Στις 17 Μαρτίου, η Εισαγγελία της Κωνσταντινούπολης υπέβαλε αίτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο της Τουρκίας, ζητώντας να τεθεί εκτός νόμου το Κόμμα της Δημοκρατίας των Λαών, δηλαδή το φιλοκουρδικό κόμμα HDP, και να καταδικαστούν σε στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων για πέντε χρόνια περισσότερα από εξακόσια στελέχη του.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μία ακραία επίδειξη αυταρχισμού του προέδρου Ερντογάν, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία 20 χρόνια, επιδιώκοντας να τη διατηρήσει πάση θυσία κερδίζοντας και τις εκλογές του 2023, έτος κατά το οποίο συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας. Έτσι, αφού κατάφερε να συγκεντρώσει ουσιαστικά όλες τις εξουσίες στα χέρια του με την μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρική δημοκρατία μετά το δημοψήφισμα του 2017, συνεχίζει την επιχείρηση εξόντωσης κάθε πολιτικού του αντιπάλου. Πρόκειται για μία πολιτική που γίνεται όλο και πιο κατασταλτική και αντιδημοκρατική, τα πρώτα σημάδια της οποίας είχαν εμφανιστεί με τα αιματηρά γεγονότα του Γκεζί Παρκ το 2013.
Στη συνέχεια, η απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 τού έδωσε αφορμή να ασκήσει απηνείς διώξεις εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων, με την κατηγορία ότι είναι υποστηρικτές του κινήματος του Φετουλά Γκιουλέν, τον οποίο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατάγγειλε ως υποκινητή της απόπειρας πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, και συνεχίζει να ζητά την κεφαλή του επί πίνακι από τις ΗΠΑ, όπου βρίσκεται. Παράλληλα, απέλυσε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, αξιωματικούς, καθηγητές, δικαστικούς κ.α. ως γκιουλενιστές με στόχο τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, αποκλειστικά ει δυνατόν, με στελέχη, μέλη ή οπαδούς του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και βέβαια καταπατά την ελευθερία του Τύπου με πρόστιμα και φυλακίσεις δημοσιογράφων. Ταυτόχρονα, η πολιτική Ερντογάν, εκτός από κατασταλτική και αυταρχική, γίνεται όλο και πιο συντηρητική στοχεύοντας στην ουσιαστική κατάργηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, προχωρώντας μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις και στη θεσμική κατάργησή τους, όπως απέδειξε η απόφαση του τούρκου προέδρου να αποσύρει την Τουρκία από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας).
Γιατί τώρα η δίωξη του HDP;
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, που ορίζεται από το φίμωμα του τύπου, τις συλλήψεις και τις κάθε είδους διώξεις, η ολομέτωπη επίθεση εναντίον του HDP ήταν αναμενόμενη. Αυτή τη φορά, στόχος δεν είναι απλώς οι στοχευμένες διώξεις και ο εκφοβισμός του κόμματος και των ηγετών του, όπως οι συμπρόεδροι του HDP Φιφκέν Γιουκσεκντάγκ και Σελαχαντίν Ντεμιρτάς που βρίσκονται στην φυλακή από το 2016, αλλά η πλήρης εξαφάνιση του. Η κατηγορία που βαρύνει το HDP είναι ότι μέλη του κόμματος με δηλώσεις και ενέργειές τους υπονομεύουν την ακεραιότητα του κράτους, συμμετέχουν σε τρομοκρατικές δραστηριότητες και συμπράττουν με το ΡΡΚ, το οποίο η Τουρκία συγκαταλέγει στις τρομοκρατικές οργανώσεις. Επομένως, όπως δήλωσε ο ηγέτης του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) Ντεβλέτ Μπαχτσελί, το HDP είναι εχθρός του κράτους, «μια εγκληματική οργάνωση με πολιτικό μανδύα» που πρέπει να κλείσει «και να μην ανοίξει ποτέ ξανά».
Όπως προκύπτει, οι διώξεις εναντίον του HDP αποτελούν ένα δεδομένο της τουρκικής πολιτικής ζωής. Ωστόσο το ερώτημα που τίθεται αφορά το γιατί υιοθετείται μία τόσο ριζική αντίδραση εναντίον του και γιατί τώρα. Φαίνεται ότι η δήθεν πρωτοβουλία της Εισαγγελίας της Κωνσταντινούπολης εναντίον του HDP οφείλεται από τη μία μεριά στην πάγια άρνηση (κεμαλιστών και ισλαμιστών) ουσιαστικής αναγνώρισης των δικαιωμάτων Κούρδων, γεγονός που επιτείνεται και από τις πιέσεις που ασκεί στο ΑΚΡ το συνεργαζόμενο κόμμα Εθνικιστικής δράσης, λόγω της φύσης του, που αποτυπώνεται και στις δηλώσεις του ηγέτη του. Από την άλλη πλευρά, οφείλεται και στον ίδιο το χαρακτήρα της πολιτικής στρατηγικής Ερντογάν, που χρησιμοποίησε τη δημοκρατία, για να την καταργήσει.
Επίσης, μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι οι διώξεις εναντίον του HDP αποτελούν την εκδίκηση του τούρκου προέδρου για τα σημαντικά εκλογικά αποτελέσματα που είχε στις δημοτικές εκλογές του 2019 η σύμπραξη του HDP με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) που εκφράζει τους κεμαλιστές και είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην τουρκική Βουλή. Σύμπραξη που είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το ΑΚΡ σημαντικούς δήμους, όπως αυτός της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, δεδομένης της αύξουσας λαϊκής δυσαρέσκειας εξ αιτίας των διογκούμενων προβλημάτων της τουρκικής οικονομίας και των επιπτώσεών τους στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, αλλά και της κακής διαχείρισης της πανδημίας του κορονοϊού, η δημοτικότητα του κυβερνώντος κόμματος παρουσιάζει σημαντική πτώση. Επομένως, η εξαφάνιση του HDP από το πολιτικό προσκήνιο υπολογίζεται ότι θα ευνοήσει εκλογικά το ΑΚΡ.
Εν όψει των βουλευτικών εκλογών
Πράγματι, επειδή τα προβλήματα αυτά δεν φαίνεται να μπορούν να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά στο ορατό μέλλον και επειδή η δυσαρέσκεια θα μεγαλώνει, η διάλυση του HDP και η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων των στελεχών του αποτελούν την καταλληλότερη απάντηση του τούρκου προέδρου εν όψει των βουλευτικών εκλογών του 2023. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ΑΚΡ θα έχει διασφαλίσει ότι το HDP δεν θα μπορέσει να παίξει το παιχνίδι που έπαιζαν τα ισλαμικά κόμματα στην Τουρκία όταν υφίσταντο τις διώξεις των κεμαλιστών, δηλαδή τη δημιουργία νέου ισλαμικού κόμματος, με άλλη ονομασία αλλά με τα ίδια στελέχη, την επαύριον της έκδοσης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τη διάλυσή τους. Εξάλλου, η προσπάθεια εξαφάνισης του HDP, το οποίο σημειωτέον εκφράζει και αριστερούς ψηφοφόρους, εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την επιβολή ενός απόλυτου κοινωνικού και πολιτικού συντηρητισμού στην Τουρκία. Επίσης, η εξαφάνιση του HDP από το πολιτικό προσκήνιο υπηρετεί τόσο την εικόνα του ίδιου του προέδρου Ερντογάν ως αποφασιστικού και τολμηρού ηγέτη, στον οποίον κανείς δεν είναι σε θέση να τον αναγκάσει να ακολουθήσει «επιβλαβείς για τη χώρα πολιτικές», όπως, προφανώς θεωρεί ότι είναι η προάσπιση των ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Η διεθνής αντίδραση
Η προβολή αυτού του πολιτικού προφίλ αποτελεί απάντηση στις ΗΠΑ και στην ΕΕ και εξηγεί το γιατί στρέφεται τώρα, και τόσο προκλητικά, εναντίον του HDP. Από την μία πλευρά, οι σχέσεις Ουάσινγκτον – Άγκυρας θα οξυνθούν εάν οι ΗΠΑ θελήσουν να αντιμετωπίσουν το «τουρκικό ζήτημα», δηλαδή τη ρωσοτουρκική προσέγγιση και την τουρκική επιθετικότητα, που παρεμποδίζει την επίτευξη των αμερικανικών στόχων στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Από την άλλη, η προβολή αυτού του απόλυτου αυταρχισμού φαίνεται να είναι η αποστομωτική απάντηση Ερντογάν στο ζήτημα της προώθησης της Δημοκρατίας και των αξιών της, που συμπεριλαμβάνεται στις εξαγγελίες Μπάιντεν για την εξωτερική του πολιτική και, παράλληλα, αποτελεί μόνιμη, αλλά κενή περιεχομένου, επωδό της ΕΕ.
Η αδιαφορία του τούρκου προέδρου στις επικριτικές δηλώσεις των Αμερικανών και των Ευρωπαίων είναι προφανής και, εκ των πραγμάτων, δικαιολογημένη, διότι έχει αποδειχθεί ότι κανείς δεν επιθυμεί πραγματικά να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία για τον αυταρχισμό και την επιθετικότητά της: οι ΗΠΑ λόγω της αντιπαλότητας με την Ρωσία, η ΕΕ λόγω της έκθεσης ευρωπαϊκών τραπεζών στην τουρκική οικονομία αλλά και λόγω του προσφυγικού. Έτσι, αυτοί που αρκούνται στο να εγκαλούν σήμερα την Τουρκία, επικαλούμενοι την ανάγκη σεβασμού των δημοκρατικών αξιών και ελευθεριών, απλώς ευτελίζουν τις αξίες που, θεωρητικά, έχουν ενστερνιστεί, υπηρετούν και επιθυμούν να προωθήσουν.