Με το ασφαλιστικό ζήτημα πάλι στο προσκήνιο, όχι μόνο λόγω μνημονίου, τα ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα της εφαρμοζόμενης πολιτικής και τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις επανέρχονται στην επικαιρότητα.Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος ΚλαυδιανόςΈχει ανοίξει ξανά το ασφαλιστικό ζήτημα. Η πρόταση των δανειστών, όπως προκύπτει, είναι τα ελλείμματα που προκύπτουν από την αυξημένη ανεργία και μειωμένη απασχόληση, τη δημογραφική καχεξία και τη μείωση του ΑΕΠ, να καλύπτονται από την περαιτέρω μείωση των παροχών, αύξηση εισφορών, αύξηση ηλικίας συνταξιοδότησης. Είναι όντως έτσι, και πού οδηγεί αυτό;Αναφορικά με την πρόταση των δανειστών είναι πράγματι έτσι. Αναφορικά με τις προθέσεις του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για μείωση των υψηλών συντάξεων (1.500 ευρώ και άνω το μήνα με 35 έτη έως 45 έτη ασφάλισης), και μετά την μείωση που υπέστησαν από το 2010 μέχρι σήμερα κατά 45%, αξίζει να σημειωθεί ότι οι εξοικονομούμενοι πόροι δεν αρκούν για να προστατευθούν οι μικρές και οι μεσαίες συντάξεις, αλλά για να καλυφθεί ένα μικρό τμήμα των ελλειμμάτων από την συνεχή μείωση της κρατικής χρηματοδότησης (18,9 δισ. ευρώ το 2010, 8,6 δισ. ευρώ το 2015), το υψηλό επίπεδο της ανεργίας, τη γήρανση του πληθυσμού και την αρνητική επίδραση του επιπέδου της παραγωγικότητας της εργασίας. Όμως, επειδή, όπως είχε αποδειχθεί από το 2010 μέχρι σήμερα, η επιλογή των διαδοχικών μειώσεων είναι αδιέξοδη, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να απομακρυνθεί από αυτή την επιλογή. Αντίθετα, απαιτείται να αναδείξει στους εκπροσώπους των δανειστών το σοβαρό μεθοδολογικό λάθος που διαπερνά τη μελέτη τους για το ασφαλιστικό στην Ελλάδα, με τα λανθασμένα αποτελέσματα της οποίας επέβαλαν στη χώρα μας τις σημαντικές μειώσεις των συντάξεων από το 2010 μέχρι σήμερα.
Πιο συγκεκριμένα, το μεθοδολογικό αυτό λάθος συνίσταται στην επιλογή ως μοναδικής παραδοχής της δυσμενούς εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας με μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2013-2060 0,7%, επίπεδο ανεργίας υψηλότερο από 15% και υψηλό επίπεδο ελλειμμάτων. Αποτέλεσμα αυτών των παραδοχών είναι ότι το 2060 η χώρα μας θα είναι χώρα ηλικιωμένων, με 60% του μειωμένου πληθυσμού (8,6 εκατ. άτομα) συνταξιούχους, οι νέοι λόγω της υψηλής ανεργίας να μεταναστεύουν καθ’ όλη τη συγκεκριμένη περίοδο και το ΑΕΠ το 2050 θα είναι 241 δισ. ευρώ από 179 δισ. το 2013 και σημαντικά χαμηλότερο από το ΑΕΠ του 2009 που ήταν 280 δισ. Με άλλα λόγια, η μελέτη των δανειστών βασίσθηκε στα απαισιόδοξα στοιχεία της υφεσιακής περιόδου 2010-2012, θεωρώντας, χωρίς την εξέταση και ανάλυση εναλλακτικών σεναρίων, ότι το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και των οικονομικών τού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα είναι ελλειμματικό, δυσμενές και απαισιόδοξο, μεταμορφώνοντας αυθαίρετα κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δυσμενή συγκυρία της συγκεκριμένης υφεσιακής περιόδου σε δομικό και μακροχρόνιο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας.
Κάποια στιγμή διατυπώθηκε η πρόταση για τη δημιουργία Ταμείου Εθνικού Πλούτου και Κοινωνικής Ασφάλισης, που θα χρηματοδοτούσε τα ελλείμματα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Δεν είναι αυτό και σήμερα επίκαιρο;Σε μια περίοδο ύφεσης, πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και φορολογικής (άμεσης και έμμεσης) επέκτασης, οι νέες πηγές χρηματοδότησης για το Ασφαλιστικό καθίστανται εξ αντικειμένου συμπληρωματικές. Για παράδειγμα, στη σχετική μελέτη εκτιμήθηκε ότι, στις σημερινές συνθήκες και με τους προαναφερόμενους περιορισμούς, οι προβλεπόμενοι πόροι από συμπληρωματικές πηγές χρηματοδότησης (αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων, κρατικές προμήθειες, φορολογικές και άλλες κατηγορίες προστίμων, κέρδη από τυχερά παιχνίδια, ΑΚΑΓΕ -Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών - μετά το 2019) δεν υπερβαίνουν το ποσό των 300 εκατ. ευρώ τον χρόνο, το οποίο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως ισοδύναμο για τη μη εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές συντάξεις, υπό την προϋπόθεση της εξυγίανσης και επέκτασης αυτής της παροχής στο σύνολο των ασφαλισμένων.
Αλλαγή του χαρακτήρα της ασφάλισης;
Έχει τεθεί στο τραπέζι – από τους δανειστές – η αλλαγή του συστατικού και του χρηματοδοτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα. Τι είναι αυτό ακριβώς και τι θα σημαίνει για το όλο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα;Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τα κράτη μέλη της βόρειας Ευρώπης, που διατηρούν τον αναδιανεμητικό και κοινωνικό χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, τον μαθηματικό τύπο χορήγησης εγγυημένων παροχών, την τριμερή χρηματοδότηση και διοίκηση των ασφαλιστικών ταμείων, το διαχωρισμό Κρατικού και Κοινωνικού Προϋπολογισμού, κ.λπ., επιβάλλουν σε κράτη μέλη με κρίση χρέους και μνημόνια κεφαλαιοποιητικά, εξατομικευμένα και ιδιωτικά σχήματα κοινωνικής ασφάλισης, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο του ασφαλισμένου και συνταξιοδοτούμενου πληθυσμού. Στην κατεύθυνση αυτή της αλλαγής του συστατικού και χρηματοδοτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί, εκτός από τις Βαλτικές Χώρες, η Ελλάδα όπου οι δανειστές προτρέπουν τη χώρα μας στην επιλογή του Σουηδικού μοντέλου, το οποίο στη διεθνή βιβλιογραφία έχει αξιολογηθεί (K.G. Schernian, 2003) ως ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με μη εγγυημένες παροχές (σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης), δεδομένου ότι ο χρηματοοικονομικός και δημογραφικός κίνδυνος, καθώς και η επίδραση της μείωσης του επιπέδου της παραγωγικότητας της εργασίας, επιρρίπτονται εξ ολοκλήρου στον ασφαλισμένο, ο οποίος υπόκειται στον κίνδυνο των χρηματαγορών και των κεφαλαιαγορών.
Στις προτάσεις που διαμορφώνονται από την «επιτροπή ειδικών» για το ασφαλιστικό προβλέπεται και η συγχώνευση επικουρικής και κύριας σύνταξης. Τι σημαίνει αυτό και ποιές συνέπειες θα έχει;Η συγχώνευση της επικουρικής στην κύρια σύνταξη, εκτός του ότι καταργεί ένα θεσμικό κατοχυρωμένο δικαίωμα, παρεκκλίνει κατάφωρα από το συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο της χώρας μας. Ταυτόχρονα, υπηρετεί τη στρατηγική αλλαγής του συστατικού και χρηματοδοτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένου ότι επιδιώκεται με την κατάργηση της επικουρικής οι εξοικονομούμενοι πόροι (4,5 δισ. ευρώ το χρόνο) θα χρησιμοποιηθούν για την χρηματοδότηση (2,5 δισ. ευρώ το χρόνο) των ελλειμμάτων της κύριας σύνταξης.