Με έντονα νεοφιλελεύθερο χρώμα τόσο στο σύνολό του, όσο και στις δράσεις που αφορούν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, παρουσιάστηκε από τον πρωθυπουργό πριν από λίγες ημέρες, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης Ελλάδα 2.0. Όπως αναφέρεται επί 34 φορές στο 204 σελίδων σχέδιο, αυτό συνετάχθη με βάση το «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία» της Επιτροπής υπό τον καθηγητή Χρ. Πισσαρίδη (Νοέμβρης 2020). Φυσικά ούτε τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης, ούτε οι κοινωνικοί εταίροι, ούτε οι οικονομικοί και επιστημονικοί φορείς της Ελλάδας έλαβαν μέρος στη διαμόρφωση του Σχεδίου, τακτική που πάγια εφαρμόζει η παρούσα κυβέρνηση.
Ένας από τους στόχους του Σχεδίου είναι να διατεθούν 2,9 δισ. ευρώ σε δράσεις που αφορούν τη διά βίου μάθηση και το εθνικό σύστημα αναβάθμισης δεξιοτήτων (1.040 εκατ. ευρώ), την προώθηση της ποιότητας της καινοτομίας και εξωστρέφειας στα πανεπιστήμια (471 εκατ.), την ανάπτυξη του συστήματος μαθητείας του ΟΑΕΔ (143 εκατ.), τον εκσυγχρονισμό του συστήματος επαγγελματικής κατάρτισης ΟΑΕΔ και ΛΑΕΚ (131 εκατ.), τη μεταρρύθμιση και αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (69 εκατ.), τον ψηφιακό μετασχηματισμό της εκπαίδευσης (364 εκατ.), την προμήθεια εργαστηριακού εξοπλισμού για ΙΕΚ, ΕΠΑΛ (92 εκατ.) κλπ, την ενίσχυση της παιδικής προστασίας (184 εκατ.), τις μονάδες παιδικής μέριμνας σε εργασιακούς χώρους (14 εκατ.), την αναβάθμιση υποδομών ερευνητικών κέντρων (207 εκατ.), την ενίσχυση βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας (140 εκατ.), την ανάπτυξη του προγράμματος ερευνώ - δημιουργώ - καινοτομώ (25 εκατ.) και την αναβάθμιση της καλλιτεχνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (14 εκατ.).
Διαψευσμένες ιδεοληψίες
Το Σχέδιο αναπαράγει μια γνωστή αποτυχημένη ιδεοληψία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου: πως οι εισοδηματικές ανισότητες θα μειωθούν λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης, μέσω του μηχανισμού της αγοράς, χωρίς να χρειαστούν στοχευμένες αναδιανεμητικές πολιτικές στην ενίσχυση του εισοδήματος των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων. Επικεντρώνει δε στην οικονομική ενίσχυση κυρίως μεγάλων επιχειρήσεων. Όμως «καμία θεωρία οικονομικών δεν έχει αποτύχει τόσο, όσο η διαβόητη υπόσχεση των trickle down economics, της υπόσχεσης, δηλαδή, ότι αν οι πλούσιοι γίνουν πλουσιότεροι, σιγά σιγά ο πλούτος θα διαχυθεί και στα μεσαία και λαϊκά στρώματα» (Ευκλείδης Τσακαλώτος, ΑΥΓΗ 4.4.2021).
Στο δε Σχέδιο η «μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων» βασίζεται σχεδόν εξολοκλήρου στον «Άξονα 3.2: Ενίσχυση των ψηφιακών δυνατοτήτων της εκπαίδευσης και εκσυγχρονισμός της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης», που περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις δράσεις που προαναφέραμε. Στο Σχέδιο οι υποτιθέμενες δράσεις για την εκπαίδευση διαπνέονται από τη λογική πως κάθε ευρώ που θα δοθεί, θα συνδέεται με διαρκή αξιολόγηση των πάντων. Όπως και από τη φιλοσοφία της σύνδεσης κάθε λειτουργίας της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, από τη στόχευση για αύξηση της απασχολησιμότητας, των δεξιοτήτων, της κατάρτισης. Δηλαδή από τις απόψεις που πολλές φορές έχει καταθέσει δημόσια ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ).
Τι μόρφωση θέλουμε;
Είναι προφανές τόσο από τη μέχρι στιγμής εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης, όσο και από τις επιλογές της στο Σχέδιο Ελλάδα 2.0, πως είναι έξω από τις προτεραιότητές της η γενική και βασική μόρφωση, η καλλιέργεια που συντελεί μεταξύ άλλων και στην κοινωνικοποίηση των νέων ανθρώπων. Προτάσσει αποκλειστικά την τεχνική και πρακτική διάσταση γνώσεων, που αποσκοπούν στην ανάπτυξη κυρίως πρακτικών δεξιοτήτων, άμεσα συνδεδεμένων με τις οικονομικές και τεχνολογικές δραστηριότητες της παραγωγής και της παροχής υπηρεσιών. Όμως η κάθε «…εργαλειακή εννοιολόγηση και σήμανση της μάθησης, αλλά και του σχολείου, δίνει έμφαση στην εξωτερική αποτελεσματικότητα αυτού εις βάρος της εσωτερικής. Το πρόταγμα της συναρμογής και στοίχισης με την οικονομία, την αγορά και την παραγωγή, αντικειμενοποιεί τελικά τους διδασκόμενους. Σχηματίζεται συχνά η αίσθηση ότι περιρρέει μια διάθεση μετατροπής του εκπαιδευτικού συστήματος από νομιμοποιημένο σύστημα παιδείας σε ένα καλά οργανωμένο σύστημα κατάρτισης» (Νίκος Παπαδάκης, «Εκπαιδευτική Πολιτική», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2003).
Όπως έχουν δείξει έρευνες κυρίως στις ΗΠΑ, η καλλιέργεια που διεθνώς μέχρι σήμερα παρέχει το «παραδοσιακό» εκπαιδευτικό σύστημα, εγγυάται την ύπαρξη ενός ανθρώπινου πλαισίου επικοινωνίας, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για την επίτευξη της (όποιας) μάθησης, αλλά και της κατάρτισης. Όταν δεν υπάρχει αυτή η καλλιέργεια, όταν υπάρχει λειτουργικός αναλφαβητισμός, τα αποτελέσματα προγραμμάτων επανεκπαίδευσης, μόρφωσης και κατάρτισης, με στόχο την κατάληψη θέσεων εργασίας υψηλής τεχνολογίας, είναι πενιχρά (βλ. Jeremy Rifkin, «Το Τέλος της εργασίας και το μέλλον της» , εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α.Λιβάνη, 1996).
Το Σχέδιο Ελλάδα 2.0 φιλοδοξεί αποκλειστικά να ενισχύσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα επικεντρώνει σε δεξιότητες, που θα καλύπτουν τις κατά τεκμήριο βραχυπρόθεσμες και ανά τακτά χρονικά διαστήματα παρωχημένες ανάγκες των επιχειρήσεων. Το εκπαιδευτικό αυτό σύστημα δεν θα ενισχύει το πολιτισμικό κεφάλαιο των νέων ανθρώπων, των μαθητών και φοιτητών (για να θυμηθούμε και τον Μπουρντιέ), αλλά θα βγάζει πειθήνιο (εξ’ ανάγκης) εργατικό δυναμικό. Με γνώσεις αυστηρά εξειδικευμένες και σύμφωνες με τις σημερινές ανάγκες των επιχειρήσεων, που θα είναι ξεπερασμένες σε λίγα χρόνια. Φυσικά αυτό το εργατικό δυναμικό θα είναι αναγκασμένο σε ένα διά βίου κυνήγι κατάρτισης, θα στερείται σημαντικού πολιτισμικού κεφαλαίου και για το λόγο αυτό θα είναι πιο εξαρτημένο και πιο χειραγωγήσιμο.