Μετά το διπλό αφιέρωμα του ενθέτου Η Εποχή των Βιβλίων με τίτλο «Οι αλλαγές στο Εικοσιένα και στο βλέμμα μας» (7/3/2021) και το άρθρο του Στάθη Κουτρουβίδη στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας με τίτλο «Η Επανάσταση και η αποσιώπηση του ρόλου της Φιλικής Εταιρείας», τη σκυτάλη της ενασχόλησης με την Επανάσταση του 1821 επ’ ευκαιρία των 200 χρόνων από την κήρυξή της παίρνουν οι Ιδέες. Σήμερα, λοιπόν, φιλοξενούμε σε δύο δισέλιδα τα άρθρα των γνωστών ελλήνων αριστερών διανοουμένων, Κώστα Δουζίνα και Γιάννη Μηλιού. Ο Δουζίνας συνδέει την ελληνική επανάσταση του 1821 με την αντίστοιχη αϊτινή του 1791, υποστηρίζοντας ότι και οι δύο επανεισήγαγαν στην ιστορία το ριζοσπαστικό διαφωτισμό και τον ρεπουμπλικανισμό της γαλλικής επανάστασης. Από την πλευρά του, ο Μηλιός, του οποίου το κείμενο βασίζεται στο πρόσφατο βιβλίο του 1821. Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2020), αναφέρεται στα πολιτικά ρεύματα, τις εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις που κατέληξαν μέχρι και σε εμφυλίους πολέμους, καθώς και στους καλυμμένους ταξικούς ανταγωνισμούς που υπήρχαν μεταξύ των δυνάμεων της επανάστασης.
Χ.Γο.
Η Επανάσταση του 1821 μπορεί να γίνει κατανοητή ως προς το χαρακτήρα και τη δυναμική της, κατ’ αρχάς από τους θεσμούς που δημιούργησε, από το καθεστώς που επέβαλε και, φυσικά, από τα επίσημα κείμενα που θέσπισαν τους οδηγητικούς δείκτες αυτού του καθεστώτος.
Η Επανάσταση του 1821 ίδρυσε την πρώτη μορφή του ελληνικού αστικού εθνικού κράτους. Κομβικής σημασίας αναδεικνύεται εδώ η εθνική πολιτικοποίηση του μέρους εκείνου των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που διαμορφώνοντας ελληνική συνείδηση αγωνίστηκαν για το κράτος αυτό ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία.
Υπέδαφος για την ευρεία εθνική πολιτικοποίηση των μαζών, δηλαδή την ανάπτυξη του εθνικισμού, κυρίως στις περιοχές του νότιου ελλαδικού χώρου και των νησιών, αποτέλεσαν οι διαδικασίες οικονομικής, ιδεολογικής και πολιτικής ενοποίησης, από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, των χριστιανικών πληθυσμών και περιοχών που συνδέθηκαν με την αλματώδη ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων και των συναρτώμενων μαζί τους εμπορικών δικτύων. Οι διαδικασίες αυτές ενοποίησαν οικονομικά και πολιτικά τον αγροτικό χώρο με τα αστικά κέντρα (τα κέντρα του εμπορίου μακρινών αποστάσεων με το εσωτερικό της Αυτοκρατορίας και το εξωτερικό). Η εθνική πολιτικοποίηση των μαζών διαμορφώθηκε μέσα σε αυτές τις διαδικασίες, ως όψη τους.
Η Επανάσταση αποτελεί έτσι το αποτέλεσμα της κυριαρχίας του εθνικισμού, επομένως και της απαίτησης μεγάλης μερίδας των λαϊκών στρωμάτων (των υποτελών τάξεων) για ένα αντιπροσωπευτικό-συνταγματικό κράτος, για πολιτικά δικαιώματα των εθνικά κινητοποιημένων μαζών, επομένως για μία αστική πολιτειακή και κοινωνική οργάνωση.
Η κύρια όψη του εθνικισμού είναι πολιτική, συνδέεται με την απαίτηση για κράτος. Η εθνική συνείδηση, με άλλα λόγια, δεν σχετίζεται πρωτευόντως με τη μητρική γλώσσα, τις «παραδόσεις» και τον τόπο καταγωγής του εθνικά κινητοποιημένου πληθυσμού, αλλά με την απαίτηση για «εθνική ελευθερία» και «φώτα», δηλαδή για ένα ανεξάρτητο συνταγματικό-δημοκρατικό κράτος, που θα ανασυστήσει την κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας στη νέα εποχή, όπως διακήρυξαν άλλωστε όλα τα επίσημα κείμενα της Επανάστασης.
Άρχοντες και στρατιωτικά σώματα
Την Επανάσταση του 1821 κήρυξαν κατ’ αρχάς τα αρχοντικά στρώματα των περιοχών που εξεγέρθηκαν, δηλαδή προεστοί (στην Πελοπόννησο, στα νησιά και στη νοτιοανατολική Στερεά) και οπλαρχηγοί-αρματολοί (στη μεγαλύτερη έκταση της Στερεάς). Τα στρώματα αυτά είχαν αποκτήσει νέους ρόλους στο πλαίσιο των αστικών κοινωνικών σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί, πέρα από τις παραδοσιακές τους λειτουργίες στο πλαίσιο του οθωμανικού καθεστώτος. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι (οι «πολιτικοί») που έσπευσαν στις επαναστατημένες περιοχές μετά την έκρηξη της Επανάστασης.
Οι αρχικές επιτυχίες της Επανάστασης την περίοδο 1821-24 και η συγκρότηση του πρώτου συνταγματικού-ρεπουμπλικανικού κράτους θα ήταν αδιανόητη χωρίς τη διάδοση στα πλατιά λαϊκά στρώματα της υπαίθρου και των πόλεων του εθνικισμού και των συνδεόμενων μαζί του «διαφωτιστικών» ιδεών του συνταγματικού-δημοκρατικού (αστικού) κράτους.
Τα ένοπλα λαϊκά στρώματα ήταν βασικοί υποστηρικτές των συνταγματικών θεσμίσεων και των αντιπροσωπευτικών συνελεύσεων και επιπλέον στρατεύονταν υπέρ της ίδρυσης Εθνικού αντιπροσωπευτικού σώματος και ενιαίας διοίκησης για όλη την απελευθερωμένη επικράτεια, κάτι που οι προεστοί της Πελοποννήσου αρχικά δεν επιθυμούσαν και επιχειρούσαν να αποφύγουν.
Αυτό υπήρξε και το πρώτο πεδίο αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της Επανάστασης. Τον Οκτώβριο 1821, οι ένοπλοι της Πελοποννήσου απείλησαν τους προεστούς με εξόντωση, θεωρώντας ότι αυτοί αμφισβητούσαν την αντιπροσωπευτική-συνταγματική προοπτική. Τον Δεκέμβριο 1821, πριν την Α΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο, οι ένοπλοι αγωνιστές απείλησαν και πάλι να εκτελέσουν τους προεστούς διότι θεώρησαν ότι «δεν θέλουν να κάμουν Συνέλευσι».
Τα λαϊκά στρώματα και ιδίως οι ένοπλοι, έχοντας προσχωρήσει στον εθνικισμό (στην εθνική ιδέα), συγκροτήθηκαν έτσι σε οιονεί πολιτική δύναμη που διαφύλασσε και στήριζε το ριζοσπαστικό-φιλελεύθερο θεσμικό πλαίσιο του κράτους της Επανάστασης. Από τις τάξεις τους αναδείχθηκαν νέοι πολιτικοί ηγέτες, πέρα από τους προεστούς, τους αρματολούς και τους διανοούμενους. Ιδίως σε στρατιωτικό επίπεδο, αναδείχθηκε από τους ενόπλους της Επανάστασης μια νέα ηγεσία, η οποία σε πολλές περιπτώσεις υποσκέλιζε τους οπλαρχηγούς που προέρχονταν από τα αρματολίκια. Συμπερασματικά, η Επανάσταση σήμαινε ταυτόχρονα την πολιτική αναβάθμιση των λαϊκών μαζών.
Εθνοσυνελεύσεις, πολιτικές τάσεις και εμφύλιοι πόλεμοι
Από τις κοινωνικές δυνάμεις που εντάχθηκαν στην Επανάσταση και σε αναφορά με το πλαίσιο θεσμικής-κρατικής τάξης που διαμορφώθηκε, αναδύθηκαν τρία πολιτικά ρεύματα:
Το «ομοσπονδιακό ρεύμα» εκφράστηκε κυρίως από τους προεστούς της Πελοποννήσου, οι οποίοι με την έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης συγκρότησαν την Πελοποννησιακή Γερουσία και αρχικά, όπως είπαμε, ήταν αντίθετοι στη σύγκληση μιας ενιαίας εθνικής Βουλής. Οι προεστοί, όντας ταυτόχρονα σημαντικοί κρίκοι στα οικονομικά δίκτυα της περιοχής, ασκούσαν επιρροή σε εκτεταμένες μερίδες του πληθυσμού της Πελοποννήσου. Για να μη θέσουν σε διακινδύνευση αυτή την επιρροή, αλλά και για να εκτονώσουν τις εντάσεις με τους ενόπλους, τάχθηκαν εξαρχής, με την ίδρυση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, υπέρ των δημοκρατικών θεσμών, δηλαδή πρώτα απ’ όλα υπέρ της καθολικής ψήφου των ανδρών για την ανάδειξη, ανά έτος, των πληρεξουσίων, οι οποίοι στη συνέχεια θα εκλέγουν τους «γενικούς εφόρους», δηλαδή τους υπεύθυνους για τη διοίκηση κάθε επαρχίας.
Η ανάδειξη των ενόπλων ως νέου, αποφασιστικού, πόλου ισχύος υποχρέωσε τους προεστούς να συναινέσουν στην προοπτική «εθνικού κοινοβουλίου» και να ενταχθούν στην ενιαία διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών. Παράλληλα επιδίωκαν πάντως να διατηρήσουν μια αυξημένη αυτονομία από την κεντρική κυβέρνηση, αλλά και από τα όργανα και τις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας, στην παράδοση της προεπαναστατικής αυτονομίας της Πελοποννήσου. Από την άποψη αυτή, του τοπικισμού, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το «ομοσπονδιακό ρεύμα» αποτελούσε συντηρητική τάση στο πλαίσιο της Επανάστασης. Κεντρική φυσιογνωμία αυτού του ρεύματος ήταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Με υπόβαθρο την ισχύ των ενόπλων αναδείχθηκαν δύο άλλα πολιτικά ρεύματα, πέρα από το συντηρητικό-ομοσπονδιακό: Μιλώντας σχηματικά, μπορούμε να τα περιγράψουμε ως τη συγκεντρωτική-συντηρητική τάση αφενός, υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και τη συγκεντρωτική-φιλελεύθερη υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Η διεξαγωγή του πολέμου ευνοούσε τις «συγκεντρωτικές» πτέρυγες, δηλαδή αυτές που επιδίωκαν την ενοποίηση των κρατικών μηχανισμών, του στρατιωτικού σχεδιασμού και της κυβερνητικής εξουσίας.
Σχετικά με το συντηρητικό-συγκεντρωτικό ρεύμα: ο Κολοκοτρώνης απέκτησε σημαντική πολιτική ισχύ, ως ηγέτης του «στρατού» της Πελοποννήσου ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς στις 23/9/1821. Η πολιτική στοχοθεσία του νέου αυτού πολιτικού ρεύματος δεν περιοριζόταν μόνο στην αναγκαιότητα ενοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Για την κεντροποίηση της εξουσίας θεωρούσε επίσης η πτέρυγα αυτή απαραίτητο τον περιορισμό των φιλελεύθερων θεσμών και του αστικού αντιπροσωπευτικού συστήματος που εισήγαγε η Επανάσταση. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κανέλλου Δεληγιάννη, ο Κολοκοτρώνης είχε απαιτήσει, ήδη τον Μάιο 1821, ένα «γκοβέρνο μιλιτάρε».
Σχετικά με το φιλελεύθερο-συγκεντρωτικό ρεύμα: αντίθετα με την Πελοπόννησο, όπου η στρατιωτική ηγεσία υπό τον Κολοκοτρώνη κατάφερε να αποκτήσει πολιτική ισχύ με βάση τη δύναμη των ενόπλων, στη Στερεά τα ένοπλα σώματα υπάγονταν σε διαφορετικούς οπλαρχηγούς, με συχνά αντιτιθέμενες μεταξύ τους βλέψεις και πρακτικές. Αυτό επέτρεψε στους πολιτικούς ηγέτες, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Θεόδωρο Νέγρη, να επιβληθούν σε όλες τις αντιπαρατιθέμενες δυνάμεις των περιοχών αυτών, και να τις ενοποιήσουν μέχρι τον Νοέμβριο 1821 σε δύο περιφερειακές διοικήσεις, με αντίστοιχα δημοκρατικά Συντάγματα.
Στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, στην αντιπροσωπεία της Πελοποννήσου κυριαρχούσαν μεν οι προεστοί, όντας όμως μόλις 10 στους 59 αντιπροσώπους. Αποτελούσαν δηλαδή μειοψηφία έναντι των 27 αντιπροσώπων της ανατολικής Στερεάς και των 13 από τα νησιά Ύδρα-Σπέτσες-Ψαρά (οι υπόλοιποι: 8 από τη δυτική Στερεά, 1 από την Κάσο). Κυριάρχησε το φιλελεύθερο-συγκεντρωτικό ρεύμα, γεγονός που αποτυπώθηκε στις αποφάσεις και το πολιτειακό καθεστώς που θέσπισε η Εθνοσυνέλευση.
Μετά την Α΄ Εθνοσυνέλευση η ένταση επικεντρώνεται μεταξύ των πολιτικών (της Κυβέρνησης) και των στρατιωτικών σωμάτων της Πελοποννήσου υπό τον «αρχιστράτηγο» Κολοκοτρώνη, και αφορά σε μεγάλο βαθμό τη θεσμοθετημένη αρμοδιότητα της κυβέρνησης να διευθύνει τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Στη Β΄ Εθνοσυνέλευση (29/3-18/4/1823) έγινε φανερή η ύπαρξη δύο στρατοπέδων που μάλιστα, στο περιθώριο των επίσημων διαδικασιών, συνεδρίαζαν σε διαφορετικούς χώρους. Με τις αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο οι εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης. Έτσι, μεταξύ άλλων αποφασίστηκε ότι διοικητές των επαρχιών θα ορίζονταν αξιωματούχοι από διαφορετικές επαρχίες, ώστε να μην υφίστανται επιρροές από τοπικές εξουσίες και συμφέροντα. Παράλληλα καταργήθηκε η θέση του «αρχιστρατήγου» που κατείχε ο Κολοκοτρώνης. Επί πλέον, με το νέο σύνταγμα που ψηφίστηκε, το «Βουλευτικόν» (η Βουλή) ενισχύθηκε περαιτέρω έναντι του Εκτελεστικού (της Κυβέρνησης), ενώ διευρύνθηκε ο κατάλογος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κάνοντας την επαναστατημένη Ελλάδα ένα από τα πλέον ριζοσπαστικά αστικά καθεστώτα παγκοσμίως. Πρόεδρος του Εκτελεστικού εκλέχθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και γενικός γραμματέας ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ενώ πρόεδρος του Βουλευτικού ο Ιωάννης Ορλάνδος, που ανήκε στη φιλελεύθερη-συγκεντρωτική τάση.
Αψηφώντας τις αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης, ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε να παραδώσει στην κυβέρνηση το κάστρο του Ναυπλίου, με το επιχείρημα ότι αυτό έπρεπε να παραμείνει σε χέρια Πελοποννησίων. Τον Νοέμβριο 1823, όταν το Βουλευτικό καθαίρεσε δύο μέλη του Εκτελεστικού για παράτυπες ενέργειες, ο Πάνος Κολοκοτρώνης επιχείρησε, με εντολή του πατέρα του Θεόδωρου, να ελέγξει με πραξικοπηματικό τρόπο και το Βουλευτικό, 23 μέλη του οποίου διέφυγαν στο Κρανίδι και εξέλεξαν νέο Εκτελεστικό, το οποίο είχε την υποστήριξη όχι μόνο των νησιών αλλά και του Ρουμελιώτη πολιτικού και οπλαρχηγού Ιωάννη Κωλέττη.
Ξέσπασε έτσι ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος της Επανάστασης και για ένα διάστημα υφίσταντο δύο κυβερνήσεις: Η μία στην Τριπολιτσά με Πρόεδρο την Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και η άλλη στο Κρανίδι υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Οι προεστοί της Πελοποννήσου αλλά και οι οπλαρχηγοί διασπάστηκαν ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Όταν στις 7/4/1824 ο Κουντουριώτης κατέλαβε την Τριπολιτσά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έδωσε εντολή στον γιο του Πάνο να παραδώσει και το Ναύπλιο, εξασφαλίζοντας, με τη λήξη του εμφυλίου, αμνηστία για τον εαυτό του και τους οπαδούς του.
Όμως, αμέσως μετά τη λήξη του πρώτου εμφυλίου πολέμου, οι Πελοποννήσιοι προεστοί διαπίστωσαν ότι η κατάσταση δεν είχε κατά κανένα τρόπο μεταβληθεί προς όφελός τους. Η παρουσία των προεστών είχε περιοριστεί στη νέα κυβέρνηση που σχηματίσθηκε, ενώ τον Οκτώβριο του 1824 στάλθηκαν ρουμελιώτικα στρατεύματα στην Πελοπόννησο για να εξασφαλίσουν την είσπραξη των φόρων που καθυστερούσαν. Οι προεστοί συμμάχησαν τότε με τον Κολοκοτρώνη και ξέσπασε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος. Η φιλελεύθερη πτέρυγα, που ήλεγχε την κυβέρνηση, κατάφερε να επιβληθεί και πάλι χάρη στην παρέμβαση των οπλαρχηγών της Στερεάς και την υποστήριξη των νησιών. Ο δεύτερος εμφύλιος τελείωσε τον Δεκέμβριο 1824 με ήττα των Πελοποννησίων. Γραμματέας του Εκτελεστικού εκλέχθηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ενώ ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε στην κυβέρνηση και φυλακίστηκε στην Ύδρα.
Η ήττα, κατά τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, της συμμαχίας των Πελοποννήσιων προεστών και της συντηρητικής συγκεντρωτικής πτέρυγας του Κολοκοτρώνη σήμανε ταυτόχρονα και το τέλος του αυτόνομου πολιτικού ρόλου των (πρώην) προεστών στη νεοελληνική ιστορία. Η τοπική-ομοσπονδιακή λογική που εκπροσωπούσαν οι προεστοί είχε πλέον εκμηδενιστεί. Στις αρχές του 1825 ο Κολοκοτρώνης αμνηστεύθηκε για να ενισχυθεί η άμυνα της Επανάστασης ενόψει της εισβολής στην Πελοπόννησο των αιγυπτιακών στρατευμάτων υπό τον Ιμπραήμ πασά.
Σχετικά με τους ταξικούς ανταγωνισμούς στο εσωτερικό των δυνάμεων της Επανάστασης
Πίσω από τους πολιτικούς ανταγωνισμούς και τους εμφυλίους πολέμους μπορούμε να ανιχνεύσουμε τους ταξικούς ανταγωνισμούς στο εσωτερικό των δυνάμεων της Επανάστασης, καλυμμένους, βέβαια, πάντα πίσω από τις ενοποιητικές ιδεολογίες και πρακτικές της εθνικής στρατηγικής για ανεξαρτησία.
Η Επανάσταση συμπύκνωνε σε κοινωνικό επίπεδο μια συμμαχία της αστικής τάξης (έμποροι, πλοιοκτήτες, προαγοραστές-τοπάρχες μεγάλης κλίμακας, ενοικιαστές φόρων σε ευρύτερο περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο), των φιλελεύθερων διανοουμένων, των ενδιάμεσων στρωμάτων που είχαν ενταχθεί στις νέες υπό εξέλιξη αστικές σχέσεις (μεταξύ αυτών οι μικρού και μεσαίου βεληνεκούς προαγοραστές και έμποροι, όπως και άλλοι ενδιάμεσοι και τοπικοί πολιτικοί μεσολαβητές), των αγροτών, των τεχνητών, των προλεταρίων (ναυτών κ.λπ.) και άλλων φτωχών στρωμάτων της εποχής, υπό την ηγεμονία της αστικής εθνικιστικής στρατηγικής και των φιλελεύθερων ιδεών του Διαφωτισμού.
Μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1815 και την παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβόνων στη Γαλλία, η υπό διαμόρφωση Ελλάδα αποτελούσε το μόνο επαναστατικό κέντρο στην Ευρώπη, προσελκύοντας ριζοσπάστες αγωνιστές όχι μόνο από την Ευρώπη, αλλά και την Αμερική και αλλού.
Η ταξική αυτή συμμαχία εκφράστηκε μέσα από τις πολιτειακές μορφές που δημιούργησε η Επανάσταση (κυβέρνηση, Συνελεύσεις, εκλογικές διαδικασίες κλπ.), μέσα από τα ένοπλα σώματα, τις συνωμοτικές εταιρείες και τα κόμματα που αναδείχθηκαν κατά το τέλος των ένοπλων συγκρούσεων. Αν και η πάλη μεταξύ των ιδιαίτερων ταξικών συμφερόντων στο εσωτερικό της κοινωνικής αυτής συμμαχίας εκφράστηκε με πολλαπλές μορφές, εντούτοις εκδηλώθηκε πάντοτε διαμεσολαβημένα από την «ομογενοποιητική» λειτουργία του εθνικισμού, η οποία κυριαρχούσε τόσο στις πολιτικές παρατάξεις όσο και στις πολιτικοστρατιωτικές συγκροτήσεις σε τοπικό επίπεδο (Πελοπόννησος – Στερεά – νησιά).
Εντούτοις, το ταξικό υπόβαθρο των αντιπαραθέσεων συχνά ερχόταν στην επιφάνεια. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο δημοκρατικός ριζοσπαστισμός των Συνελεύσεων (που αποτυπώνεται στη γλώσσα των Συνταγμάτων της εποχής), των (μυστικών) εταιρειών και των οργανώσεων κατώτερων αξιωματικών και ενόπλων, όπως η «Αδελφότητα των Φιλοδικαίων» στο Μεσολόγγι, που το 1825 αριθμούσε 2.000 μέλη, εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την ταξική δυναμική των λαϊκών τάξεων. Όπως συνέβη στην περίπτωση και άλλων αστικών-εθνικών επαναστάσεων, τέτοιες λαϊκές δυναμικές ηγεμονεύονται κατόπιν (και καταστέλλονται) από τη θεσμική-κρατική συγκρότηση της νέας αστικής εξουσίας.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στις Συνελεύσεις και τις εταιρείες δεν είχε διαμορφωθεί οποιαδήποτε συνείδηση περί ταξικών συμφερόντων και αντιθέσεων, αυτές με τη δράση τους ενσωμάτωναν και τάσεις που αμφισβητούσαν την πολιτική και πολιτειακή μορφή ύπαρξης του καπιταλισμού της εποχής: κατ’ αρχάς το απολυταρχικό ή «περιορισμένα συνταγματικό» κράτος, αλλά επίσης την αριστοκρατία του πλούτου και τις αρχοντικές εξουσίες.