθεται στο προσκήνιο με κάθε ευκαιρία: από την υπεράσπιση των νόμιμων δικαιωμάτων ενός καταδικασμένου εγκληματία, μέχρι τη στήριξη των ζωτικών συγκεντρώσεων των νέων στις πλατείες. Κάθε έκφραση των κοινωνικών επιστημόνων στρέφεται a priori κατά της κοινωνικής ειρήνης. Το να εξηγήσεις στην παρούσα κυβέρνηση τη διπλή επιστημολογία του «νοήματος» και της «δράσης» -που συχνά αποτελεί και ανάμεσά μας πεδίο αντιπαράθεσης- θα ήταν άνευ νοήματος. Για τούτο, ας επικεντρωθούμε καλύτερα στο πρόταγμα της ένταξης των κοινωνικών επιστημών στην εκπαίδευση από την πιο μικρή ηλικία. Για μια κοινωνία με λιγότερο απελπισμένα υποκείμενα, ικανά να βασανίζουν τη σκέψη τους για να σχεδιάζουν τις δράσεις τους στην προοπτική ενός λιγότερο απάνθρωπου κόσμου.
Η ελληνική alt-right επιτίθεται
Του Άρη Στυλιανού
Η λεγόμενη alt-right, δηλαδή «εναλλακτική Δεξιά», έκανε την εμφάνισή της κατά την τελευταία δεκαετία στην Αμερική και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ. Και στην Ευρώπη, όμως, αυτό το φαινόμενο μιας νέας χυδαίας και επιθετικής ακροδεξιάς εξαπλώνεται επικίνδυνα: από την Ουγγαρία και την Πολωνία, όπου ήδη κατέχει κυβερνητικές θέσεις, μέχρι τη Γαλλία και τη Γερμανία, όπου προσπαθεί να κυριαρχήσει στο πολιτικό σκηνικό.
Δυστυχώς, ούτε η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση από το νοσηρό κλίμα των επιθέσεων της alt-right. Μπορεί η ηγεσία της Χρυσής Αυγής να εκτίει ποινές φυλάκισης για τα εγκλήματά της, ωστόσο η συναφής ιδεολογία και πρακτική έχει ενεργούς θύλακες σε κοινοβουλευτικά κόμματα, όπως είναι η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου, αλλά και η πάλαι ποτέ «φιλελεύθερη» Νέα Δημοκρατία. Συγκεκριμένοι βουλευτές, ακόμα και υπουργοί, μετέρχονται επιμελώς μεθόδους μετα-αλήθειας, ψευδών ειδήσεων και ακροδεξιάς προπαγάνδας, για να στοχοποιήσουν και να πλήξουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, πρωτίστως της Αριστεράς και ειδικότερα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Οι υποτιθέμενοι φιλελεύθεροι, μέχρι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όταν τα πράγματα ζορίζουν, φαίνεται να υιοθετούν αντιδραστικές αντιφιλελεύθερες θεωρίες, υποστηρίζοντας αδιακρίτως το δόγμα «νόμος και τάξη», το οποίο τελικά μεταφράζεται σε κρεσέντο αυταρχισμού και καταστολής. Η αστυνομοκρατία μοιάζει να είναι η μόνη τους απάντηση προς τους πολίτες που κινητοποιούνται, διεκδικώντας τις αυτονόητες συνταγματικές ελευθερίες και τα στοιχειώδη δικαιώματα.
Η ατυχέστατη κυβερνητική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, από το προηγούμενο καλοκαίρι μέχρι σήμερα, έχει οδηγήσει την κοινωνία σε αβεβαιότητα και την οικονομία σε κατάρρευση. Ορισμένα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της πανδημίας μπορούν να θεωρηθούν ως υπερβολικές ρυθμίσεις, που ανοίγουν το δρόμο για την επιβολή μιας μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης και για την κατάργηση της ελευθερίας, προς όφελος μιας αμφιλεγόμενης ασφάλειας.
Η alt-right παρεμβαίνει στα υπαρκτά ρήγματα του κοινωνικού δεσμού, υιοθετώντας θεωρίες συνωμοσίας, επιχειρώντας να παροξύνει τις συγκρούσεις, προσβάλλοντας βίαια και συκοφαντώντας αδιακρίτως, χρησιμοποιώντας έντεχνα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κρίσιμο ζήτημα σήμερα αποτελεί η απομόνωση της ακροδεξιάς ατζέντας, με την παρέμβαση των πολιτών και τη δράση των πολλών, με περισσότερη ελευθερία, συλλογικότητα και αλληλεγγύη, μέσα από τη διεύρυνση και το διαρκή εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας.