Νίκος Αντωνίου «Μια μέρα μόνο», εικονογράφηση: Ναταλία Καπατσούλια, εκδόσεις Καστανιώτη
Σε μια κρυμμένη κοιλάδα, ανάμεσα σε ψηλά βουνά, κάτι συμβαίνει μαγικό. Όλα τα ζώα, από το πιο μεγάλο μέχρι το πιο μικροσκοπικό, έχουν ονόματα και ανθρώπινη φωνή.
Τσακ! Ένα τόσο δα αβγουλάκι σπάει! Η Μέι, με τα διάφορα φτερά, ξεπήδησε, τεντώθηκε κι έπειτα, κομψά κι επιδέξια, πέταξε «πάνω από το ποτάμι προς το ανθισμένο λιβάδι με τα χιλιάδες πανέμορφα λουλούδια». Η ζωή της μόλις άρχιζε. Και, ναι! Θα την ζούσε με ενθουσιασμό, θα απολάμβανε κάθε στιγμή και θα ανακάλυπτε όλες τις ομορφιές.
Διασκεδαστικό κρυφτό έπαιξε με τη Ζουλού τη μελισσούλα που, απασχολημένη ολημερίς να παράγει μέλι, βρίσκει τη χαρά του διαλείμματος. Κεφάτα χόρεψε με τον Ρόκο, το εργατικό μυρμήγκι, που «σκέφτηκε πως ένα σπυρί λιγότερο στη φωλιά του δεν θα έκανε τη διαφορά». Εύθυμα κυνηγήθηκε με τη Λίλυ, τη βιαστική πεταλούδα, που «συνειδητοποίησε ότι αυτή καθημερινά έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά». Μα η απόλυτη χαρά ήρθε όταν συνάντησε τον Ιούλιο έγιναν ζευγάρι κι «άρχισαν τότε να πετούν πάνω κάτω, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου κι έχοντας ενωμένες τις μακριές ουρές τους που έμοιαζαν με ψαλίδια».
Πράγματι, έζησαν αυτοί καλά, ίσως κι από μας καλύτερα. Ας κράτησε το γλέντι της ζωής της μία μέρα. Διότι η μικρούλα Μέι είναι εφημερόπτερο και τα εφημερόπτερα τόσο ζουν, όπως μας ενημερώνει, γελώντας με την άγνοιά μας, η Μέι.
Ο Νίκος Αντωνίου από την Κύπρο έγραψε έναν ύμνο για τη ζωή. Σκληρά εργαζόμενος κι ο ίδιος προφανώς, βιώνει, όπως όλοι μας, την ενοχλητική, αγχωτική ρουτίνα που διέπει τις ζωές μας. Μα, ξεχασιάρηδες όπως είμαστε, μας ξεφεύγει καθημερινά πως ο χρόνος είναι πολύτιμο δώρο και δεν τον αξιοποιούμε για να απολαμβάνουμε. Για παιδικό λογίζεται το βιβλίο, μα μοιάζει να γράφτηκε για να αφυπνίσει τους ενήλικες. Αυτούς που η καθημερινότητα τούς παίρνει παραμάζωμα και ξεχνούν να χαίρονται. Μαθήματα ζωής, λοιπόν, από ένα τοσοδούλι εφημερόπτερο.
Η εικονογράφος Ναταλία Καπατσούλια δίνει με χρώμα ένταση στο χρόνο. Κατακόκκινο το τριαντάφυλλο ως παιχνιδιάρικη κρυψώνα, κατακόκκινες και οι καρδούλες των ερωτευμένων στο ηλιοβασίλεμα.
Λιλή Λαμπρέλλη «Έντεκα μέρες του Απρίλη 1826», εικονογράφηση: Κατερίνα Βερούτσου, εκδόσεις Πατάκη
«Ήταν μια φορά μια πλωτή πόλη με τριάντα πύργους κι εφτά πύλες, χτισμένη ανάμεσα σε δυο λιμνοθάλασσες». Είναι το Μεσολόγγι στα 1826. Εκεί ζει ένα αγόρι, ο Μάρκος, που τα «τελευταία τρία χρόνια ο κόσμος του ήταν γεμάτος αποχωρισμό», θανατικό και παλληκαριά. Ζει με τη μάνα του και την αδελφή του, που δυο χρονών μωρό «είναι αμίλητο και στοχαστικό σα γριά εκατό χρόνων». Έχουν κι ένα καναρίνι, κρυμμένο καλά στο υπόγειο μην τ’ αρπάξει κανείς και το φάει. Θερίζει η πείνα, μαυρίζει το μάτι κι η ψυχή τους. Πολιορκημένοι ζουν στο Μεσολόγγι. Απ’ έξω οι Τούρκοι καραδοκούν να αφανίσουν κάθε ψυχή ζώσα, που αντιστέκεται στη σκλαβιά και λευτεριά γυρεύει.
«Ο κόσμος να γλητώσει, απ’ αύτην την πληγή
κι ελεύθεροι να ζώμεν αδέλφια εις την γη»
Τη μέρα που διάβασε κι έμαθε απ’ έξω τούτους τους στίχους από το Θούριο του Ρήγα, ο Μάρκος έγινε γελεκτσής. Έτσι, από τότε που άρχισε η πολιορκία, στους δρόμους ζουν ολημερίς τα παιδιά. Μαζεύουν αρμυρίκια, ποντίκια και σαύρες για φαΐ και πίνουν νερό «βούρκο πηγαδίσιο ή γλυφό της λιμνοθάλασσας» και κάθε λεπτό κάποιος/α στον άλλο κόσμο πηγαίνει.
Η άνοιξη όμως μοσχοβολά. Ο Μάρκος, σαν το λαγωνικό, μαζεύει πέτρες για τη σφεντόνα του, να γίνουν όπλο φονικό. Η ομάδα του πρώτη είναι στο σημάδι και μάχεται μαζί με τους μεγάλους, εκεί όπου πιο πολύ ηρωισμό παρά θάνατο μυρίζει. Έχει και κορίτσια στην ομάδα. Καλύτερα κι απ΄ τ’ αγόρια. Αχ, φτερουγίζει η καρδιά του σα θωρεί την Τασούλα.
Η συγγραφέας, Λιλή Λαμπρέλλη, μάς παρασύρει για τα καλά στην ατμόσφαιρα της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Ανθρώπινοι οι ήρωες, καθημερινοί, γειωμένοι σε μια ζοφερή πραγματικότητα, δεν μιλούν βαρύγδουπα, δεν έχουν συναίσθηση του ηρωισμού τους και, ναι, φοβούνται. Ιστορικά πρόσωπα συμμετέχουν, ο Κίτσος Τζαβέλλας, ο Λιας ο Παραμυθάς, μπλέκονται με τους λογοτεχνικούς ήρωες, ακόμα και ιστορικοί διάλογοι μεταφέρονται επί λέξει. Το κείμενο ξεχειλίζει πίκρα και χιούμορ, απελπισία και αγωνιστικότητα, μαυρίλα και δίψα για ζωή. Στο τέλος του βιβλίου, στο επίμετρο, μαθαίνουμε για την όχι και τόσο γνωστή εφηβική ομάδα των γελεκτσήδων, των εφήβων αγωνιστών.
Θαυμάσια στην εικαστική αποτύπωση μικρών σκηνών, η Κατερίνα Βερούτσου, από τα πρόσωπα των αγωνιστών ως τις περίτεχνες πιστόλες τους.
Ειρήνη Πουλάκου «Ταξίδι στο φεγγάρι», εικονογράφηση: Μαρία Μανουρά, εκδόσεις Ελληνοεκδοτική
Πολύ ανησυχεί η Ευρυδίκη για το φετινό της καλοκαίρι. Όλον τον Αύγουστο στη Σαμοθράκη θα τον περάσει, σε ένα νησί με επιβλητική, λέει, ομορφιά. Αν, όμως, την πιάσουν οι αλλεργίες της στις μυρωδιές της φύσης; Αν ο θείος που τους περιμένει δεν είναι συμπαθητικός; Αν δεν τα καταφέρει στο κολύμπι, σαν την Ελένη η αδελφή της; Τέλος πάντων. Παίρνει την κούκλα της στη βαλίτσα και ξεκινούν οικογενειακώς το ταξίδι. Ήσυχα φαίνονται όλα, συνηθισμένα κι όμορφα, συμπαθής και κοτσονάτος ο θείος, άνετο το σπίτι, παρεάκι βρήκαν, μέσα στο πλοίο κιόλας. Αυτά σε πρώτη φάση. Σε λίγο, το ταξίδι αλλιώτικο γίνεται. Θείος κι ανιψιά, θα πάνε στον καταρράχτη «δίπλα στο ποτάμι, ανάμεσα στα πλατάνια, στα σκλήθρα και τις φτέρες, αναπνέοντας τη μυρωδιά της μέντας κι ακούγοντας κελαηδήματα πουλιών». Στο φεγγάρι, την ψηλότερη κορφή του βουνού, θα φτάσουν. Εκεί, απρόοπτες και μαγικές συναντήσεις τους περιμένουν, σαν ραντεβουδάκι από τα παλιά.
Υπάρχουν νεράιδες; Αυτές οι φίνες και ντελικάτες υπάρξεις, με τα ξέπλεκα μαλλιά και τα φτερά στις πλάτες; Φαίνεται πως ναι. Και κάποιοι τις έχουν δει κι άλλες φορές.
Η Ειρήνη Πουλάκου μάς παρασύρει σ’ ένα σύγχρονο παραμύθι. Μας ανοίγει, όπως λέει η ίδια, παράθυρα για να μας ταξιδέψει σε έναν κόσμο ομορφότερο από αυτόν που ζούμε. Οι νεραϊδούλες που επινοεί, με τα μαγικά φίλτρα, τις ανανεωτικές ιδιότητες και τις ευχές που πιάνουν, πολύ βοηθούν. Αν έχουμε ανοιχτή καρδιά, και παίρνουν μέρος στα παιχνίδια και στα καλέσματα της φύσης, μπορεί και να τις συναντήσουμε. Σε όσους αγωνίζονται με πίστη στην αγάπη, χαρίζουν, λέει, μια νέα ζωή. Ισχύει άραγε;
Οι αέρινες και γοητευτικές φιγούρες των νεράιδων του βιβλίου, διά χειρός της αρχιτεκτόνισσας και εικονογράφου Μαρίας Μανουρά. Υπέροχα τα λουλούδινα στεφάνια, μα και το ραβδάκι με το μισοφέγγαρο δεν πάει πίσω.
Μαρία Παπαγιάννη «Χρυσά κουπιά», εικονογράφηση: Φωτεινή Τίκκου, εκδόσεις Πατάκη
Όταν η ζωή σου χωρίζεται στα δυο, μετράς «τουλάχιστο πενήντα γεια σου» σε κείνα που αφήνεις πίσω σου. Από το κρεβατάκι σου, τη μαμά και τον «μπαπαμπακένιο» σου μπαμπά, που είναι στο νοσοκομείο, μέχρι «τον Θύμιο τον περιπτερά με τα πιο άπαιχτα παγωτά». Βέβαια, «μπορεί να είναι και συμπαθητικός αυτός ο παππούς» που τα δυο κορίτσια μας, η Λήδα και η Ηρώ, πάνε να περάσουν το καλοκαίρι μαζί του. Ποτέ δεν τον έχουν δει, άσε που ζει σε αγρόκτημα στο βουνό, σ’ ένα χωριό ψιλοξεχασμένο. Τέτοιον εξαναγκασμό, τον λες και «στην άλλη άκρη από την ευτυχία».
Πράγματι, ασυνήθιστος ο παππούς τους. Αγέλαστος. Ούτε με γλυκά τις υποδέχεται ούτε τα κρεβάτια τους είναι στρωμένα ούτε τηλεόραση έχει και μόνο σούπα ξέρει να μαγειρεύει. Επίσης, απαγορεύει τα γιατί! Κι είναι πολλά μαζεμένα τα άτιμα.
Μα το πέτρινο μονοπάτι με τις πλατιές πέτρες που ξεκινά πίσω από το στάβλο του αγροκτήματος οδηγεί τα κορίτσια μας σε εξερευνήσεις. Σαν την παλάμη τους θα ξέρουν σε λίγο το χωριό. Το σπίτι των κομουνιστών που οι Γερμανοί σκότωσαν το 1940 διότι έκρυβαν Εβραίους, το απίστευτα ενημερωμένο βιβλιοπωλείο με το καμπανάκι στην πόρτα που, γκλιν γκλον, ηχούσε, το γλαστράκι με τον δυόσμο στο παραθύρι της Μαρίας. Ο νους τους όμως ήταν στην άλλη πλευρά του φαραγγιού, την απαγορευμένη, που κρύβει τον θρύλο της γέρικης βελανιδιάς και μια σαν θάλασσα λίμνη.
Η Μαρία Παπαγιάννη, υποψήφια για το διεθνές βραβείο Χ.Κ. Αντερσεν 2022, και πρέσβειρα για το παιδικό βιβλίο για τη διετία 2021-22, μάς δίνει ακόμα ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής. Κινηματογραφικοί χαρακτήρες απίθανων ηρώων –οι δίδυμοι, ο Σωτήρης ο μανάβης, η Βιργινία που τα πάντα ξέρει για το χωριό– συντροφεύουν τις νεαρές ηρωίδες. Στοιχεία μαγικού ρεαλισμού ακροβατούν σε ένα σκηνικό σκληρής πραγματικότητας σε μια αφήγηση με μπόλικο χιούμορ. Η συγγραφέας μάς δημιουργεί συνεχώς εικόνες άλλοτε σκοτεινές σαν το ημερολόγιο της Μάρθας κι άλλοτε φωτεινές και καθάριες σαν τις κόκκινες φράουλες που αφήνουν τα κορίτσια στο πιατάκι για τον παππού τους. Γεμάτη νοσταλγία και μυστήριο ρέει η διήγηση. Τοποθετεί τους ανθρώπους στη σωστή πλευρά του κόσμου τούτου με πολιτικές αιχμές που σπανίζουν στην εφηβική λογοτεχνία σήμερα. Διότι, «άτιμο πράμα το χρήμα, λερώνει».
Ανάγλυφη η κοινωνία του χωριού. Με τσαχπινιά και τρυφερότητα, ξέρει να κρύβει και να αποκαλύπτει τα μυστικά όταν πρέπει, να δικαιολογεί και να προστατεύει. Ρίζες δέντρου γερού είναι που εφοδιάζει με «χρυσά κουπιά» όποιον/α τα χρειάζεται και του/ης μαθαίνουν να διαχειρίζεται την απώλεια, διαλέγοντας «την όχθη της ζωής» κυνηγώντας μόνο τη χαρά.