Είναι ευτύχημα που το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δημοσιοποιήθηκε, έστω με καθυστέρηση, ώστε να μπορέσει να ανοίξει προσυνεδριακά ο πολιτικός διάλογος, πέρα και πάνω από τα εσωκομματικά ζητήματα (διεύρυνσης, δημοκρατίας κλπ) ή/και τα ζητήματα των πολιτικών συμμαχιών, στα καυτά θέματα που απασχολούν την ελληνική και ευρωπαϊκή κοινωνία. Γιατί μόνον με σαφή πολιτικό προσανατολισμό και θέσεις για το τι θέλουμε να κάνουμε για την αλλαγή αυτής της κοινωνίας, μπορούν τα μέλη του κόμματος να εξοπλιστούν και να αγωνιστούν αποτελεσματικά και κινηματικά κατά του συντηρητισμού, του αυταρχισμού και του βαρβαρισμού που επιχειρεί σήμερα να επιβάλει η αστική τάξη στην ελληνική κοινωνία.
Από την άλλη, είναι δυστύχημα το ότι το Πρόγραμμα είναι λειψό, αφού δεν συγκεκριμενοποιεί με ποσοτικοποιημένους στόχους, μέσα και χρονοδιαγράμματα όσα προτείνει - πλην ολίγων εξαιρέσεων όπως με τον τομέα της υγείας ή με ορισμένες πτυχές των εργασιακών θεμάτων- ούτως ώστε να γίνεται τεκμηριωμένα σαφές και πειστικό, συμβάλλοντας έτσι στην περίφημη κοινωνική γείωση που έχει ανάγκη ο αγώνας των μελών για εξωστρέφεια και μαζικοποίηση. Και νομίζω αποτελεί παραδοξότητα το γεγονός ότι ενώ πληθαίνουν οι επίσημες εκτιμήσεις για πιθανές εκλογές, το Πρόγραμμα περιορίζεται σε ένα πλαίσιο γενικής ανάλυσης και κατευθυντήριων γραμμών, χωρίς να εξειδικεύεται σε συγκεκριμένες προτάσεις και μέτρα-αιχμές για τη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Η δικαιολογία πως το πρόγραμμα είναι «στρατηγικό» και όχι «προεκλογικό/κυβερνητικό» δεν νομίζω ότι στέκει. Γιατί όπως δεν υπάρχει στρατηγός χωρίς αξιωματικούς και στρατιώτες, έτσι δεν υπάρχει και στρατηγικό σχέδιο χωρίς καθορισμένες τακτικές και συγκεκριμένους ενδιάμεσους στόχους ικανούς να το υλοποιήσουν.
Γενικόλογο και αόριστο
Για παράδειγμα, όπως στον τομέα της υγείας υπάρχει η γενική δέσμευση να αυξηθούν οι κρατικές δαπάνες από 5% σε 7% του ΑΕΠ ώστε να φθάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσον όρο, έτσι θα έπρεπε να υπάρχουν και ανάλογες δεσμεύσεις στους τομείς της παιδείας, του πολιτισμού και των αμυντικών δαπανών. Ή εκεί που το πρόγραμμα μιλά για δημιουργία θέσεων απασχόλησης και μείωση του ποσοστού ανεργίας, όφειλε να θέσει συγκεκριμένους στόχους για το πόσες θέσεις εργασίας σκοπεύει να δημιουργήσει και πως συμβάλλοντας κατά τόσες ποσοστιαίες μονάδες στη μείωση της ανεργίας.
Για παράδειγμα, για τη φάση εξόδου και ανάκαμψης από την κρίση της πανδημίας το πρόγραμμα υπόσχεται «ισχυρά προγράμματα επιδότησης της διατήρησης θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό και κοινωνικό τομέα», αλλά δεν εξηγεί τι σημαίνουν αυτά τα «ισχυρά προγράμματα». Παρομοίως δεν εξηγεί τι σημαίνει «αναβάθμιση και αύξηση της κλίμακας των προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας». Κατόπιν αναφέρει σειρά παρεμβάσεων για την φάση «μετά τη σταθεροποίηση της ανάκαμψης», χωρίς να προσδιορίζει το μέτρο της σταθεροποίησης αυτής.
Αντίστοιχα γενικόλογο και αόριστο είναι το πρόγραμμα όταν μιλά πχ για εργασιακές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις αναφέροντας απλώς την «αναδιαμόρφωση της κλίμακας φορολογίας φυσικών προσώπων», τη «μείωση του ΦΠΑ σε αγαθά κι υπηρεσίες που καλύπτουν βασικές ανάγκες», τον «επανασχεδιασμό του συστήματος εισοδηματικής στήριξης των ανέργων», τη «μεταρρύθμιση και εξορθολογισμό του συστήματος επαγγελματικής κατάρτισης» ή το «σχέδιο προώθησης και στήριξης της αλληλέγγυας οικονομίας» ή την «περαιτέρω αναβάθμιση του Μηχανισμού Διάγνωσης Αναγκών της αγοράς εργασίας». Δεν νοείται ένα πρόγραμμα να υπόσχεται γενικούς σχεδιασμούς και αλλαγές που… θα κάνει στο μέλλον. Για να γίνει όπλο πειθούς στα χέρια των μελών και εργαλείο διεύρυνσης και επαφής με την κοινωνία, το πρόγραμμα πρέπει όλα τα παραπάνω να τα κάνει ταληράκια και αριθμούς, αλλιώς ηχούν σαν πυροτεχνήματα και γυρνούν μπούμερανγκ εναντίον μας με τη βοήθεια της αστικής προπαγάνδας.
Σε ποιο πλαίσιο εντάσσεται;
Αυτός ο γενικόλογος χαρακτήρας του προγράμματος είναι μία μεγάλη αδυναμία που του στερεί σε τεκμηρίωση, χρώμα, νεύρο και ελκυστικότητα. Κατά τα άλλα, έχουμε ένα αριστερό πρόγραμμα θετικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, με στόχο την βελτίωση της θέσης εργασίας σε σχέση με το κεφάλαιο που αποσκοπεί συγχρόνως στη «βιώσιμη, πράσινη και δίκαιη χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη». Τους τελευταίους αυτούς χαρακτηρισμούς συμμερίζεται, ωστόσο, και η νεοφιλελεύθερη ΕΕ, κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει για τον αριστερό ριζοσπαστισμό του προγράμματος και το κατά πόσο οι θετικές μεταρρυθμίσεις του (πχ δημοκρατικός σχεδιασμός, ενίσχυση κοινωνικού κράτους, στροφή στις ΑΠΕ, προοδευτική φορολογία, επαναφορά συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αύξηση κατώτατου μισθού, πιλοτική μείωση εργάσιμου χρόνου κ.α.), μπορούν να πετύχουν το στόχο της βιώσιμης, δίκαιης και πράσινης ανάπτυξης όταν οι επίσημες ευρωπαϊκές και εθνικές προσπάθειες έχουν ως τώρα αποτύχει.
Επιπλέον, με στρατηγικούς όρους, ένα αριστερό ριζοσπαστικό πρόγραμμα δεν μπορεί να έχει ως βασικό του προορισμό την αντιπαράθεση με την ΝΔ και την κυβέρνησή της (Σταθάκης, «Εποχή», 13-14/2/2021), αλλά τις ανάγκες της κοινωνίας και τα μέσα μετασχηματισμού της σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Γι’ αυτό ακριβώς και η λογική μιας απλής αναστροφής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής – όπως συχνά και φυσιολογικά λέγεται – δηλαδή η πολιτική τερματισμού της λιτότητας μέσω της εφαρμογής κοινωνικών πολιτικών τόνωσης της ζήτησης (στο στενό πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας), προσφέρει μεν ανάσες στην οικονομική δραστηριότητα και στο επίπεδο διαβίωσης μισθωτών και ΜμΕ μεταθέτοντας τα προβλήματα στο μέλλον (βλ ελλείμματα και νέα χρέη από δανεισμό), όμως δεν οδηγεί σε στρατηγική έξοδο από την κρίση και την λειτουργία της κεφαλαιακής συσσώρευσης η οποία προκαλεί την κρίση.
Η δε άποψη ότι με τη Νέα Νομισματική Θεωρία το Κράτος μπορεί να τυπώνει όσο θέλει από το νόμισμά του και να χρηματοδοτεί ανεμπόδιστα τα ελλείμματα και τα χρέη που προκαλεί η επεκτατική κεϋνσιανή πολιτική αύξησης των κοινωνικών δαπανών και των δημοσίων επενδύσεων (ομιλία Σταθάκη στο ΕΝΑ, 16-12-2020), πέραν των άλλων προβλημάτων που συνεπάγεται η θεωρία αυτή (πχ αύξηση πληθωρισμού, κερδοσκοπία αγορών, υποτίμηση νομίσματος κ.α.), ξεχνά ότι στην ελληνική περίπτωση δεν είναι το ελληνικό κράτος που τυπώνει χρήμα αλλά η ΕΚΤ, το δε ελληνικό δημόσιο έλλειμμα και χρέος υπόκειται στους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας που δεν προβλέπεται να αλλάξει σύντομα και ουσιαστικά. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που το πρόγραμμα οφείλει να είναι κοστολογημένο και να έχει σαφείς ποσοτικούς στόχους και μέσα υλοποίησης.
Δεν στοιχειοθετείται μια στρατηγική διεξόδου
Επίσης, η τόνωση της ζήτησης δεν αποτελεί πανάκεια για μία αριστερή οικονομική πολιτική, καθώς σε μία αδύναμη παραγωγικά οικονομία - όπως η ελληνική - ενισχύει κυρίως τις εισαγωγές προκαλώντας εκτός από δημόσια και εξωτερικά ελλείμματα, όπως και νέες ανισορροπίες στη δανειακή χρηματοδότησή τους (ελλείψει εθνικού νομίσματος για υποτίμηση) και μάλιστα σε συνθήκες που, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει τη διακυβέρνηση, το ταμειακό απόθεμα θα είναι μειωμένο κατά 50% τουλάχιστον.
Αντίστοιχα, η έμφαση που το πρόγραμμα δίνει στην αναδιανομή των εισοδημάτων, θέτει σε δεύτερη μοίρα τον παραγωγικό οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό που είναι το μείζον σε κάθε προσπάθεια συστημικής αλλαγής. Το μετασχηματισμό αυτό το Πρόγραμμα συνδέει σχεδόν αποκλειστικά με την πράσινη ανάπτυξη και τις νέες τεχνολογίες (ψηφιοποίηση, 4η Βιομηχανική Επανάσταση) και όχι με τις παραγωγικές σχέσεις καθαυτές και την ανάγκη κοινωνικής χειραφέτησης.
Από την άποψη αυτή, οι δύο βασικές προτάσεις στις οποίες σχεδόν εξαντλείται η φιλοσοφία του προγράμματος, δηλαδή η πράσινη μετάβαση/ανάπτυξη και η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων δεν φαίνεται να στοιχειοθετούν «μία στρατηγική για την καλύτερη διέξοδο από την κρίση» (Σταθάκης, ο.π.). Πρώτο, γιατί στην πηγή της οικονομικής κρίσης δεν βρίσκονται οι ανισότητες αλλά το κυνήγι του κέρδους μέσω της άναρχης λειτουργίας των αγορών. Δεύτερο, γιατί ο πράσινος μετασχηματισμός οικονομίας και κοινωνίας δεν οδηγεί αναγκαία σε κάποιου είδους μεγέθυνση, δεδομένου ότι αναπτύσσει ορισμένες νέες παραγωγικές δομές, αλλά συγχρόνως καταστρέφει ή πρέπει να καταστρέψει άλλες επί των οποίων βασίστηκε η έως τώρα ανάπτυξη. Αν δεν το κάνει αυτό και διατηρήσει τις παλιές δομές, τότε μπορεί να συντηρήσει κάποια ανάπτυξη αλλά δεν θα είναι πράσινη, όχι τόσο πράσινη δηλαδή όσο χρειάζεται για να σωθεί ο πλανήτης από την οικολογική καταστροφή.
Επιπλέον, της καθ’ όλα σωστής προγραμματικής ιδέας περί συμπεριληπτικής ανάπτυξης, δηλαδή μιας διαδικασίας συμμετοχής και σχεδιασμού «από τα κάτω» μέσω της ενεργοποίησης των περιφερειακών και τοπικών θεσμών, των ενεργειακών κοινοτήτων, της κοινωνικής οικονομίας, του συνεταιριστικού κινήματος ή ακόμη και αυτοδιαχειριστικών εγχειρημάτων σε χρεοκοπημένες και εγκαταλειμμένες επιχειρήσεις, δεν φρόντισε το πρόγραμμα να προτάξει μία αποτίμηση της σχετικής εμπειρίας και δράσης όλων αυτών των πρωτοβουλιών κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Το πόσο, δηλαδή, απέδωσαν στην αναπτυξιακή ενεργοποίηση των τοπικών κοινωνιών τα περιφερειακά συνέδρια, το αν χρηματοδοτήθηκαν επαρκώς και εάν βοήθησε τις ενεργειακές κοινότητες η συμμετοχή επιχειρήσεων σε αυτές, το πόσο αναπτύχθηκαν οι ΚΟΙΝΣΕΠ και εξαπλώθηκε η κοινωνική οικονομία στη χώρα μας και που σκόνταψαν οι απόπειρες αυτοδιαχείρισης επί ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτά τα καυτά ζητήματα του απολογισμού δεν φαίνεται να ασχολείται σοβαρά το πρόγραμμα.
Τέλος, ένα σημαντικό έλλειμμα που πιστεύω ότι έχει το πρόγραμμα αφορά τις προτάσεις για τον ανασχεδιασμό της ευρωπαϊκής ενοποίησης και την ανάπτυξη των κινημάτων (εργατικού συνδικαλισμού, φεμινιστικού κ.α.) σε συνδυασμό με την επεξεργασία και πρόταξη σοσιαλιστικών πολιτικών. Σημεία τα οποία μαζί με την πράσινη ανάπτυξη οφείλουμε προσεχώς να πραγματευτούμε ξεχωριστά και, ενδεχομένως, να εμπλουτίσουμε έτσι το πρόγραμμα.