Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Οι επέτειοι, οι παρελάσεις, οι εθνικοί εορτασμοί συνήθως δεν σημαίνουν τίποτα. Αποτελούν επαναλήψεις σφηνωμένες στο χρόνο να μας υπενθυμίζουν ένα παρελθογόνο, κάτι που κάτι προσπαθεί να μας πει. Στη χώρα που το μόνο που καταφέρνει να παράγει και να καταναλώσει είναι παρελθόν, λειτουργούν ακριβώς ως αφορμές για λίγο ακόμα παρελθόν. Φέτος, η 25 Μαρτίου δεν ήταν έτσι. Φέτος, ο εορτασμός υψώθηκε ως ένα μνημείο χυδαιότητας για τις επόμενες γενιές. Ως μια στιγμή που θα υπενθυμίζει μέσα στα χρόνια τα όρια του κιτς, του κυνισμού και της εκκωφαντικής αδιαφορίας.
Τα 200 χρόνια δεν είναι τίποτα άλλο από ένας αριθμός. Δεν είναι πολιτική, δεν είναι ιστορία. Εδώ και κάποιο καιρό γράφαμε πως ακόμη και ως αφορμή, η επέτειος θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια στιγμή αναστοχασμού της ταυτότητας, της προσέγγισης του παρελθόντος, της αντιμετώπισης του μέλλοντος. Προφανώς τίποτα από αυτά δεν έγινε. Αυτό που έγινε ήταν ένα βάθεμα της παραχάραξης, μια πομπή των πομπών, ένα πανηγύρι μπροστά σε ετοιμοθάνατους. Δημιουργημένο από την κυρίαρχη αντίθεση των ημερών.
Από την μία, κουρέλια μεγαλοπρέπειας, δευτεροκλασάτοι καλεσμένοι και μπισκότο με μελάνι σουπιάς, κιμά γαρίδας και χριστόψαρο, κακαβιά με πεσκανδρίτσα. Και λίγα μέτρα πιο κάτω, στα νοσοκομεία της πρωτεύουσας άνθρωποι που πεθαίνουν ενώ ψάχνουν για μια ΜΕΘ. Από την μία, εγκαίνια, χορηγίες και ο Καβάκος να παίζει βιολί για τους ημίψηλους προσκεκλημένους. Και από την άλλη, 52 ασθενείς να καταλήγουν το τελευταίο 24ωρο από επιπλοκές του Covid-19. Από την μία, παράφωνοι εθνικοί ύμνοι από τηλεπερσόνες φαλτσαριστής κοπής σε μια ακρόπολη καλυμμένη από τσιμέντο, κούφια λόγια και άδειοι λόγοι, ανδρεία, παλιγγενεσία και άλλες λέξεις που με φόντο την καραντίνα δεν σημαίνουν τίποτα. Και από την άλλη, μια πόλη κλειδωμένη στο λοκντάουν και κυκλωμένη επιπλέον από 4.000 αστυνομικούς, drones και ακροβολισμένους ελεύθερους σκοπευτές. Από την μία, ένα πανάκριβο πανηγυράκι εθνικής αγκύλωσης και, από την άλλη, οι μάταιες εκκλήσεις των γιατρών στα νοσοκομεία της χώρας, κυρίως της Αττικής, για περαιτέρω βοήθεια έστω και την ύστατη ώρα.
Είναι η επιβεβλημένη άρνηση του πένθους. Σε συνδυασμό με την υποχρέωση της γιορτής. Η επικοινωνία ως επίχρυσος εορτασμός και η πραγματικότητα ως τραγωδία που όλο και συνεχίζεται. Η πολιτική ηγεσία ως υπεύθυνη για τη συνέχεια του έθνους και η πολιτική ηγεσία ως υπεύθυνη για τους νεκρούς, τις άθλιες συνθήκες στα νοσοκομεία, την απελπισία και την τρέλα του εγκλεισμού.
Δεν υπήρξε μέρα που η αντίθεση ανάμεσα σε δύο κόσμους να έλαμψε με περισσότερη ένταση. Ο κόσμος της άρχουσας τάξης και το προνόμιό του να γιορτάζει ανεξάρτητα με όσα συμβαίνουν γύρω του και ο πραγματικός κόσμος στα όρια της ζωής και της επιβίωσης. Αυτό ήταν το μήνυμα των 200 χρόνων. Ο εορτασμός της δημιουργίας ενός κράτους και της κατασκευής ενός έθνους που όχι μόνο αδυνατεί, αλλά ταυτόχρονα αδιαφορεί να δώσει αυτονόητες λύσεις στα πιο επείγοντα προβλήματα.
Άδειες κερκίδες χωρίς ανθρώπους αντικατεστημένους από περήφανες σημαίες. Σαν ολόκληρος ο πληθυσμός να μεταφέρθηκε στα νοσοκομεία ψάχνοντας μια ΜΕΘ. Αυτό είναι το κεντρικό σύμβολο της σημερινής Ελλάδας. Η ελληνική σημαία να απλώνεται σαν χαλί που από κάτω κρύβουμε όλα τα σκουπίδια του 2021. Την ακραία καταστολή, τον νομιμοποιημένο εθνικισμό, την περιφρόνηση για τους ανθρώπους, τον θάνατο από κρατική αδιαφορία. Άντε, και στα επόμενα 200 χρόνια.