Υποτίθεται αυτή η επέτειος θα ήταν μια ευκαιρία αναστοχασμού, επανεξέτασης, επαναξιολόγησης της ιστορίας μας. Οχι μόνο σε σχέση με το 1821 και τα όσα ακολούθησαν τα αμέσως επόμενα χρόνια, αλλά συνολικά αυτών των 200 χρόνων, που έχουν καταλήξει σε αυτό, που ονομάζουμε σύγχρονη Ελλάδα. Θα ήταν δηλαδή μια στιγμή όπου πολιτικοί, ιστορικοί και όλοι οι πολίτες θα ένοιωθαν τόσο ισχυροί, που δεν θα δίσταζαν να κοιτάξουν με γενναιότητα την ιστορία τους, να φωτίσουν μαύρες τρύπες, να ανατρέψουν απλοϊκές ερμηνείες, να καταγράψουν μύθους ως τέτοιους, να ομολογήσουν λάθη και πισωγυρίσματα, να καθαρίσουν την εθνική μας αφήγηση από μισές αλήθειες και ολόκληρα ψέμματα, να γκρεμίσουν ταμπού και να αποστασιοποιηθούν από κλισέ, που φυτεύτηκαν στα βιβλία της ιστορίας χωρίς καμιά επιστημονική τεκμηρίωση.
Ο βομβαρδισμός των τελευταίων ημερών με ό,τι στερεότυπο μπόρεσε να ανασυρθεί από τα σχολικά βιβλία περασμένων δεκαετιών, με εμβατήρια σε αυξημένα ντεσιμπέλ και συνθήματα, που κάποτε στόλιζαν τις δημόσιες υπηρεσίες ως απόδειξη του πατριωτισμού κακοδιάθετων υπαλλήλων, πιστοποίησαν και για τον πιο αδιάφορο παρατηρητή ότι η κυρίαρχη τάξη καμιά όρεξη δεν είχε να «ανακατέψει» τίποτα, να σταθεί απέναντι σε εξόριστα ερωτήματα, να αναζητήσει καινούριες απαντήσεις.
Αντίθετα οι «διοργανωτές» προτίμησαν να κινηθούν στα ρηχά, αλλά ασφαλή νερά παραδοσιακών συνθηματολογικών αφηγήσεων για «των εχθρών τα φουσάτα» και την «Ελλάδα που ποτέ δεν πεθαίνει». Μας αράδιασαν δίστιχα και τετράστιχα, ξαναζεσταμένες ιστορίες στα όρια του αστικού μύθου και θεωρήματα αμφίβολης επαληθευσιμότητας. Η ατολμία να δούμε ποιοί είμαστε σήμερα, για μια ακόμα φορά κρύφτηκε πίσω από το πόσο «μεγάλοι» ήμασταν κάποτε. Οχι εμείς. Οι πρόγονοι. Ολοι μαζί. Αρχαίοι Ελληνες. Κλέφτες κι αρματωλοί. Μακεδονομάχοι. Φαντάροι της Πίνδου. Εθελοντές της Κορέας. Για μια ακόμα φορά η «ανασκόπηση» δεν μπόρεσε να αποδράσει ούτε μέτρο από τα αναγνωρισμένα ως ασφαλή εθνικά θέσφατα. Καμιά ανατροπή, καμιά έκπληξη. Σαν ένα ποδοσφαιρικό αγώνα που κατεβαίνεις στο γήπεδο, γνωρίζοντας ότι ο αντίπαλος δεν θα έρθει. Πήγαμε στη σέντρα, ο διαιτητής σφύριξε την έναρξη και τη λήξη μαζί. Μετά νικήσαμε. «Ζήτω το έθνος».
Δεν ξέρω αν φταίει τελικά ο κορονοϊός για αυτό. Αν δηλαδή σε μια κοινωνία χωρίς περιορισμούς θα μπορούσε να είχε υπάρξει κριτικός διάλογος, να ανακαλυφθεί και κάτι «καινούριο». Ισα-ίσα έχω την υποψία, πως αν δεν υπήρχαν οι περιορισμοί της πανδημίας θα είχαμε δει ακόμα περισσότερο κιτς, ακόμα περισσότερα τσολιαδάκια, ακόμα περισσότερες Αμαλίτσες στους δρόμους, ακόμα περισσότερους στολισμούς και φιέστες.
Απλώς η πανδημία βοήθησε τελικά αυτούς, που «αυτοδικαίως» θεωρούνται ιδιοκτήτες του κράτους, φορείς της επίσημης ιδεολογίας του και συγγραφείς της ιστορικής εκδοχής του να γιορτάσουν σε στενό κύκλο, ανενόχλητοι από τις δύστροπες μάζες. Οπως από την αρχή θα το ήθελαν, αλλά ούτε στα καλύτερα όνειρά τους δε θα μπορούσαν να το φανταστούν. Κι όμως συνέβη το ακατόρθωτο. Εκείνη τη στιγμή, ο «Ευαγγελισμός» δεν απείχε πια μερικές εκατοντάδες μέτρα από την Εθνική Πινακοθήκη ή από το Προεδρικό Μέγαρο, αλλά ολόκληρα έτη φωτός. Ο «Ευαγγελισμός» ένα από τα μεγαλύτερα «σύγχρονα» νοσοκομεία, της Ελλάδας που τόσο καμαρώσανε αυτές τις χρονιάρες μέρες. Βλέποντας τους απομονωμένους από τον κόσμο, μέσα στο άνετο πλαίσιο μιας Αθήνας, που είχαν σφραγίσει οι αστυνομικές δυνάμεις, να μας επιδεικνύουν την «υπεροχή» τους, το μόνο, που ήρθε αυτόματα στο μυαλό ήταν εκείνη η κουβέντα του Ξαρχάκου: «Δικαίωμα στην έπαρση έχει μόνο η σημαία».