Φρανκ Μπουίς «Καμιάς γυναίκας γέννημα», μτφ: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Καστανιώτη, 2020
Μια εξομολόγηση μετατρέπεται ξαφνικά σε μυστήριο για τον πατέρα Γκαμπριέλ, όταν μέσα από το διάτρητο χώρισμα του εξομολογητηρίου μια άγνωστη γυναικεία φωνή τον προειδοποιεί για κάποια τετράδια κρυμμένα μέσα στα ρούχα μιας γυναίκας που έχει μόλις πεθάνει στο ψυχιατρικό άσυλο, την οποία θα κληθεί να ευλογήσει. Η γυναίκα εξαφανίζεται από την εκκλησία προτού ο ιερέας προλάβει να μάθει κάτι περισσότερο. Όταν πηγαίνει στο άσυλο να ευλογήσει τη σορό, βρίσκει πράγματι ανάμεσα στα ρούχα της δύο τετράδια: τα ημερολόγια μιας γυναίκας, ονόματι Ροζ. Και αρχίζει να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του μια εφιαλτική ιστορία που θα τον στοιχειώσει για όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Σε αυτή τη ζοφερή αγροτική επαρχία που μαστίζεται από τη φτώχεια (σε χρόνο που δεν ορίζεται με ακρίβεια), ο πατέρας της 14χρονης Ροζ την είχε πουλήσει (ως υπηρέτρια, υποτίθεται) σε κάποιον πλούσιο της περιοχής που ζούσε με τη γηραιά μητέρα του και την άρρωστη σύζυγό του, πιστεύοντας ότι με τα λεφτά αυτά θα ζήσει για ένα διάστημα την υπόλοιπη οικογένειά του, «θα μας βγάλουν για λίγο». Έτσι κι αλλιώς, «τα κορίτσια δεν αξίζουν πολλά για τους χωρικούς, τελοσπάντων δεν είναι ό,τι καλύτερο περιμένουν οι γονείς για να δουλευτεί ένα αγρόκτημα». Για τη Ροζ όμως θα αρχίσει η κατάβαση σε μια ανείπωτη κόλαση σε έναν κόσμο γεμάτο σκληρότητα, βία και ένοχα μυστικά. Καθώς κάθε μέρα ανοίγουν στο σώμα και στην ψυχή της πληγές που δεν θα μπορούσαν να κλείσουν ποτέ, ο συγγραφέας δίνει στη γυναίκα αυτή τις διαστάσεις μιας συμβολικής φιγούρας για την αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου να μείνει γαντζωμένος στη ζωή.
Ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα για την πιο σκοτεινή βία και αγριότητα, για την ενοχή αλλά και για τη συνενοχή όσων κλείνουν τα μάτια, όσων συνεργούν, αλλά και όσων γνωρίζουν και δεν τολμούν να αντιδράσουν, για να καταδιώκονται στην υπόλοιπη ζωή τους από την ενοχή μιας αμφιβολίας: «αν μόνο…».
Έντουαρντ φον Κάιζερλινγκ «Κύματα», μτφ: Αναστασία Χατζηγιαννίδη, εκδόσεις Loggia, 2020
Στις αρχές του 20ού αιώνα, στην αριστοκρατική τάξη της Βαλτικής, η γυναίκα που αποφασίζει να χωρίσει τον σύζυγό της, ειδικά αν αυτή είναι νέα και όμορφη και αυτός είναι πλούσιος και γηραιός κόμης, και μάλιστα τον χωρίζει για να φύγει με έναν νεαρό ζωγράφο, αυτή η γυναίκα για κάποιους είναι μάλλον ασυγχώρητη. Αυτό τουλάχιστον επιβάλλουν οι κανόνες της κοινωνικής ηθικής αυτής της τάξης: «από κοινωνικής άποψης, αυτή η κυρία πρέπει πλέον να αποκλειστεί». Άλλωστε, «η οικογένεια, γενικά, είναι η βάση του κράτους. Η οικογένεια και η γαιοκτησία». Ωστόσο, στη νωχελική, ράθυμη ατμόσφαιρα των θερινών διακοπών στο παραθαλάσσιο θέρετρο, όπου συναντιούνται αριστοκράτες και ψαράδες, αυτοί οι κανόνες μπορεί τελικά ακόμα και να χαλαρώνουν.
Έτσι, όταν η πρώην κόμισσα Ντοραλίς φτάσει με τον νέο σύζυγό της στο μικρό χωριουδάκι δίπλα στη θάλασσα, αρχίζει μια αλυσίδα από γεγονότα και αναταραχές στις σχέσεις, που θα οδηγήσουν τελικά σε ριζικές ανατροπές, καθώς κάποιων η ζωή θ’ αλλάξει για πάντα.
Με χαμηλούς τόνους και λεπτές αποχρώσεις, ο συγγραφέας φιλοτεχνεί με την κομψή γραφή του τις ψυχολογικές διαδρομές των πρωταγωνιστών του, και ειδικά το πώς μεταλλάσσεται διαρκώς η δύσκολη σχέση ανάμεσα στην Ντοραλίς και τον ζωγράφο σύζυγό της: «δεν έμοιαζε η αγάπη με μια κατάσταση που συνδέει δύο ανθρώπους για να βασανίζουν ο ένας τον άλλο;».
Ο γερμανόφωνος συγγραφέας Έντουαρντ φον Κάιζερλινγκ γεννήθηκε το 1855 σε μια περιοχή της Βαλτικής που σήμερα ανήκει στη Λετονία. Η κριτική τον ορίζει ως εκπρόσωπο του γερμανικού ιμπρεσιονισμού στη λογοτεχνία. Όπως γράφει στο επίμετρό της η μεταφράστρια, «ο Κάιζερλινγκ αποκηρύσσει τον νατουραλισμό ή ρεαλισμό του κοινωνικού μυθιστορήματος. […] Αυτό που θέλει να αποτυπώσει είναι ακριβώς η παρακμή, η ηθική πτώση της αριστοκρατίας». Τα Κύματα εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1911. Ο συγγραφέας, ήδη τυφλός από τη σύφιλη, το υπαγόρευσε στις αδελφές του, όπως έκανε και με τα άλλα βιβλία του πια, μέχρι το 1918 που πέθανε.
Τα Κύματα κυκλοφορούν επίσης και σε μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη (εκδ. Εξάντας).
Λουί-Σαρλ Φουζερέ ντε Μονμπρόν «Μαργκώ, η μανταρίστρα», μτφ: Μαρία Γυπαράκη, εκδόσεις Στιγμός, 2021
«Η αναμφισβήτητη ερωτική ουτοπία που προβάλλεται στο έργο (και μάλιστα τόσο έντονα) αποτελεί εν ταυτώ και μια μορφή πολιτικής ουτοπίας, όπως έχει επισημάνει και η κριτική», γράφει ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης για τον Μεγάλο Ανατολικό, του Ανδρέα Εμπειρίκου, που συνέβαλε κι αυτός με τον τρόπο του σε μια συζήτηση που συνεχίζεται επί πολλά χρόνια σχετικά με την ερωτογραφία, βλέποντάς την ως έναν δρόμο για την προσωπική και κοινωνική χειραφέτηση.
Αυτή η μεγάλη και πλούσια συζήτηση, στην οποία έχει κυριαρχήσει πολλές φορές το ερώτημα ποιο είναι το, λεπτό και ρευστό πολλές φορές, όριο που χωρίζει την ερωτογραφία από την πορνογραφία, έχει χωρέσει πολλά θέματα και ερωτήματα και δίπολα: έρωτας και ερωτισμός, λογοκρισία και αυτολογοκρισία, έρωτας και εξουσία, έρωτας και κοινωνική υποκρισία, ερωτισμός και σεξισμός, ενοχή και απενοχοποίηση, «φυσιολογικό» και «ανώμαλο», «ηθικό» και «ανήθικο».
Πλευρές της ερωτογραφικής λογοτεχνίας πραγματεύεται και στην εκτενή εισαγωγή της στη Μαργκώ η μεταφράστριά της, Μαρία Γυπαράκη, που κάνει μια συνοπτική επισκόπησή της, από τις αρχές του 17ου αιώνα, στον αιώνα της Μαργκώ («Δέκατος όγδοος, ο παράδοξος αιώνας του λιμπερτινισμού!»), τονίζοντας ότι «ο λιμπερτινισμός […] υπήρξε, πριν από οτιδήποτε άλλο, ένα κίνημα βαθύτατα κοινωνικό», για να φτάσει στον μαρκήσιο Ντε Σαντ («με τον οποίο γίνεται η μεγάλη τομή στον ερωτικό λόγο και το πέρασμα στον δέκατο ένατο»).
Στην εισαγωγή δίνεται και μια ερμηνεία για «την παντελή απουσία της γυναίκας ως συγγραφέως ερωτικών και πορνογραφικών κειμένων» – εκείνη την εποχή βέβαια, γιατί στο μέλλον τα πράγματα θα αλλάξουν, μέχρι να φτάσουμε στο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της Αν Ντεκλό ή Ντομινίκ Ορί ή Πολίν Ρεάζ και την περίφημη Ιστορία της Ο, στα μέσα του 20ού αιώνα πια.
Η Μαργκώ –που, όπως συμβαίνει συχνά με τους χαρακτήρες της ερωτογραφίας, φλερτάρει διαρκώς με τα όρια– είναι «το πρότυπο της πόρνης που θα καταφέρει να γίνει μια καθωσπρέπει αστή […] ούτε επαναστάτρια ούτε πολέμιος του κατεστημένου, δεν φιλοδοξεί να αλλάξει τα κακώς κείμενα», διαβάζουμε στην εισαγωγή. Ωστόσο, η ειρωνεία της, ο χλευασμός της, είναι τόσο ανηλεής που γίνεται ανατρεπτικός, όπως και ο θυμός της και η περιφρόνησή της, είτε για τους άνδρες γενικώς είτε για διάφορους μεγαλόσχημους (δικαστές, παπάδες κ.λπ.) και την υποκρισία τους: «αν τα εισοδήματά μου σε λίρες ήταν τόσα όσοι οι δεσποτάδες και οι παπάδες που πέρασαν από δω μέσα, θα ζούσα σαν βασίλισσα», λέει η Μαργκώ, ενώ συμβουλεύει όποιο «κορίτσι του κόσμου» θέλει να την ακούσει: «Ας αποφεύγει όσο μπορεί τις συναλλαγές με τους υψηλά ιστάμενους κοινωνικά. Είναι ως επί το πλείστον υπερόπτες και απατεώνες». «Ας θυμάστε πως οι μεγάλοι μας είναι μεγάλοι, γιατί απλούστατα εμείς είμαστε μικροί», λέει κάποιος, και η Μαργκώ φαίνεται να το υιοθετεί πλήρως αυτό.
Η Μαργκώ είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά (στην ίδια μετάφραση) για πρώτη φορά το 1996 (εκδ. Ολκός), ενώ του ίδιου συγγραφέα κυκλοφορεί και το Ο καναπές στο χρώμα της φωτιάς, από τις εκδόσεις Ποταμός (μτφ. Καλλιόπη Μανδηλαρά).