Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Να κάνουμε τη φωνή μας να ακουστεί και να ζητήσουμε να επιστραφούν στα δημόσια νοσοκομεία τα μέσα που τους αφαιρέθηκαν και να θυμίσουμε στους δικαστές ότι η καταστροφή του εθνικού συστήματος υγείας είναι ένα έγκλημα απείρως βαρύτερο από το να εξερχόμαστε από το σπίτι μας χωρίς το έντυπο της υπεύθυνης δήλωσης…1
Στο χρονικό της δοκιμασίας που βιώνει η χώρα και οι άνθρωποί της ως αποτέλεσμα της τραγικής σύμπτωσης μιας πρωτοφανούς πανδημίας, που είναι ο Covid-19, και μιας ανερμάτιστης κεντρικής διοίκησης, που είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η περασμένη Τρίτη θα μνημονεύεται σαν ένα ορόσημο. Ένα σημείο καμπής, πριν από το οποίο όλα όσα συνέβησαν συμποσούνται στην παταγώδη αποτυχία της κυβέρνησης να διαχειριστεί την πολλαπλή κρίση, και μετά το οποίο τα πάντα εισέρχονται σε μια νέα φάση, μια νέα πρόκληση που αφορά όλους: πολιτικές δυνάμεις, κοινωνία, άτομο.
Την περασμένη Τρίτη, σχεδόν πέντε μήνες από τις 7 Νοεμβρίου 2020 -όταν τα 2.556 νέα κρούσματα και οι 34 θάνατοι την ημέρα εκείνη οδήγησαν σε λοκντάουν με ορίζοντα τριών εβδομάδων- ο πρωθυπουργός προανήγγειλε τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, με τον εγκλεισμό να έχει ήδη φτάσει σχεδόν τις 20 εβδομάδες και με τα κρούσματα να ξεπερνούν καθημερινά τις 3.000. Μόλις 24 ώρες μετά, την Τετάρτη, τα νέα κρούσματα εκτινάσσονταν στα 3.465 και οι θάνατοι στους 56.
Με την πανδημία σε έξαρση και με το ΕΣΥ να έχει ξεπεράσει τις αντοχές του, το τελευταίο που θα μπορούσε να υποτεθεί είναι ότι η απόφαση υπαγορεύτηκε από ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία. Στους σχεδιασμούς της η κυβέρνηση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την πανδημία όχι ως κοινωνική απειλή, αλλά ως πολιτική ευκαιρία να εφαρμόσει το σχέδιο Πισσαρίδη, ήτοι το δομικό μετασχηματισμού της οικονομίας σε βάρος, κυρίως, της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και της εργασίας -όσο, τουλάχιστον, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη απέχουν ακόμη από το να γίνουν Μπέργκαμο…
Ο λόγος πρέπει να αναζητηθεί αλλού.
Ίσως στις κυλιόμενες μετρήσεις. Που το τελευταίο διάστημα δείχνουν να υποχωρεί ανησυχητικά για την κυβέρνηση η εμπιστοσύνη των πολιτών σε σχέση με τα μέτρα για τη δημόσια υγεία, με τις παλινωδίες στους σχεδιασμούς, με τις ασυνάρτητες παρεμβάσεις. Ίσως σε κάποιες ανεξακρίβωτες πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες, δύο μυστικές δημοσκοπήσεις ξένων πρεσβειών δείχνουν τα εκλογικά ποσοστά της ΝΔ να κινούνται μεταξύ 25% και 27%.
Σίγουρα στο διογκούμενο κύμα δυσφορίας των πολιτών. Που πλέον εκλογικεύουν τη σχέση τους με τη μεταδοτικότητα της νόσου σε ανοιχτούς χώρους και με όλες τις προφυλάξεις. Που ξεπερνούν το φόβο της αστυνομικής βίας και εκφράζουν τη διαμαρτυρία τους έμπρακτα στο δρόμο και στις πλατείες.
Προπορεύονται οι νεότερες ηλικίες και ακολουθούν οι μεγαλύτερες. Όπως πάντα. Με τη διαφορά ότι τώρα αυτό συνέβη σε βραχύτατο χρόνο. Από τις νεανικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στο κέντρο της Αθήνας μέχρι την παλλαϊκή συνέγερση κάθε ηλικιακής κατηγορίας και ταξικής «προδιάθεσης» στο κέντρο της Νέας Σμύρνης δεν μεσολάβησαν ούτε δύο εβδομάδες.
Ένα συνεχώς διευρυνόμενο κομμάτι της κοινωνίας δηλώνει έμπρακτα την άρνησή του να υπομείνει άλλο την εσωτερική διχοτόμηση που του επιβλήθηκε με τον εγκλεισμό, να αποδεχτεί, υπό το κράτος του φόβου, το ρήγμα ανάμεσα στη σωματική και την πνευματική του υπόσταση, ανάμεσα στην καθαρά βιολογική του ύπαρξη και στην κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική του διάσταση.
Όποιος συμμετείχε σε κάποια από τις πολλές υπαίθριες συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας κατά της αστυνομικής βαρβαρότητας το περασμένο Σαββατοκύριακο, σε όλη τη χώρα, το ένιωσε. Ένιωσε ότι η φυσική παρουσία εκεί ατόμων κάθε φύλου και ηλικίας ήταν η σωματική καταδήλωση της άρνησης να εκχωρηθεί στο φόβο το δικαίωμα στις φυσιολογικές συνθήκες διαβίωσης, στις κοινωνικές σχέσεις, στις πολιτικές πεποιθήσεις, στις σεξουαλικές προτιμήσεις, στη φιλία, στον έρωτα. Όλα αυτά που ο κάθε βέβηλος Άδωνις Γεωργιάδης χλευάζει, αποδίδοντάς τους δόλο και σκόπιμη, εκβιαστική χρήση «ενός βιολογικού όπλου» για να κρατηθεί, λέει, η χώρα σε καραντίνα, ώστε να ζημιωθεί πολιτικά η κυβέρνηση -και να επωφεληθεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ , ο «οργανωτής και υποκινητής» της απείθειας.
Υπάρχουν, από την άλλη, κάποιοι πιο εύστροφοι πολιτικά. Αυτοί καλούν τον ΣΥΡΙΖΑ να αρθεί «στο ύψος του ρόλου του ως αξιωματική αντιπολίτευση», να συνεργαστεί για «να πέσει η θερμοκρασία στη δημόσια ζωή».
Τόσο καταλαβαίνουν, και αυτοί και εκείνοι, από ακηδεμόνευτη κοινωνική δυναμική, από τις αξίες που συγκροτούν τον εσωτερικό κόσμο του νεωτερικού ανθρώπου, για την υπεράσπιση των οποίων είναι έτοιμος να διαθέσει τη σωματική του υπόσταση.
Πρέπει, ωστόσο, να αναγνωριστεί και στους μεν και στους δε ένα ελαφρυντικό. Ότι αντιλαμβάνονται πως αυτή η «ατομική» δυναμική θα αναζητήσει κάποια στιγμή τη «συλλογική» της έκφραση σε ένα πολιτικό υποκείμενο.
Δεν έχουν άδικο που ανησυχούν. Σύμφωνα με τη μεγάλη ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, «Νεολαία. Συνήθειες, αντιλήψεις και πολιτική συμπεριφορά», που ξεκίνησε τον περασμένο Μάρτιο και επαναλαμβάνεται πλέον κάθε χρόνο σε συνεργασία με την εταιρεία Prorata, το 71% θεωρεί ότι «ακόμα και μέσα στην πανδημία δεν πρέπει να θίγονται βασικά δημοκρατικά δικαιώματα, όπως οι διαδηλώσεις για κάποιο σημαντικό ζήτημα, εφόσον τηρούνται τα μέτρα προστασίας». Συμφωνεί απόλυτα το 50%, μάλλον συμφωνεί το 21%, ενώ απόλυτα διαφωνεί μόλις ένα 14%. Το 45% δηλώνει διατεθειμένο να συμμετάσχει σε διαδήλωση ή συγκέντρωση, το 60% σε περιβαλλοντικές δράσεις, το 42% σε συγκέντρωση υπογραφών κ.ο.κ.
Όποιος αγνοήσει τη δυναμική πίσω από αυτά τα ποσοστά, θα τη βρει μπροστά του σύντομα. Ο χρόνος, ο κοινωνικός, ο πολιτικός χρόνος, θα είναι πυκνός τους επόμενους μήνες.
Σημείωση
-
Giorgio Agamben, «Πού βρισκόμαστε; Η επιδημία ως πολιτική», εκδόσεις Αλήστου Μνήμης, Αθήνα 2020.