Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Το σταδιακό άνοιγμα της κοινωνίας μόνο ως κάτι θετικό μπορεί να ιδωθεί. Όχι με υγειονομικούς όρους. Με όρους ζωής. Το γεγονός, όμως, πως το άνοιγμα έρχεται ακριβώς τη στιγμή της εκτίναξης του αριθμού των κρουσμάτων και της κατάρρευσης των νοσοκομείων της χώρας περιγράφει την ολοκληρωτική αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής. Και ταυτόχρονα τη συνεχιζόμενη ανευθυνότητά της. Όσο η ανευθυνότητα αυτή συνεχίζει να φιλτράρεται από τον αριθμό των νεκρών και των διασωληνωμένων, η ανευθυνότητα μετατρέπεται σε κυνισμό. Και ο κυνισμός σε τέτοια κλίμακα και έκταση δεν μπορεί να περιγραφεί παρά μόνο ως έγκλημα. Όμως η πολιτική σημασία των γεγονότων δεν μπορεί να μείνει σε μια καταγγελία μιας εξαιρετικά κακής διαχείρισης. Ακριβώς γιατί οι επιπτώσεις της διαχείρισης αυτής έφτασαν σε πολύ μεγαλύτερα βάθη από αυτά της αποτυχίας.
Αυτό που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες είναι μια υπαρξιακή επαναδιαπραγμάτευση του πολιτικού ως πεδίου και ως φαινομένου. Όχι μια σειρά μέτρων απέναντι στα οποία καλούμαστε να τοποθετηθούμε με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο αλλά κάτι βαθύτερο. Είναι οι όροι με τους οποίους ζούμε στις κοινωνίες στις οποίες ζούμε. Το τι σημαίνει δημοκρατία και τι εργασία, το τι σημαίνει υγεία και το τι σημαίνουν τα δικαιώματα, το τι σημαίνει ιδιωτικό και τι δημόσιο. Το παλιό καλό αστείο σύμφωνα με το οποίο «κάποιος μπορεί πιο εύκολα να φανταστεί το τέλος του κόσμου από το τέλος το καπιταλισμού» δεν ισχύει πια. Ακριβώς γιατί η τεράστια παρένθεση της πανδημίας αποτέλεσε ένα τέλος και όχι μια παύση. Είναι μια ακτινογραφία στην οποία γίνονται ορατά όλα όσα κρατούν όρθια σαθρά κράτη σαν το δικό μας: ο κυνισμός, ο αυταρχισμός, η έλλειψη μέριμνας, η χειραγώγηση. Ένα τέλος που ταυτόχρονα υπόσχεται τη συνέχειά όταν περάσει η μπόρα. Ακριβώς για να μην γίνει ορατό ως τέλος. Είναι ένα όριο το οποίο ξεπεράστηκε. Όχι μια κατάρρευση ενός μοντέλου, αλλά μια στιγμή όπου η απότομη στροφή προς την μία ή προς την άλλη κατεύθυνση προκύπτει από αντικειμενικές συνθήκες.
Το μόνο σίγουρο είναι πως ο κόσμος μετά την πανδημία δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος. Ακριβώς γιατί τα ριζικά ερωτήματα όχι απλώς τέθηκαν, αλλά βιώθηκαν. Και βιώθηκαν μαζικά ακόμα και ασυναίσθητα. Η παρατεταμένη επιτήρηση και ο κλιμακούμενος αυταρχισμός είναι απλώς κάποια από τα συγκροτητικά στοιχεία της μίας από τις δύο κατευθύνσεις που μπορεί να πάρει η στροφή. Οι μαζικές απαντήσεις σε αυτές ακριβώς τις εκφάνσεις είναι ταυτόχρονα και στοιχεία προς την άλλη κατεύθυνση της στροφής.
Οποιαδήποτε κριτική λοιπόν από εδώ και πέρα δεν θα έχει κανένα νόημα αν παραμένει στην επιφάνεια των πραγμάτων, αν απαντά απλώς στους όρους διαχείρισης. Μια επί της ουσίας κριτική, οφείλει να περιλαμβάνει και την αλλαγή παραδείγματος. Έστω στα επιμέρους στοιχεία που διαμορφώνουν την σημερινή πραγματικότητα. Στην υγεία ως δημόσιο αγαθό και δικαίωμα ανεξάρτητα από οποιοδήποτε κόστος, στα δημοκρατικά δικαιώματα ως απαράβατο συμβόλαιο ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες του, στην μέριμνα ως μόνο ουσιαστικό στόχο ενός κράτους και αποστολή μιας κυβέρνησης. Όλα τα υπόλοιπα ακούγονται απλώς ως θόρυβος απέναντι σε ήδη τετελεσμένα γεγονότα.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης για άνοιγμα της κοινωνίας με μοναδικό στόχο την ομαλή διεξαγωγή της τουριστικής σεζόν αποτελεί συνέχεια του λοκντάουν με άλλα μέσα. Είναι ο ίδιος εφαρμοσμένος κυνισμός που έκλεψε έναν χρόνο από τη ζωή μας και δεν φρόντισε ώστε οι απώλειες των ανθρώπινων ζωών να παραμείνουν στο ελάχιστο. Πρέπει λοιπόν να γίνει ορατό πως η εξατομίκευση της ευθύνης με όρους κρατικής εγκατάλειψης, η απόλυτη απουσία του κράτους με μια περίθαλψη που ουσιαστικά παύει αφού συναντά τα όριά της, ο αυταρχισμός ως απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση δεν αποτελούν απλώς στοιχεία μιας κακής διαχείρισης που απλώς μπαίνει στη νέα φάση της. Είναι στοιχεία ενός μέλλοντος το οποίο θα αποφευχθεί μόνο αν δημιουργηθούν οι συνθήκες για μια στροφή προς μια αντίθετη κατεύθυνση.