Η ολοκλήρωση, το 2014, του διαγωνισμού για το Ελληνικό ήταν ήδη μια ένδειξη της αποτυχίας των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής. Στο σκεπτικό των αρχιτεκτόνων τους, τα προγράμματα αυτά προωθούσαν τις ιδιωτικοποιήσεις για τρεις λόγους. Πρώτον, επειδή η πώληση δημόσιας περιουσίας παρουσιαζόταν ως η εθνική συμμετοχή στην αποπληρωμή των δανείων για τη διάσωση της εθνικής οικονομίας. Δεύτερον, επειδή οι ιδιωτικοποιήσεις θεωρούνταν ο γρηγορότερος τρόπος για να αποκατασταθεί ο ρυθμός των άμεσων ξένων επενδύσεων και άρα της μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Και, τρίτον, ως ένα εργαλείο για την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε γερασμένους δημόσιους οργανισμούς.
Ο διαγωνισμός για το Ελληνικό είχε ολοκληρωθεί, μέσα από τη συμμετοχή ενός μόνο επενδυτή σε εξευτελιστικό αντίτιμο (το ΤΕΕ της περιόδου έλεγε ότι «το Ελληνικό πουλήθηκε σε τιμή οικοπέδου στο Βραχάτι») και, ταυτόχρονα, η συμμετοχή ενός μόνο, ελληνικών συμφερόντων, επενδυτικού σχήματος στον διαγωνισμό έκανε το εγχείρημα «προσέλκυσης» FDI’s να φαντάζει ανέκδοτο. Στην πραγματικότητα, η διαδικασία πώλησης του Ελληνικού αναζωογόνησε φαντασιώσεις της εγχώριας αστικής τάξης από την εποχή πριν από την εκρηκτική ανάπτυξη της αθηναϊκής μητρόπολης και ξαναζέστανε τα μετεμφυλιακά σχέδια για την κατασκευή της «Αθηναϊκής Ριβιέρας». Η κυβέρνηση Σαμαρά και τα κόμματα που κυβερνούσαν τότε απαντούσαν έτσι στην πίεση των θεσμών για την προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων αλλά και επένδυαν, ιδεολογικά κυρίως, στα όνειρα μιας μικρής μερίδας των ελληνικών οικονομικών, κατασκευαστικών και χρηματοπιστωτικών ελίτ.
Εγχειρήματα ανάλογων αναπλάσεων στον αστικό ιστό μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων υπήρχαν πολλά, αλλά αυτά προϋπέθεταν παντού την αγαστή συνεργασία του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα. Στην πραγματικότητα, ανάλογα projects προωθούνταν στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες με έναν ελάχιστο βαθμό δημόσιου σχεδιασμού, ώστε να προσδιοριστούν οι επιθυμητές χρήσεις στην εκάστοτε περιοχή. Περιέργως, οι δημόσιες παρεμβάσεις εκείνη την εποχή από μερίδα του τότε ΣΥΡΙΖΑ δεν απέκλειαν τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην όποια αξιοποίηση του χώρου, αλλά έδιναν έμφαση στο μέγεθος των ελεύθερων και προσβάσιμων χώρων πρασίνου και στον δημόσιο σχεδιασμό.
Ο συμβολισμός και η επαναδιαπραγμάτευση
Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015 κληρονόμησε τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και μαζί με αυτά τις εν εξελίξει ιδιωτικοποιήσεις με τους όρους που είχαν τεθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Για την κυβέρνηση Τσίπρα το ζήτημα ήταν εξόχως συμβολικό καθώς, μαζί με μια σειρά άλλες περίοπτες επενδύσεις της περιόδου, όπως π.χ. ο Ελληνικός Χρυσός ή η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ, συμβόλιζαν τόσο την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ στο μοντέλο ανάπτυξης που εμπεριέχονταν στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής όσο και τον ρόλο του ως προνομιακού συνομιλητή με τα κινήματα πολιτών που αντιστέκονταν, σε τοπικό επίπεδο, σε αυτές τις παρεμβάσεις.
Ο συμβολισμός όμως του εν λόγω έργου τόσο για την εγχώρια ολιγαρχία όσο και για τους κατοίκους του Λεκανοπεδίου, των μισών ψηφοφόρων της χώρας δηλαδή, υποχρέωσε τον τότε πρωθυπουργό να θέσει επί τάπητος με τους θεσμούς το ζήτημα της τροποποίησης της σύμβασης του Ελληνικού. Μάλιστα, η επαναδιαπραγμάτευση των όρων της σύμβασης αναλαμβάνεται από το ίδιο το γραφείο του πρωθυπουργού σε αντίθεση με κάθε άλλη ανάλογη περίπτωση την εποχή εκείνη. Βάζοντας το προσωπικό και συμβολικό του βάρος ο Αλέξης Τσίπρας μπόρεσε να αλλάξει την σύμβαση με τέσσερις ουσιώδεις (και πολλούς άλλους δευτερεύοντες) όρους:
Πρώτον, τροποποίησε τα οφέλη για το δημόσιο ταμείο, μέσα από τη δέσμευση του επενδυτή να πραγματοποιήσει έργα δημόσιου ενδιαφέροντος ύψους 1,5 δισ. και υποχρεώνοντας τον σε εμπροσθοβαρή πληρωμή του αντιτίμου για την αγοραπωλησία. Δεύτερον, εξασφάλισε ότι οι χώροι πρασίνου θα παραμείνουν ανοικτοί και προσβάσιμοι για το ευρύ κοινό, αποκλείοντας έτσι το ενδεχόμενο η έκταση να μεταμορφωθεί στη μεγαλύτερη gated community στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τρίτον, εξασφάλισε ότι στους παρακείμενους Δήμους θα αποδοθούν εκτάσεις μεγαλύτερες από αυτές που, ούτως ή άλλως, θα αποδίδονταν από την κείμενη πολεοδομική νομοθεσία (τα περιβόητα 300 στρ. της κοινωνικής ανταποδοτικότητας). Και τέταρτον, μείωσε τον συντελεστή δόμησης στην περιοχή εξασφαλίζοντας ότι η ανάπτυξη στο πρώην αεροδρόμιο δεν θα επιβαρύνει, έτι περαιτέρω, τον επιβαρυμένο αστικό ιστό του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας.
Έκτοτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τιμώντας την υπογραφή του τότε πρωθυπουργού, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της ώστε να επιταχύνει το έργο εντός ενός χωροταξικού και περιβαλλοντικού πλαισίου «ελαστικού» καθώς είχε, ούτως ή άλλως, αναδιαμορφωθεί από την τρόικα για να διευκολύνει ανάλογα εγχειρήματα. Η προσπάθεια, όπως ορθά δήλωσαν οι εκπρόσωποι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην πρόσφατη συζήτηση στην Βουλή, ήταν τιτάνια. Την εποχή ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών όλες οι προηγούμενες δραστηριότητες στην έκταση συνεχίζονταν απρόσκοπτα, από το παρακείμενο σταθμό του ΟΣΥ μέχρι τις αθλητικές δραστηριότητες και τις εγκαταστάσεις του ΕΛΚΕΘΕ, ενώ η θεσμική ωρίμανση του πάρκου βρισκόταν στο σημείο μηδέν.
Τέρας μεγαλύτερο από την κρατική γραφειοκρατία
Το Ελληνικό όμως είχε να αντιμετωπίσει εξ αρχής ένα τέρας μεγαλύτερο από αυτό της κρατικής γραφειοκρατίας. Και αυτό δεν ήταν άλλο από τον ουτοπικό χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος. Το έργο του Ελληνικού στήριξε τη βιωσιμότητα του στην υπόθεση ότι θα μπορούσε να αυτοχρηματοδοτηθεί από την πώληση μελλοντικών αξιών και της μελλοντικής γαιοπροσόδου που θα απέφερε η πώληση των κατοικιών που θα κατασκευάζονταν. Εξού και το άγχος για την πυκνότητα δόμησης και το ύψος των κτιρίων του επενδυτή, καθώς η εταιρεία έκρινε, σε κόντρα με κάθε λογική πολυτελούς κατοίκησης, ότι η μεγιστοποίηση της δόμησης θα εξασφάλιζε τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της. Το μόνο που χρειαζόταν η εταιρεία ήταν η αρχική ένεση κεφαλαίων, ώστε να κατασκευαστούν οι πρώτοι «κράχτες» της επένδυσης δηλαδή ένα καζίνο και δυό-τρία malls.
Για τους παραπάνω λόγους, ο επενδυτής δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει από τα κεκτημένα της αρχικής σύμβασης και επέλεξε να συνταχθεί με τις δυνάμεις που θα υπονόμευαν την τότε ελληνική κυβέρνηση την ίδια ώρα που θα υποδυόταν ότι συνεργάζεται με τις ελληνικές αρχές. Να υπενθυμίσουμε ότι την εποχή εκείνη κυρίαρχη υπόθεση ήταν ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει την τετραετία και άρα δεν συνέτρεχε κανένας λόγος βιασύνης για την εταιρεία. Στην πραγματικότητα η επένδυση την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν φυλακισμένη σε ένα θέατρο του παραλόγου: Η κυβέρνηση, που ιδεολογικά και στρατηγικά διαφωνούσε με την επένδυση, έκανε τα πάντα για να την υλοποιήσει, η τρόικα προσπαθούσε μάταια να αξιολογήσει ποια πλευρά ευθυνόταν για τις όποιες καθυστερήσεις του έργου και ο επενδυτής κωλυσιεργούσε, τόσο όσο όμως, ώστε να μην δώσει επαρκές άλλοθι στην ελληνική κυβέρνηση για να διεκδικήσει από τους «θεσμούς» την ακύρωση της επένδυσης.
Κορωνίδα αποκατάστασης των κεκτημένων της εταιρείας
Ο καιρός πέρασε, η «βολική» κυβέρνηση για τον επενδυτή ήρθε και η εταιρεία και η κυβέρνηση άρχισαν, βήμα το βήμα, τροπολογία την τροπολογία, να ξηλώνουν το κουβάρι του θεσμικού πλαισίου που είχε υφανθεί την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο νόμος που πρόσφατα ψηφίστηκε, αποτελεί την κορωνίδα αυτής της αποκατάστασης των κεκτημένων της εταιρείας και της θεσμικής κατοχύρωσης τους. Κατά βάση το άρτι ψηφισμένο νομοσχέδιο πετυχαίνει τρία πράγματα: Πρώτον, επισφραγίζει με νόμο, ως μη όφειλε, για μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου, ότι οι εκτάσεις των κοινόχρηστων χώρων είναι αυτές που είχαν κατοχυρωθεί με τον αρχικό διαγωνισμό και όχι με την τροποποίηση της σύμβασης του 2016. Δεύτερον, εξασφαλίζει, ότι, μέσα από ad hoc διατάξεις και χωρίς χρονικούς ή χωρικούς περιορισμούς, τμήματα της επένδυσης θα μπορούν, κατά τη βούληση του επενδυτή, να «κλείνουν» και να μην είναι προσβάσιμα στο ευρύ κοινό. Και, τρίτον, μέσα από το νομικό σκαρίφημα του «επιφανειούχου» και τις αλλαγές που έχουν επέλθει σε αυτό με παλαιότερες τροπολογίες, επιτρέπει στον επενδυτή να υποθηκεύσει το σύνολο της έκτασης, και όχι μόνο την πολεοδομήσιμη από την αναμενόμενη ανάπτυξη. Με την τελευταία αυτή κίνηση ο επενδυτής μετέφερε, εμμέσως, μέρος του χρηματοπιστωτικού κινδύνου από ένα εγχείρημα που καρκινοβατούσε, από τις πλάτες του στις πλάτες του ελληνικού δημοσίου. Άρα, ο πρόσφατος νόμος ξήλωσε τα τρία από τα τέσσερα κεκτημένα της διαπραγμάτευσης Τσίπρα. Και τίποτα άλλο.
Προς τι λοιπόν η υπερψήφιση;
Προς τι λοιπόν η απροσδόκητη υπερψήφιση από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ του πρόσφατου νομοσχεδίου για το Ελληνικό; Αν κρίνουμε από την ομιλία του προέδρου του στην ολομέλεια της Βουλής υποθέτουμε ότι η στάση του ήταν μια προσπάθεια να αποδείξει ο εν λόγω πολιτικός σχηματισμός το φιλοεπενδυτικό του προφίλ. Αν πάλι κρίνουμε από τις διαρροές της Κουμουνδούρου και τα σχετικά δημοσιεύματα στον Τύπο, η υπερψήφιση υποτίθεται ότι «επισφραγίζει» το άνοιγμα του Αλέξη Τσίπρα προς τα μεσαία στρώματα και την σοσιαλοδημοκρατία.
Όμως, περισσότερο ενδιαφέρον από το τι λέει ο ΣΥΡΙΖΑ για να δικαιολογήσει τη στάση του έχει το ερώτημα σε ποιόν απευθύνεται αυτή του η στάση; Μήπως απευθύνεται στα κόμματα του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου ώστε να τον υποδεχτούν στην οικογένεια των «κανονικών» κομμάτων; Μάλλον όχι. Μήπως αποτελεί ένα μήνυμα προς τους ξένους επενδυτές του Ελληνικού στην προσπάθεια του να τους καθησυχάσει; Μάλλον όχι και πάλι, καθώς αυτοί ήδη αποχώρησαν και, μάλιστα, επί ΝΔ. Μήπως η στάση αυτή είναι ένα μήνυμα στα μεσαία στρώματα των εύρωστων νοτίων προαστίων που θα δουν τις περιουσίες τους να υποβαθμίζονται από τη συρρίκνωση των κοινόχρηστων χώρων και τις επιχειρήσεις τους να συμπιέζονται, έτι περαιτέρω, από τη δημιουργία των Mall; Μάλλον όχι. Τότε σε ποιους;
Στην πραγματικότητα η ανορθολογική στάση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ενδεικτική βαθύτερων εντάσεων και μετασχηματισμών στο εσωτερικό αυτού του σχηματισμού. Στην παραδοσιακή μεταπολεμική ευρωπαϊκή σοσιαλοδημοκρατική παράδοση γινόταν αποδεκτός ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα στο πλαίσιο ενός δημόσιου οικονομικού σχεδιασμού. Η στρατηγική ήττα της σοσιαλοδημοκρατίας τη δεκαετία του ’90 προϋπέθετε την παραδοχή ότι ο ιστορικός ορίζοντας της ανάπτυξης ήταν ο ορίζοντας των προσδοκιών μιας διεθνοποιημένης χρηματοπιστωτικής ελίτ. Με λίγα λόγια, η σοσιαλοδημοκρατία μεταμορφώθηκε σε σοσιαλφιλελευθερισμό όταν τα όνειρα της αποικιοποιήθηκαν από τα όνειρα του κεφαλαίου. Και αυτό διακυβεύεται σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, και μάλιστα μετά από την περίοδο διακυβέρνησης του. Όχι το αν θα είναι κόμμα της αριστεράς ή της σοσιαλοδημοκρατίας. Αλλά, το αν θα μπορεί να διατυπώνει ρεαλιστικές οικονομικές προτάσεις που να εμπλέκουν τον ιδιωτικό τομέα σε ένα αναπτυξιακό σχέδιο υπό την ηγεμονία του Δημοσίου, ή αν θα ταυτίσει, άκριτα, την «ανάπτυξη» με αυτό που αποδίδουν σε αυτή την έννοια οι ελίτ. Στην περίπτωση του Ελληνικού Χρυσού ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε από τη σωστή μεριά της ιστορίας. Στην περίπτωση, όμως, του Ελληνικού στάθηκε από τη λάθος.