Colson Whitehead «Τα αγόρια του Νίκελ», μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά, εκδόσεις Ίκαρος, 2020
Μια αρχαιολογία νεκρών, δολοφονημένων και εξαφανισμένων παιδιών. Αυτά συνιστούν τον βασικό αρμό της αφήγησης στο νέο μυθιστόρημα του 52χρονου Αφροαμερικανού Colson Whitehead. Στους βάλτους, στα πέριξ του αναμορφωτηρίου Νίκελ στη Φλόριντα, ξεβράζονται αρχικά ζώνες, αγκράφες και στη συνέχεια κόκκαλα. Πρόκειται για νεκρούς που ξεβράζει ο βάλτος. Η ανακάλυψη παίρνει διαστάσεις δημοσιότητας. Μια ομάδα αρχαιολόγων από το τοπικό Πανεπιστήμιο διεξάγει έρευνες. Εμπλέκονται και ομάδες ιατροδικαστών και άλλων εμπειρογνωμόνων που προσπαθούν να ταυτοποιήσουν τους νεκρούς. Από κάπου προέρχονται. Ενδεχομένως, από το διπλανό αναμορφωτήριο.
Flashback: στις αρχές τη δεκαετίας του 1960, και ενώ στον Νότο επικρατούν πλήρως οι φυλετικές διακρίσεις, ο νεαρός Έλγουντ Κέρτις μεγαλώνει στο Ταλαχάσι της Φλόριντα με τη γιαγιά του. Εγκρατής και επιμελής φοιτητής, σκοπεύει να σπουδάσει στο τοπικό Κολέγιο του Μίλτον Γκριβς. Πέρα από τα μαθήματά του και τις ευκαιριακές δουλειές που κάνει για αποταμίευση, τον συνεπαίρνουν μόνο οι διδαχές του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Κυρίως το σθένος εκείνου του ανθρώπου, η ακλόνητη πίστη του στην αγάπη και στην παθητική αντίσταση, μέσω των οποίων πιστεύει ότι θα έρθουν οι πολυπόθητες αλλαγές στις ζωές τους. One Day, We Shall Overcome.
Παραμονές της εγγραφής του στο Κολέγιο, ο Έλγουντ αποφασίζει να τσεκάρει το περιβάλλον του. Η απόσταση ως εκεί είναι γύρω στα 7 μίλια. Κάνει oτοστόπ. Φευ! Το αυτοκίνητο που τον παίρνει είναι κλεμμένο, με οδηγό έναν άλλο Αφροαμερικανό. Τους σταματά η αστυνομία και συλλαμβάνονται. Ο Έλγουντ δικάζεται ως συνεργός. Η λευκή δικαιοσύνη τον καταδικάζει σε τρία χρόνια εγκλεισμό στο κατ’ ευφημισμόν «σχολείο» του Νίκελ.
Κολαστήριο νεανικών ψυχών
Φτάνοντας στο Νίκελ, ο Έλγουντ αντικρύζει ένα περιβάλλον που εκ πρώτης δεν του φαίνεται άσχημο. Δεν μοιάζει με φυλακή. Δεν υπάρχουν φράκτες και συρματοπλέγματα και τα κτίρια είναι καλοδιατηρημένα. Σύντομα όμως θα διαπιστώσει ότι η κατάσταση για τους έγκλειστους, τόσο για τους λευκούς όσο και κυρίως για τους μαύρους, είναι δραματική. Εννοείται βέβαια ότι στο αναμορφωτήριο ο σεπαρατισμός είναι θεσμοθετημένος. Λευκοί και μαύροι μοιράζονται διαφορετικούς κοιτώνες, τρώνε σε διαφορετικά κτίρια, εκτελούν διαφορετικές εργασίες. Για όλους τους έγκλειστους, όμως, το Νίκελ, αντί να παρέχει «σωματική, πνευματική και ηθική εκπαίδευση», έτσι ώστε οι ανήλικοι εγκληματίες που βρίσκονται υπό την ευθύνη του να γίνουν «έντιμοι και ειλικρινείς πολίτες», είναι ένα κολαστήριο νεανικών ψυχών.
Το προσωπικό αποτελείται από σαδιστές που οι περισσότεροι είναι ξεκάθαρα ρατσιστές και ξεσπάνε πάνω στους ανήλικους. Προσωποποιούνται στον πανίσχυρο επόπτη Σπένσερ, που ο ίδιος σαν μια ζωντανή αλληγορία του κακού, φροντίζει προσωπικά για την παραδειγματική τιμωρία των πιο απείθαρχων, με ανελέητες μαστιγώσεις. Επιπλέον, τα παιδιά υποβάλλονται σε χίλιες δυο εργασίες και θελήματα, από τις οποίες πλουτίζει το ίδρυμα. Υποτίθεται ότι τα χρήματα προορίζονται για την καλύτερη σίτιση, ένδυση κ.λπ. των «μαθητών», όμως όλοι τους βρίσκονται σε άθλια κατάσταση και καλυτερεύουν μόνον όταν γίνεται επιθεώρηση από τις υπηρεσίες της πολιτείας. Συν τις άλλοις, στο ίδρυμα διοργανώνονται στημένοι αθλητικοί αγώνες με στοιχήματα, αγώνες μποξ κατά προτίμηση, όπου και πάλι κατά προτίμηση πρέπει να χάσει ο μαύρος αθλητής. Αν κάποιος παρακούσει, εξαφανίζεται μυστηριωδώς και δεν επανεμφανίζεται στα πέριξ. Στον περίβολο του ιδρύματος εξάλλου υψώνεται ένα θεόρατο δέντρο, από όπου κρέμονται ορατές δύο αλυσίδες βασανιστηρίων. Είναι το επόμενο βήμα μετά τις μαστιγώσεις. Και μετά: ένα άψυχο κορμί βαθιά στον βάλτο. Πάντα αργά το βράδυ, σιγανά, όταν όλοι κοιμούνται.
Προσκλητήριο νεκρών ή κατεστραμμένων
Είναι δύσκολο να επιβιώσει κανείς τα 3-4 χρόνια που διαρκεί η θητεία στο Νίκελ. Ακόμα όμως και αυτοί που επιχείρησαν κατά καιρούς να αποδράσουν, συνελήφθησαν και τελικά «εξαφανίστηκαν» και αυτοί. Ακόμα κι αυτοί που «αποφοίτησαν» δεν τα πήγαν καλύτερα. Βιετνάμ, τζόγος, ναρκωτικά, πορνεία... Ας σημειωθεί εδώ ότι το ίδρυμα Νίκελ είναι υπαρκτό, όντως λειτούργησε για περισσότερα από 100 χρόνια στην Πολιτεία της Φλόριντα.
Ο Έλγουντ έχει αρχικά αποφασίσει να υπομείνει τα μαρτύρια, έχοντας πάντα ως πυξίδα του τον λόγο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, πλάι στον οποίο έχει προστεθεί πλέον και ο πιο σκληροπυρηνικος James Baldwin (το Native Sons του τελευταίου, πιο συγκεκριμένα). Ύστερα όμως από αμέτρητες ταπεινώσεις και διαδοχικές επισκέψεις στον... Λευκό Οίκο (έτσι ονόμαζαν τα παιδιά το κτίριο όπου γίνονταν οι μαστιγώσεις), αρχίζει να αναθεωρεί και να ξανασκέφτεται την προοπτική της απόδρασης. Στη λογική αυτή τον έχει ήδη προσανατολίσει ο καπάτσος Τέρνερ, ο μοναδικός πραγματικός φίλος που έκανε ο Έλγουντ στο Νίκελ. Κάποιο βράδυ τα δύο αγόρια παίρνουν τη μεγάλη απόφαση. Καμουφλάρονται, κρύβονται στις σκιές, σέρνονται, τρέχουν, ακούνε πίσω τους ποδοβολητά, ένας ψηλός τοίχος μπροστά τους, πρέπει να τον πηδήξουν, ακούγονται πυροβολισμοί... Στον επίλογο, έχουμε την μεγάλη ανατροπή της αφήγησης και μια επιστροφή στην αρχαιολογία των εξαφανισμένων της αφετηρίας, ένα προσκλητήριο νεκρών ή κατεστραμμένων.
Δυναμική φωνή της αφροαμερικανικής συνείδησης
Με μεγάλη μαεστρία, ο Colson Whitehead στήνει ένα μυθιστόρημα που κυκλώνει συγχρόνως δύο τεράστια θέματα που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ, τα οποία εν πολλοίς είναι αλληλένδετα: το σαθρό σωφρονιστικό σύστημα και το ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων. Το δυο ζητήματα σαφώς και συνδέονται αν αναλογιστεί κανείς ότι η μεγάλη πλειοψηφία των φυλακισμένων στις ΗΠΑ είναι Αφροαμερικανοί, οι περισσότεροι για μικροαδικήματα. Για να συντηρήσουν μια «σωφρονιστική αποικία» (Κάφκα). Πρόκειται για μια αδυσώπητη φάμπρικα της φυλακής που κατατρώει ζωές, με τον ίδιο τρόπο που το Νίκελ κατέστρεψε τις ζωές όσων πέρασαν νεαροί τις πύλες του. Όπως αναθυμάται κάποια στιγμή ο Έλγουντ, κανείς τους δεν κατόρθωσε να στεριώσει πουθενά.
Με αυτό του το μυθιστόρημα, ο Colson Whitehead καθιερώνεται πια ως μια από τις πιο δυναμικές φωνές της σύγχρονης αφροαμερικανικής συνείδησης.
Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1969 και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, όπου ζει. Αφού αποφοίτησε από το Χάρβαρντ, άρχισε να εργάζεται για την εφημερίδα «Village Voice», γράφοντας κριτικές για τηλεοπτικές εκπομπές, βιβλία και μουσική. Άρθρα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευτεί στα «New York Times», «The New Yorker», «New York Magazine», «Harper's» και «Granta». Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον, στο Κολούμπια, στο Μπρούκλιν, στο Κολέγιο Χάντερ, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στο Πρίνστον και στο Γουέσλιαν. Έχει γράψει μέχρι σήμερα επτά μυθιστορήματα.
Προκάλεσε μεγάλη αίσθηση το 2017 με το μυθιστόρημά «Υπόγειος σιδηρόδρομος» (Ψυχογιός, 2018), που τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας ΗΠΑ και με το Βραβείο Πούλιτζερ, στο οποίο περιγράφει με ευφάνταστο τρόπο τα παρτιζάνικα δίκτυα που λειτουργούσαν στις ΗΠΑ την εποχή της δουλείας και φυγάδευαν τους σκλάβους από τον Νότο στον πιο φιλελεύθερο Βορρά. Στα έργα του εμφανίζονται, πέρα από τις λογοτεχνικές επιδράσεις που έχει δεχθεί από συγγραφείς όπως ο Langston Hughes, ο John Dos Passos, ο William Faulkner και ο James Baldwin, απόηχοι από τα κηρύγματα του Martin Luther King, από την πύρινη ρητορική του Malcolm X, καθώς και από τα διάφορα προγράμματα για την αρωγή της αφροαμερικάνικης κοινότητας που εκπόνησαν οι Μαύροι Πάνθηρες.