Η Συνομοσπονδία των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ) που θέλει, όπως λέει, να εκφράσει όλους τους εργαζόμενους τη Ευρώπης, παρά την αδράνεια που συνήθως παρουσιάζει, ορισμένες φορές θυμάται και αναζητά το ρόλο της. Αυτό συμβαίνει το τελευταίο χρονικό διάστημα, ίσως γιατί «η Ευρώπη διέρχεται μια ιδιαίτερη ιστορική εποχή», όπως αναφέρει σε μια πρόσφατη απόφασή της, «όπου οι κοινωνικές ανισότητες έχουν οξυνθεί και εδώ και αρκετό χρόνο έχουν προκαλέσει τεράστιες βλάβες όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στη δημοκρατία». Αυτές οι ανισότητες οξύνθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας, με συνέπειες ιδιαίτερα επώδυνες για τον κόσμο της εργασίας: τους άνεργους, τους νέους, τις γυναίκες, τους πρόσκαιρα εργαζόμενους που αμείβονται με πενιχρούς μισθούς και ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Η ΣΕΣ φαίνεται πως συνειδητοποίησε το γεγονός αυτό και προτείνει μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Μέτρα αναγκαία, καθώς οι κυβερνήσεις δεν προχωρούν στη φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και την πάταξη της φοροδιαφυγής. Πολύ περισσότερο που οι μεγάλες εταιρείες προτιμούν την επενδυτική αποχή και τη διανομή των μερισμάτων.
Το κυριότερο μέτρο που προτείνεται, είναι η θέσπιση σε κάθε χώρα της ΕΕ του κατώτατου μισθού, δηλαδή ο κάθε εργαζόμενος θα μπορεί να αμείβεται με μισθό που θα του επιτρέπει να ζει με αξιοπρέπεια. Ο μισθός αυτός θα αποτελεί το σημείο αναφοράς για τις αμοιβές, τις συντάξεις και τα επιδόματα εν γένει. Ο κατώτατος μισθός ορίζεται με βάση τα οικονομικά δεδομένα της κάθε χώρας, γι’ αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε για σύγκλιση των οικονομιών των χωρών, που ήταν ένας από τους ιδεατούς στόχους στην ΕΕ. Έτσι, «ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να είναι μικρότερος από το 60% των μεσαίων και προς τα πάνω μισθών. Επίσης, δεν μπορεί να είναι μικρότερος από το 50% των μεσαίων μισθών», όπως αναφέρεται στο κείμενο της ΣΕΣ, συμπληρώνοντας πως θα πρέπει να υπάρξει οδηγία ώστε να μην επιτρέπονται αμοιβές κάτω από το όριο της φτώχειας.
Σύμφωνα με μια μελέτη της ΣΕΣ, αποδεικνύεται πως εάν εφαρμοστεί η πρότασή της θα υπάρξουν ευνοϊκά αποτελέσματα για τις 27 χώρες της ΕΕ. Για παράδειγμα, στη Ρουμανία θα επωφεληθούν 1.476.000 εργαζόμενοι, δηλαδή το 36% του συνόλου, στην Ελλάδα 907.486 ή το 34% του εργατικού δυναμικού κλπ. Με ενδιαφέρον αναμένεται η σχετική συζήτηση που πρόκειται να διεξαχθεί προσεχώς στο ελληνικό κοινοβούλιο, δεδομένης της αλλεργίας του κ. Χατζηδάκη στο άκουσμα των φράσεων «αύξηση μισθών» και «εργασιακά δικαιώματα».
Τα συνδικάτα, βέβαια, δεν περιμένουν την ψήφιση της οδηγίας. Έχουν ήδη προγραμματίσει τους αγώνες τους και αξίζει να αναφερθούμε σε αυτούς. Τα βελγικά συνδικάτα προχωρούν σε 24ωρη γενική απεργία, στις 29 Μαρτίου, με βασικό αίτημα την αύξηση μισθών κατά 4%, απορρίπτοντας το 0,4% με τη μορφή του πριμ, που προτείνει η μεγάλη εργοδοσία σε συνεννόηση με την κυβέρνηση. Οι εργαζόμενοι υποστηρίζουν πως αυτοί που συνέχισαν να εργάζονται σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας, που κράτησαν την οικονομία όρθια, θα πρέπει να πάρουν το μερίδιο που τους αναλογεί και να μην περιοριστούν στα ψίχουλα της εργοδοσίας. Το 0,4% δεν απαντά στα προβλήματα των εργαζομένων, καθώς δεν είναι μόνο μικρό, αλλά δεν ενσωματώνεται και στο βασικό μισθό. Επομένως οι εργαζόμενοι είναι σαν να έχουν ένα πλαφόν αμοιβής, το οποίο δεν θα μπορούν ποτέ να ξεπεράσουν. Το πριμ δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές κρατήσεις, γεγονός που σημαίνει ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι φαίνεται να συνεργούν στην αφαίρεση πόρων από τα ταμεία υγείας και κοινωνικής ασφάλισης. Από πού θα αναπληρωθούν αυτοί οι πόροι;
Οι κινητοποιήσεις έχουν επεκταθεί και στην Ολλανδία, που ακολουθεί συναινετικές διαδικασίες ανάμεσα στην κυβέρνηση, την εργοδοσία και τα συνδικάτα. Όμως, το πνεύμα αυτό δεν φαίνεται να διέπει και τη σημερινή πραγματικότητα. Η κυβέρνηση της χώρας συνεχίζει την πολιτική της λιτότητας, τα συνδικάτα αντέδρασαν σ’ αυτήν και έτσι «περάσαμε από τα χειροκροτήματα στους υγειονομικούς, στο κίνημα των νοσηλευτών, των εκπαιδευτικών, των εργαζομένων στη βιομηχανία κλπ, που ζητούν την αύξηση του μισθού και ιδιαίτερα του κατώτερου, για τους νέους που μπαίνουν στην αγορά εργασίας με πολύ μικρές αμοιβές». Οι εκπρόσωποι των συνδικάτων προσθέτουν ακόμα πως η Ολλανδία είναι πρωταγωνίστρια στην πρόσκαιρη εργασία και την εκμετάλλευση των μεταναστών. Οι τελευταίοι, μάλιστα, όταν απολύονται, βρίσκονται στους δρόμους χωρίς στέγη και χωρίς δυνατότητα -λόγω κορονοϊού- να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Μια ματιά στον ευρωπαϊκό χάρτη των εργαζομένων παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς εν μέσω πανδημίας έχουμε μεγάλες κινητοποιήσεις στην Carefour (Γαλλία) και στην Amazon (Ιταλία). Επίσης, στη Γερμανία έχουμε την κινητοποίηση της πανίσχυρης IGMETALL και στην Ισπανία των δυο κεντρικών συνομοσπονδιών εργαζομένων για την αύξηση του κατώτατου μισθού, την κατάργηση της πρόσκαιρης εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση.