Η βαθιά ανησυχία της κυβέρνησης για την κακή κατάσταση της οικονομίας, κάτι για το οποίο της αναλογούν σημαντικές ευθύνες, την οδηγεί πλέον σε πανικόβλητες και, εν δυνάμει, επικίνδυνες κινήσεις όπως είναι το άνοιγμα της αγοράς και του τουρισμού εν μέσω του τρίτου, σφοδρού, κύματος της πανδημίας.

Την ίδια στιγμή, ο πρωθυπουργός και το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο επιχειρούν να δημιουργήσουν μια υπεραισιόδοξη εικόνα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όταν έχουν διαψευστεί σε όλες, σχεδόν, τις προβλέψεις τους και παράλληλα πλήθος αναλυτών εμφανίζεται σαφώς πιο μετρημένο στις εκτιμήσεις του για τη μελλοντική πορεία των πραγμάτων.

 

Φρούδες… προβλέψεις

 

Το σίγουρο είναι ότι το πρώτο τρίμηνο του 2021 ήταν εφιαλτικό και στην οικονομία, ενώ ήδη εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις για τα οικονομικά μεγέθη και του δεύτερου τριμήνου καθιστώντας εκτός τόπου και χρόνου το στόχο του φετινού προϋπολογισμού για ρυθμό ανάπτυξης 4,8%. Ήδη το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή εκτιμά ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης το 2021 δεν θα ξεπεράσει το 2,7%.

Τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν κάλυψαν τις απώλειες που υπέστησαν εργαζόμενοι και επιχειρήσεις σε βασικούς κλάδους της οικονομίας. Κάτι που αποτυπώνεται τόσο στα οικονομικά μεγέθη όσο και σε αυτό που βιώνει η ίδια η κοινωνία. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το 76,1% θεωρεί πως τα οικονομικά μέτρα στήριξης που έλαβε η κυβέρνηση είναι ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή, με τους ανέργους να εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό αρνητικής αξιολόγησης.

Το ίδιο δύσπιστη εμφανίζεται η κοινωνία και στον ισχυρισμό του πρωθυπουργού και άλλων κυβερνητικών στελεχών ότι από το καλοκαίρι και μετά θα δούμε την αναπτυξιακή εκτίναξη της χώρας (η γνωστή θεωρία του ελατηρίου) με τη βοήθεια και των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, οι 8 στους 10 (79,9%) θεωρούν ότι η οικονομική κρίση θα διαρκέσει τουλάχιστον 2 χρόνια.

 

Καταθέσεων αφήγημα

 

Και δεν είναι τυχαίο που δυσπιστεί η κοινωνία όταν το νέο αφήγημα του «ενάρετου κύκλου» (παρόμοιες εκφράσεις διατυπώνονταν και τη δεκαετία του 2000) στηρίζεται σε αβέβαια δεδομένα όπως είναι η ανάλωση των καταθέσεων, που συσσωρεύτηκαν τον τελευταίο χρόνο, σε κατανάλωση και επενδύσεις και η ταχεία ανάκαμψη του τουρισμού.

Πράγματι, η άνοδος των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, την περίοδο Μαρτίου 2020-Φεβρουαρίου 2021, ανήλθε συνολικά σε 21,2 δισ. ευρώ (σύνολο μηνιαίων καθαρών ροών), γεγονός που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη συγκράτηση των δαπανών τόσο από την πλευρά των νοικοκυριών, όσο και από την πλευρά των επιχειρήσεων, εξαιτίας της αυξημένης αβεβαιότητας που υπάρχει, λόγω της πανδημίας, για την απασχόληση, τα μελλοντικά εισοδήματα και τη ρευστότητα. Όμως ποιος ποντάρει ότι όλο αυτό το ποσό θα αναλωθεί από το καλοκαίρι και μετά; Ναι, ένα μέρος θα κατευθυνθεί στην συμπιεσμένη κατανάλωση κατά το πρώτο διάστημα. Όμως, όπως επισημαίνουν αναλυτές, μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεων της τελευταίας περιόδου αφορά νοικοκυριά υψηλών εισοδημάτων τα οποία εμφανίζουν μικρότερη ροπή για κατανάλωση σε σύγκριση με τα φτωχότερα νοικοκυριά στα οποία δεν παρατηρήθηκε τόσο σημαντική αύξηση καταθέσεων. Επίσης, πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις μπορεί να χρησιμοποιήσουν τις καταθέσεις για αποπληρωμή δανείων και υποχρεώσεων ή απλά να τις αφήσουν απείραχτες αν επικρατήσει αβεβαιότητα για το μέλλον.

 

Φόβοι για τον τομέα του τουρισμού

 

Στον τομέα του τουρισμού ο στόχος που έχει τεθεί, άτυπα, είναι τα σχετικά έσοδα να ανέλθουν φέτος στα 8-9 δισ. ευρώ, έναντι 4,3 δισ. ευρώ πέρυσι και 18,4 δισ. ευρώ το 2019. Όμως η αργή πορεία του εμβολιασμού πανευρωπαϊκά και η έξαρση της πανδημίας σε χώρες που αποτελούν τις βασικές τουριστικές αγορές της Ελλάδας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα χαθεί και το δεύτερο τρίμηνο με την ανάκαμψη να αναμένεται από το γ΄ τρίμηνο. Η επάνοδος δε, στα προ της πανδημίας επίπεδα δεν θα συμβεί προ του 2023-24 καθώς εκφράζεται ο φόβος για μία μόνιμη αλλαγή των τουριστικών συνηθειών με έμφαση πλέον στους εσωτερικούς προορισμούς.

Επιπρόσθετα, όπως αναφέρει σχετική πανευρωπαϊκή έρευνα της Deloitte, η οικονομική δυσχέρεια και τα προβλήματα στον ξενοδοχειακό κλάδο, λόγω της καθυστερημένης ανάκαμψης, θα οδηγήσουν σε αναγκαστικές πωλήσεις ξενοδοχειακών μονάδων και επιχειρήσεων σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με το φαινόμενο να είναι πιο έντονο στην Ισπανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Πορτογαλία και στην Ιταλία, ενώ η Ελλάδα ακολουθεί σε ένα δεύτερο επίπεδο, μαζί με χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιρλανδία.

Σε ό,τι αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης, διατυπώνονται ζωηρές επιφυλάξεις και διαφωνίες για την ορθή αναπτυξιακή στόχευση και τη συνολικότερη διαχείριση του «ελληνικού πακέτου» των 32 δισ. ευρώ (ανυπαρξία διαβούλευσης με κόμματα και φορείς, ωφελημένες μεγάλες επιχειρήσεις και ορισμένοι μόνο κλάδοι, απουσία στήριξης σε άλλους κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας, αναπαραγωγή του ίδιου μοντέλου, σύνδεση με μνημονιακές μεταρρυθμίσεις κλπ). Πέραν αυτών όμως έχουν προκύψει και άλλα ζητήματα όπως είναι η απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας να εξετάσει προσφυγή κατά του Ταμείου Ανάκαμψης, εξέλιξη που ενδέχεται να μεταθέσει για τα τέλη του 2021 ή τις αρχές του 2022 την πολυπόθητη προκαταβολή των 4 δισ. ευρώ, έναντι του Αυγούστου που επιθυμεί η κυβέρνηση.

Μέσα σε όλα αυτά ακόμη και οι θετικές ειδήσεις έχουν πολλά «αλλά». Για παράδειγμα, τα δεδομένα της τελευταίας έρευνας της HIS Markit έδειξαν μεν βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών του ελληνικού μεταποιητικού τομέα κατά το μήνα Μάρτιο, όμως ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν οριακός σε γενικές γραμμές και αισθητά βραδύτερος από τους ρυθμούς που παρατηρήθηκαν πριν την έξαρση της πανδημίας. Σύμφωνα με τη Siân Jones, οικονομολόγο στην IHS Markit, «οι μειώσεις της παραγωγής και των νέων παραγγελιών διατηρήθηκαν, καθώς ήταν δύσκολη η ανοδική πορεία της ζήτησης από το εσωτερικό και το εξωτερικό».

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet