Σε ιστορικά υψηλά βρίσκεται το δημόσιο χρέος της χώρας ξεπερνώντας το 200% του ΑΕΠ ενώ εκτός στόχων βρίσκεται και το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού, καθώς εκτιμάται ότι θα κινηθεί και φέτος σε υψηλά επίπεδα, στο 6% του ΑΕΠ σύμφωνα με το ΔΝΤ και στο 5,3% σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, έναντι του 3,9% που προέβλεπε η κυβέρνηση.
Το δυστύχημα είναι ότι η επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας δεν θωράκισε την ελληνική οικονομία από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Στην Ελλάδα, καταγράφηκε το 2020 η τρίτη υψηλότερη ύφεση στην ευρωζώνη, ενώ και το πρώτο τρίμηνο του 2021 εξελίσσεται με βάση τα δυσμενή σενάρια, καθώς τα μέτρα της κυβέρνησης ήταν και είναι αποσπασματικά, όχι εμπροσθοβαρή και με τη λογική του «βλέποντας και κάνοντας». Επιπλέον, όπως έχει επισημάνει το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, θα μπορούσαν να είχαν γίνει περισσότερα σε όρους δημόσιας κατανάλωσης και επενδύσεων, ειδικά στους τομείς της δημόσιας υγείας, της εκπαίδευσης και των μαζικών μεταφορών που θα προσέφεραν αποτελεσματικότερη υγειονομική προστασία, θα συνεισέφεραν περισσότερο στο ρυθμό μεγέθυνσης και θα αναβάθμιζαν την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών.
Το πρόγραμμα κρατικών ομολόγων
Η χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων το 2021 και, μάλλον, το 2022 και η συνέχιση του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ μέχρι τον Μάρτιο του 2022, αποτελούν προσωρινές βαλβίδες αποσυμπίεσης. Κάτι απαραίτητο από τη στιγμή που οι δημοσιονομικές δαπάνες, που σχετίζονται με την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, αναμένεται να ξεπεράσουν τα 15 δισ. ευρώ τη φετινή χρονιά έναντι 7,6 δισ. ευρώ που προέβλεπε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Μέχρι σήμερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP, έχει αγοράσει ελληνικά κρατικά ομόλογα αξίας σχεδόν 22 δισ. ευρώ, ενώ μπορεί να αγοράσει άλλα 15 δισ. ευρώ μέχρι τον επόμενο Μάρτιο, κρατώντας σε χαμηλά επίπεδα τις αποδόσεις των κρατικών τίτλων και διευκολύνοντας την έξοδο της χώρας στις αγορές. Τους πρώτους τρεις μήνες δανεισθήκαμε ποσό της τάξης των 8 δισ. ευρώ και αναμένεται να αντλήσουμε συνολικά τουλάχιστον 12 δισ. ευρώ.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε και το σωτήριο «μαξιλάρι» που άφησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο σήμερα κινείται λίγο υψηλότερα από τα 30 δισ. ευρώ.
Κλείνουν σταδιακά οι βαλβίδες αποσυμπίεσης
Όμως από το 2022 και μετά τα ψέματα τελειώνουν, καθώς οι δημοσιονομικές και νομισματικές βαλβίδες αποσυμπίεσης θα κλείσουν σταδιακά και τότε η Ελλάδα, η Ευρώπη αλλά και ολόκληρος ο κόσμος θα βρεθεί αντιμέτωπος με βουνά δημόσιων και ιδιωτικών χρεών, τα οποία ναι μεν προϋπήρχαν αλλά κυριολεκτικά εκτοξεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας φτάνοντας στα υψηλότερα μεταπολεμικά επίπεδα. Και τότε θα πρέπει να γίνουν οι μεγάλες επιλογές για το ποιοι και πώς θα πληρώσουν το λογαριασμό.
Στη χώρα μας όλοι γνωρίζουν ότι παρά τα παχιά λόγια περί εκτίναξης της ανάπτυξης μετά την πανδημία, τα σημάδια από την κρίση στην οικονομία θα είναι πιο ορατά μετά την έξοδο από τα μέτρα στήριξης. Αυτό θα σημάνει, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους που είχαν τεθεί το 2018, υπό άλλες βέβαια συνθήκες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέλθει στο 0,3% του ΑΕΠ το 2022 και θα κινηθεί στα επίπεδα του 1-1,5% του ΑΕΠ από το 2023 και μετά, δηλαδή χαμηλότερα από το 2,2% κατά μέσο όρο του ΑΕΠ που είχε συμφωνηθεί το 2018.
Και το δημόσιο χρέος οδεύει σε μη βιώσιμα μονοπάτια, παρά τη μεγάλη ανάσα που έδωσε η ελάφρυνση του 2018. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το χρέος θα φτάσει φέτος στο 210,1% του ΑΕΠ και αναμένεται με ενδιαφέρον το Μάϊο η επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που θα συντάξει η Κομισιόν, στο πλαίσιο της 10ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης.
Χρέη πανδημίας
Την ίδια στιγμή, οι «κόκκινες» οφειλές των ιδιωτών προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις διαμορφώθηκαν στο τέλος του 2020 στα 242,6 δισ. ευρώ. (108,1 δισ. στην εφορία, 37,5 δισ. στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δισ. στις τράπεζες και 38,9 δισ. στις εγχώριες Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις).
Το θετικό είναι ότι η κρίση της πανδημίας ανέδειξε την ανάγκη αλλαγής του υπό αναστολή Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ώστε να καταστεί περισσότερο ευέλικτο, ρεαλιστικό και φιλικό προς τις δημόσιες επενδύσεις και τις κοινωνικές δαπάνες. Παράλληλα αυξάνονται οι φωνές που μιλούν για γενναία ρύθμιση ή και διαγραφή των χρεών που δημιουργήθηκαν κατά την πανδημία. Φωνές που δεν περιορίζονται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, όπως μέχρι πρότινος, αλλά περιλαμβάνουν και πολλούς συστημικούς παίκτες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Η συζήτηση άνοιξε
Σε παγκόσμιο επίπεδο, κράτη και διεθνείς οργανισμοί τάσσονται υπέρ της επιβολής ενός ελάχιστου παγκόσμιου φορολογικού συντελεστή στις πολυεθνικές επιχειρήσεις, το δημοσιονομικό σχέδιο Μπάιντεν θα χρηματοδοτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την αύξηση της φορολογίας των εταιρικών κερδών από το 21% στο 28% (όπως επίσης και της φορολόγησης των κερδών που πραγματοποιούν οι αμερικάνικες εταιρίες στο εξωτερικό από το 10,5% στο 21%), ενώ το ΔΝΤ κάλεσε τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τους φόρους στα πλούσια νοικοκυριά και στο κεφάλαιο (ακόμη και μέσω έκτακτων εισφορών) προκειμένου να χρηματοδοτήσουν εκτεταμένες δημόσιες δαπάνες.
Το παιχνίδι και η τελική του κατάληξη είναι, προφανώς, ανοικτά, καθώς οι αντίρροπες δυνάμεις είναι ισχυρές. Αλλά η συζήτηση άνοιξε. Αυτό όμως που δεν αλλάζει είναι ο όψιμος νεοφιλελευθερισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία εμφανίζεται εντελώς εκτός τόπου και χρόνου και μακριά από τις διεθνείς διεργασίες και προβληματισμούς.
Ήδη από το 2019 είχε προχωρήσει σε σημαντικές ελαφρύνσεις στους έχοντες και κατέχοντες, στους εισοδηματίες, στις μεγάλες εταιρίες και στους μεγαλομετόχους, ενώ δεν φαίνεται η πανδημία να την επηρέασε στο ελάχιστο. Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός και το 2021 δεν θα επιβαρυνθούν με εισφορά αλληλεγγύης τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, κεφάλαιο και υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου (ενοίκιο, μερίσματα, τόκοι κ.ά.). Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση θα περιλάβει στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025, που θα υποβληθεί στην ΕΕ στα τέλη Απριλίου, την περαιτέρω μείωση του εταιρικού φόρου στο 20%, από 24% που είναι σήμερα, καθώς και τη μείωση του ανώτατου ορίου μηνιαίου εισοδήματος επί του οποίου επιβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές, κάτι που θα ευνοήσει τα καλοπληρωμένα στελέχη τα λεγόμενα golden boys.