Έλληνας μουσικός διασκεδάζει βοσκούς και ιερέα στην Πελοπόννησο. [copyright Travelogues / Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη]
Antoine-Laurent Castellan «Μελίκα», μτφ: Ιφιγένεια Μποτουροπούλου, εκδόσεις Στερέωμα, 2021
Αν κάποιος θέλει να ξεφύγει από τα στερεότυπα περί το 1821, τα οποία και όταν δεν αποτελούν αυθαίρετες αποτυπώσεις, τις περισσότερες φορές είναι ρηχά και μονοσήμαντα, θα πρέπει να προσπαθήσει να βάλει για λίγο τα γυαλιά ενός ανθρώπου της εποχής. Και μάλιστα όχι ενός αλλά πολλών διαφορετικών. Έχει ιδιαίτερα σημασία, αφού αποκτήσει μια καλή ιδέα για τα βασικά γεγονότα, το διεθνές περιβάλλον, το τι σήμαινε ακριβώς Οθωμανική Αυτοκρατορία, να ρίξει και μια καλή ματιά απευθείας στις πηγές. Να δει πώς τα περιέγραφαν τα πράγματα αυτοί που ζούσαν τα γεγονότα. Είτε πρόκειται για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, είτε για τον Κολοκοτρώνη, είτε, ακόμα καλύτερα ενδεχομένως, και για κοινούς θνητούς, όποτε σώζονται μαρτυρίες τους.
Τη δική τους σημασία έχουν βέβαια, οι αφηγήσεις των ξένων περιηγητών. Όπως όλες τις μαρτυρίες πρέπει κι αυτές κανείς να τις διαβάζει επιφυλακτικά, γιατί στο παιχνίδι τούτο υπάρχουν νοοτροπίες, προκαταλήψεις, στοχεύσεις που και αυτοί οι άνθρωποι –όπως όλοι άλλωστε– ήδη έχουν. Και πρέπει να προσπαθεί κανείς να διακρίνει πίσω από τις γραμμές. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, όχι απλώς βοηθούν, αλλά αν είναι κανείς και σχετικά ανυποψίαστος, του αποκαλύπτουν κόσμους που απλώς δεν έχουν περάσει ποτέ από το (ανα)γνωστικό του πεδίο.
Οι εισαγωγικές αυτές σκέψεις μας γεννήθηκαν διαβάζοντας το βιβλίο με τίτλο Μελίκα, που μόλις εκδόθηκε από τις εκδόσεις Στερέωμα. Ποια είναι η Μελίκα; Η Μελίκα είναι η ηρωίδα ενός παραμυθιού του τέλους του 18ου αιώνα στη Νότια Πελοπόννησο, κόρη του Ρομέκο. Ήδη τα ονόματα ξενίζουν. Τι ακριβώς συμβαίνει; Το παραμύθι το μετέφερε ένας Γάλλος περιηγητής της εποχής, ο Αντουάν-Λωράν Καστελλάν. Ο Καστελλάν ήταν αρχιτέκτονας, ζωγράφος και χαράκτης. Είχε μαθητεύσει δίπλα σε ένα διάσημο ζωγράφο, τον Πιερ-Ανρί ντε Βαλανσιέν. Μέλος μιας ομάδας αρχιτεκτόνων που επρόκειτο να αναλάβει λιμενικά έργα στην Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε προς τα μέρη μας, ο σκοπός του ταξιδιού του δεν επετεύχθη για διάφορους λόγους, εκείνος όμως περιηγήθηκε στο Μοριά και σε κάποια νησιά, και έγραψε για όσα είδε. Δημοσίευσε τρίτομο έργο που γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις. Στην πρώτη του μορφή λεγόταν Επιστολές για τον Μοριά και τα νησιά Τσιρίγο, Ύδρα, Ζάκυνθο, στις κατοπινές είχε τους τίτλους Επιστολές για την Ελλάδα, τον Ελλήσποντο και την Κωνσταντινούπολη και Επιστολές για τον Μοριά, τον Ελλήσποντο και την Κωνσταντινούπολη.
Ολόκληρο το παραμύθι της Μελίκα το μεταφέρει μόνο στην ανατύπωση, το 1820, της τρίτης έκδοσης. Και το ονομάζει «Μελίκα, μια μοραΐτικη ιστορία». Πρόκειται για ιστορία που αφηγήθηκε στον Καστελλάν και την παρέα του ένας παραμυθάς που συνάντησαν τυχαία στην περιοχή της Επιδαύρου Λιμηράς, αρχαίας λακωνικής πόλης, κοντά στη Μονεμβασιά. Επρόκειτο για ραψωδό από αυτούς που αφθονούσαν επί Τουρκοκρατίας και κέρδιζαν το ψωμί τους λέγοντας ιστορίες. Επιβίωναν ακόμα το 1797, που ο Καστελλάν βρέθηκε εκεί. Ο συγκεκριμένος ήταν Έλληνας και χρησιμοποιούσε μουσικό όργανο που έμοιαζε κάπως με μαντολίνο. Το σημαντικό με τον Καστελλάν είναι ότι σχεδίασε πολλά από όσα είδε, στο πλήρες έργο του μάλιστα περιέχονται και είκοσι χαρακτικά από δικά του σχέδια. Έτσι έχουμε μια καλή εικόνα και για τα τοπία που είδε και απαθανάτισε, και για τους ανθρώπους, τις ενδυμασίες τους κ.λπ. Ακόμα καλύτερα, ο Καστελλάν ρητά λέει ότι δεν πρόσθεσε φανταστικά στοιχεία όπως συνήθιζαν οι καλλιτέχνες της εποχής, «όλα έγιναν σύμφωνα με τη φύση (…), δεν τροποποιήθηκαν χάριν γραφικότητας».
Οι διηγήσεις των παραμυθάδων της εποχής, όπως λέει η Ιφιγένεια Μποτουροπούλου, καθηγήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία μετέφρασε και προλόγισε το κείμενο, «ήταν κάτι ανάμεσα σε δυτική ρομάντζα, ειδύλλιο και ιστορικό αφήγημα». Η ίδια πιθανολογεί ότι ο Ρομέκο ήταν ο πατέρας και επικεφαλής σλάβικης φυλής. Οι Σλάβοι είχαν φτάσει στον ελληνικό χώρο τον 7ο αιώνα. Ζούσαν σε διασκορπισμένους αγροτικούς οικισμούς και φυλετικές κοινότητες που οι βυζαντινοί ονόμαζαν «Σκλαβηνίες», εξηγεί.
Το παραμύθι είναι ενδιαφέρον, έχει σασπένς θα λέγαμε σήμερα, έρωτες, προδοσίες, φόνους, περιπλάνηση του ήρωα, επανένωση των εραστών. Ο Ρομέκο είναι ο αρχετυπικός πατριάρχης, όπως κατά κάποιο τρόπο στις αφηγήσεις του Ομήρου και του Ησίοδου, που αφού ταξίδεψε και έμαθε πολλά, επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε και δίδαξε τους δικούς του να χρησιμοποιούν το άροτρο και τους εκπολίτισε. Η κόρη του Ρομέκο, Μελίκα, ερωτεύεται έναν Βενετσιάνο, τον Φιορέλι, που μετείχε σε αποτυχημένη εκστρατεία κατάληψης της Μονεμβασιάς. Σώζεται ως εκ θαύματος, ερωτεύεται τη Μελίκα, όμως οι Βενετσιάνοι επανέρχονται με επικεφαλής τον πατέρα του Φιορέλι και τα πράγματα περιπλέκονται.
Διαφωτισμός πνεύματος, χωρίς διαφθορά ψυχής
Έχει ενδιαφέρον ότι το σχήμα βαρβαρότητα-εκπολιτισμός αναπαράγεται αφού, όπως έκανε ο Ρομέκο με τους δικούς του, κάπως έτσι νιώθει ότι κάνει και ο Φιορέλι όταν εγκαταλείπει οριστικά τη Βενετία για να εγκατασταθεί στο Μοριά.
Λέει χαρακτηριστικά στην εκκίνηση του δεύτερου και οριστικού ταξιδιού του:
«Εντούτοις ο Φιορέλι ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα προς την πατρίδα του· δάκρυα κυλούν από τα μάτια του· δεν μπορεί να εγκαταλείψει ψυχρά τον τόπο που πέρασε τα παιδικά του χρόνια· αφήνει εκεί τους συντρόφους και τις διασκεδάσεις της νιότης του, γλυκές συνήθειες που είχαν σχεδόν μετατραπεί σε ανάγκες· εγκαταλείπει μάλιστα μεγάλο μέρος του πλούτου του για να πάει να θαφτεί σε μια βάρβαρη περιοχή, με ήθη τόσο διαφορετικά από αυτά των συμπατριωτών του, έναν τόπο που η τραχύτητά του είναι εξίσου σκληρή με τα βουνά όπου κατοικούν οι άνθρωποί της.
Όμως ο έρωτας τον καλεί (…). Θα βρει εκεί λιγότερη ευγένεια αλλά περισσότερη ειλικρίνεια, την απλοϊκή άγνοια αντί για τη σχολαστική έπαρση και τα θαύματα της φύσης θα έχουν τη θέση των τεχνών. Τα πλούτη του θα του επιτρέψουν να γίνει ο ευεργέτης της περιοχής, θα ολοκληρώσει το έργο του Ρομέκο και, ενωμένος με μια χαριτωμένη γυναίκα, οι αρετές της οποίας λατρεύονται από τους συμπατριώτες της και η οποία θα ενεργεί ως ενδιάμεσος ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ εκείνους, θα έχει τη γλυκιά ικανοποίηση να βλέπει γύρω του μόνο ευχαριστημένες καρδιές που θα τον ευλογούν ως προστάτη τους, φίλο τους, φύλακα άγγελό τους».
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε 24 χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση και 8 μετά τη Γαλλική. Ο ελληνικός χώρος είναι πάντα υπό οθωμανική κυριαρχία, πολλές περιοχές της Πελοποννήσου είναι όμως στα χέρια των Βενετών. Ο Καστελλάν, φλογερός φιλέλληνας, μετέφερε το παραμύθι με βάση ό,τι τους έδωσε γραπτό ο ίδιος ο παραμυθάς και ό,τι θυμόταν εκ των υστέρων ο ίδιος αλλά και ο δραγουμάνος που τους μετέφραζε στα γαλλικά, τα δημώδη ελληνικά του λαϊκού αοιδού. Σε μια εποχή που ο Διαφωτισμός έχει αφήσει μόνιμο αποτύπωμα, που ακόμα όμως προνεωτερικότητα και νεωτερικότητα αντιπαλεύουν, που πολλοί δυτικοί διανοούμενοι ασφαλώς μετρούν τι κερδίζουν και τι χάνουν στη νέα εποχή, αναρωτιέται κανείς σε ποιο βαθμό μπορεί και ο ίδιος ο Καστελλάν να έβαλε κάποιες δικές του πινελιές στην ιστορία του παραμυθά. Έχοντας από πίσω ένα όραμα οι Έλληνες, που στο έργο του αποθεώνει, να εκμοντερνιστούν κάπως, χωρίς όμως να χάσουν όλα όσα στη Δύση έχουν ήδη χαθεί.
Ο Φιορέλι και η Μελίκα πρόσφεραν στους συμπατριώτες τους τους καρπούς του πολιτισμού, λέει (κατά Κασταλλάν) ο παραμυθάς. «Τους έδωσαν άνετη ζωή χωρίς να επεκτείνουν τις ανάγκες τους, σεβάστηκαν τη θρησκεία τους απαλλάσσοντάς τους από δεισιδαιμονίες. Απάλυναν τα ήθη τους χωρίς να τους αφαιρέσουν την ειλικρίνεια και την αφέλεια. Τέλος, διαφώτισαν το πνεύμα τους όσο χρειαζόταν για να μη διαφθείρουν την ψυχή τους και, κάνοντάς τους να γευθούν τις χάρες της αρετής διασφάλισαν την ευτυχία τους».