Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες πέντε μήνες από την έναρξη του λοκντάουν τον περασμένο Νοέμβρη και πάνω από ένα χρόνο από την κήρυξη της πανδημίας και του πρώτου λοκντάουν στη χώρα. Ακόμα και οι πιο εύπιστοι έχουν αρχίσει να αμφιβάλλουν για την αποτελεσματικότητα και τους στόχους της κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο συζητά το περιβόητο «άνοιγμα της αγοράς» αλλά συνεχίζει στον ίδιο ρυθμό να βρίσκει φταίχτες παντού εκτός από την πολιτική και τις αποφάσεις της.
Η δήλωση του υπουργού Υγείας Βασίλη Κικίλια στις 22/3 ότι το ΕΣΥ αντέχει και «δεν έχουμε γίνει Μπέργκαμο» μόνο ως ατυχής και κυνική μπορεί να περιγραφεί. Κι αυτό γιατί εδώ και πάνω από έναν χρόνο πλέον, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει επιλέξει να συγκρίνεται κάθε φορά με το χειρότερο δυνατό παράδειγμα ή σενάριο. Πόση σχέση έχει στ’ αλήθεια μια πόλη-κέντρο στις γραμμές τροφοδοσίας μόδας της βιομηχανικής βόρειας Ιταλίας, σε μια εποχή που όλη η Ευρώπη και ο κόσμος «πιανόταν στον ύπνο» από την επέλαση του νέου κορονοϊού με την Ελλάδα που μέχρι τα τέλη Οκτώβρη αριθμούσε λιγότερα από 700 θύματα; Η κυβέρνηση συγκρίνει μια περιοχή κατεξοχήν τράνσιτ, με πιθανή πολυκεντρική διασπορά στο πρώτο κύμα, με μια Ελλάδα που περνά πλέον το δεύτερο και το τρίτο κύμα σε συνεχόμενα λοκντάουν μετά από μια ομολογουμένως ήπια, για τα δεδομένα, παρέλευση του λεγόμενου πρώτου κύματος.
Έπειτα το τι συνιστά ένα Μπέργκαμο σήμερα είναι μια έννοια σχετική, ειδικά αν λάβουμε υπόψη την -ετήσια και βάλε- «προειδοποίηση» που ερχόταν από την υπόλοιπη Ευρώπη και τον κόσμο. Στον βαθμό που ισχύουν οι εικόνες διασωληνωμένων σε κοινούς θαλάμους, ράντζων που βαφτίζονται «εξοπλισμένες κλίνες» και χρήσης ακατάλληλων αναπνευστήρων που βρίσκουν τον δρόμο τους προς τη δημοσιότητα, τότε το πολυχρησιμοποιούμενο Μπέργκαμο δεν είναι και τόσο μακρινή εικόνα. Θα τολμήσω να πω πως όχι μόνο δεν είναι ψευδείς οι εικόνες αυτές που βγαίνουν προς τα έξω, αλλά είναι πολύ συχνά και «εγκρατείς». Η δήλωση πως 20% των ασθενών βρίσκονται εκτός ΜΕΘ (εφόσον δεν ισχύουν τα δημοσιεύματα της 29/12/20 που μιλάνε για 70%) είναι ενδεικτική της πλήρους απουσίας ενσυναίσθησης αλλά και του πόσο τελικά «η ανθρώπινη ζωή είναι πάνω από όλα».
Η μονοθεραπεία των περιοριστικών μέτρων
Αποδεικνύεται τελικά πως η καραντίνα δεν είναι «φάρμακο δια πάσα νόσον» παρά μόνο σε συνθήκες αποκλεισμού και προσπάθειας εξάλειψης του ιού. Όσο κοινότυπο κι αν ακούγεται, αν με κρατική πρωτοβουλία δεν υπάρξει αραίωση του πληθυσμού με μέτρα για τις συγκοινωνίες, τους εργασιακούς χώρους και τα σχολεία, η μονοθεραπεία των περιοριστικών μέτρων πάει στράφι. Βρίσκεται από μέρος της λύσης, στο πρώτο κύμα, να αποτελεί τελικά μέρος του προβλήματος. Η κατακόρυφη αύξηση της χρήσης ψυχοφαρμάκων δεν βρίσκει ποτέ τελικά το δρόμο της για τα πρωτοσέλιδα του συστημικού Τύπου, παρά μόνο για κάποια άρθρα αθλητικών εφημερίδων ή sites μικρής επισκεψιμότητας. Η κυβέρνηση μείωσε νωρίτερα τις χειρουργικές αίθουσες και τα εξωτερικά ιατρεία, συνηγορώντας στην απογείωση της non-Covid θνησιμότητας.
Η «στα όρια του ανθρωπίνως δυνατού» ενίσχυση που επικαλείται η κυβέρνηση, μετριέται σε επίσημη πλέον μονοθεματική λειτουργία ολόκληρων νοσοκομείων, πυλώνων του προγράμματος εφημερίας, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό του Ερυθρού Σταυρού. Η καθημερινή ενημέρωση, μόνο κατ’ επίφαση μπορεί να χαρακτηριστεί «επιδημιολογική επιτήρηση» αφού λιγότερο από 1/5 από τα κρούσματα βρίσκεται τελικά συσχετιζόμενο με γνωστό κρούσμα. Βιώνουμε μια ελεγχόμενη ανοσία της αγέλης, που έγινε ανεξέλεγκτη.
Η συζήτηση για το περιβόητο «άνοιγμα της αγοράς» και τις «βαλβίδες εκτόνωσης» είναι η σιωπηρή παραδοχή πως πέντε μήνες περιορισμού μετακινήσεων, με το αντίκτυπο που έφεραν, απέτυχαν παταγωδώς λόγω της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να επιμείνει στο στρατηγικό της σχέδιο για αποψίλωση κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους στην υγεία, την παιδεία και την εργασία. Χρησίμευσε μάλλον περισσότερο σε μια συνθήκη έκτακτης ανάγκης, που εξυπηρέτησε τη σωρηδόν ψήφιση νόμων, τη συγκάλυψη γεγονότων και απευθείας αναθέσεων. Είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας περιορισμού της νόσου και της ενίσχυσης του ΕΣΥ που χρειαζόταν και «σύρσιμο» πίσω από δημοσκοπικές έρευνες. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ετοιμάζεται να ρίξει το γάντι στις περιορισμένες αντοχές του κόσμου κι όχι στις δικές της ανεπάρκειες. Η επικοινωνιακή διαχείριση, δεν έγινε απλά αντί της ουσιαστικής, έγινε και γίνεται κάθε μέρα σε βάρος της.
Η κυβέρνηση δεν θέλει και δεν μπορεί
Συμπερασματικά, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν θα μπορούσε τελικά να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την ορθή αντιμετώπιση της πανδημίας. Κυρίως επειδή αυτά αντιβαίνουν σε ό,τι αυτή στρατηγικά εκπροσωπεί. Η πρόφαση πως «δεν υπάρχουν άλλοι γιατροί στις λίστες των επικουρικών» που οδηγεί στην τελική επίταξη κάποιων ιδιωτών ιατρών, επισημαίνει λίγο έως πολύ πως από εδώ και στο εξής οι λύσεις στα προβλήματα του Εθνικού Συστήματος Υγείας θα γίνονται με ad hoc διαδικασίες, αντί μιας διαρκούς και ποιοτικής ενίσχυσης. Η απογραφή που εμφανίζει 1680 λιγότερους μόνιμους εργαζόμενους στο ΕΣΥ, είναι απόδειξη πως υπάρχει ένα εντεινόμενο κύμα συνταξιοδοτήσεων. Ο αριθμός αυτός θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος, αν μια σειρά συναδέλφων δεν ήταν σε παράταση θητείας λόγω της πανδημίας. Οποιεσδήποτε μόνιμες προσλήψεις θα ήταν αδύνατο να λιμνάσουν σε βάθος λίγων χρόνων. Το ΕΣΥ είναι γνωστό καιρό τώρα πως εκτός από υποστελεχωμένο είναι και γερασμένο. Αν τον επόμενο καιρό δεν υπάρξουν συνθήκες και κίνητρα που θα αντιστρέψουν το brain drain, που θα τραβήξουν το νέο κόσμο στο ΕΣΥ, τότε το επίπεδο των υπηρεσιών υγείας θα έχει ήδη χτυπηθεί στην καρδιά του.
Η δήλωση γνωστού δημοσιογράφου, άλλωστε, πως οι προσληφθέντες μετά την πανδημία δεν θα είναι χρήσιμοι, είναι ενδεικτική του ότι ο φιλελεύθερος εσμός δεν θέλει απλά να τελειώνει με τη στελέχωση του ΕΣΥ, αλλά θέλει να το κάνει και με γρήγορους ρυθμούς. Τα νέα αρνητικά ρεκόρ που καθημερινά βλέπουμε, είτε διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ, είτε εισαγωγών είναι η πραγματικότητα. Ίσως μαζί τους και οι προϋποθέσεις για να γίνουμε πλέον κυριολεκτικό Μπέργκαμο.