Κάτι οι εορταστικές εκδηλώσεις για την 200ετηρίδα της Επανάστασης, κάτι η διάσκεψη κορυφής της ΕΕ βοήθησαν να αποσιωπηθεί η απόφανση του τέως ναυτικού ακολούθου των ΗΠΑ στην Ελλάδα, ότι «οι ζητιάνοι δεν διαλέγουν». Με τη ρήση αυτή, ο «φιλέλληνας» Αμερικανός, παρασημοφορημένος από τον Π. Καμένο, υπουργό τότε Άμυνας στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑνΕλ, και για ένα φεγγάρι αντιπρόεδρος στην ελληνοαμερικανική εταιρεία ONEX, από την οποία πολλοί αναμένουν τη σωτηρία των ελληνικών ναυπηγείων, αντέδρασε στις ειδήσεις και τις φήμες σχετικά με τις προτιμήσεις του Π.Ν. για τις νέες φρεγάτες και τη λεγόμενη ενδιάμεση λύση.
Αυτή η ωμή διατύπωση δείχνει πως εκλαμβάνεται η Ελλάδα από τους ξένους εταίρους της: ως μια χρεωκοπημένη χώρα της οποίας η οικονομική και κρατική επιβίωση εξαρτάται από τη γενναιοδωρία των άλλων κρατών. Αυτό εξάλλου το παραδέχεται η ίδια η πολιτική ηγεσία της χώρας χρηματοδοτώντας και συμμετέχοντας στην εορταστική εκδήλωση που διοργανώνει ψηφιακά στις 8 Απριλίου το περιοδικό «Economist» με τίτλο: «Ελλάδα: Διακόσια χρόνια οικονομικής επιβίωσης».
Η συγκατάβαση των Αγγλοσαξώνων μπορεί σήμερα να εκφράζεται χωρίς αναστολές, καθώς η χώρα διέρχεται μια τριπλή κρίση, υγειονομική, οικονομική, εξωτερική, η έκβαση της οποίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το δυναμισμό της οικονομίας της. Σίγουρα, η υγειονομική κατάσταση είναι δραματική σε πάρα πολλές χώρες του πλανήτη μας και οι οικονομικές της συνέπειες προμηνύονται παντού, και στην ΕΕ, δραματικές. Δεν υπάρχει όμως άλλη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία ο υγειονομικός και οικονομικός κίνδυνος συνδυάζεται με την απειλή για την εδαφική της ακεραιότητα, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα. Επίσης, σε καμία άλλη χώρα, εκτός από την Ελλάδα, οι εξελίξεις στην οικονομία δεν επικαθορίζουν σε τέτοιο βαθμό τις εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας και στην εξωτερική πολιτική.
ΝΔ: Συνθήματα και όχι πρόγραμμα
Και όμως, σε μια πρώτη φάση, η εισβολή του κορονοϊού στη χώρα και ο πρώτος εγκλεισμός συγκάλυψαν τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και το ατελέσφορο της κυβερνητικής πολιτικής για την αντιμετώπισή τους. Μέσα στη γενική καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας λίγοι σημείωσαν τότε ότι στο τελευταίο τρίμηνο του 2019, δηλαδή πριν την εκδήλωση της πανδημίας, η αύξηση του ΑΕΠ σχεδόν μηδενίστηκε και πως η οικονομία φαινόταν έτοιμη να διολισθήσει ξανά στην ύφεση. Η αρνητική αυτή εξέλιξη δεν οφειλόταν σε λάθη της κυβέρνησης, η επιβράδυνση της «ανάπτυξης» το 2020 σε σχέση με το 2019 προβλεπόταν στα μοντέλα του ΔΝΤ και της ΕΕ, σε κάθε περίπτωση όμως προειδοποιούσε για το ατελέσφορο της εξαγγελθείσας από τη ΝΔ οικονομικής πολιτικής.
Είναι δύσκολο να διακρίνει κανένας πίσω από τις προεκλογικές εξαγγελίες της ΝΔ ένα «οικονομικό σχέδιο». Τόσο στους «βασικούς άξονες του σχεδίου μας» στο «έτοιμοι να αλλάξουμε την Ελλάδα» του συνεδρίου του 2016 όσο και στο προεκλογικό «το σχέδιό μας» για «ισχυρή ανάπτυξη -αυτοδύναμη Ελλάδα» του 2019 επικρατούσαν τα συνθήματα. Μόνο στο κεφάλαιο «έργα υποδομής», που παρουσιάστηκε σε ομιλία Μητσοτάκη στο ΤΕΕ, αναφερόταν το συνολικό κόστος και ο αριθμός των θέσεων εργασίας που θα δημιουργούνταν χάρη στην υλοποίηση ενός καταλόγου τεχνικών έργων, τα περισσότερα από τα οποία είτε είχαν ήδη ξεκινήσει είτε σχεδιάζονταν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Τα προεκλογικά συνθήματα είχαν ως στόχο τη δημιουργία ενός κλίματος που ελπίζετο πως θα έκανε την Ελλάδα ελκυστική για νέες επενδύσεις. Οι φορολογικές ελαφρύνσεις ήταν το κυριότερο όπλο σε αυτήν την προσπάθεια μαζί με την άρση των διοικητικών, βλέπε αρχαιολογία και περιβάλλον, και νομοθετικών εμποδίων, δηλαδή εργατική νομοθεσία και κοινωνική ασφάλιση, τα οποία θα συναντούσαν στο δρόμο τους οι επιχειρηματίες.
Real estate και «νόμος και τάξη»
Κεντρικό ρόλο σε αυτήν την επιχειρηματολογία έπαιζαν οι αναφορές στο ξεμπλοκάρισμα των τριών «εμβληματικών επενδύσεων» – το Ελληνικό ως «σύμβολο της Νέας Ελλάδας», ο Ελληνικός Χρυσός, η Cosco. Καμία από αυτές τις τρεις επενδύσεις δεν είναι παραγωγική, πρόκειται για συναλλαγές real estate στις οποίες το ελληνικό κράτος προσφέρει γη για να αναπτύξουν οι ιδιώτες δραστηριότητες του τριτογενούς τομέα. Ακόμα και στην περίπτωση της Ελληνικός Χρυσός το αιτούμενο ήταν η απαλλαγή από την υποχρέωση εντόπιας επεξεργασίας του μεταλλεύματος με τρόπο συμβατό με την προστασία του περιβάλλοντος. Η ανάταξη της εθνικής παραγωγής, και επομένως η αύξηση της απασχόλησης και η σταθερή ισορροπία των ισοζυγίων, θα ερχόταν σε επόμενο χρόνο χάρη σε αδιευκρίνιστες επενδύσεις. Το χρονικό αυτό χάσμα άφηνε μεσοπρόθεσμα τη μελλοντική κυβέρνηση της ΝΔ ευάλωτη πολιτικά. Η λύση στο πρόβλημα ήταν τα μέτρα νόμου και τάξης, συμπεριλαμβανόμενης της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου, και η σκληρή στάση απέναντι στους πρόσφυγες. Τα σχετικά κεφάλαια ήταν από τα πιο συγκεκριμένα του προεκλογικού προγράμματος. Επρόκειτο για τις «θεσμικές αλλαγές» που κατά τον M. Βορίδη θα εμπόδιζαν την Αριστερά να επιστρέψει στην εξουσία και αποτελούσαν το μόνο τρόπο για να επιτευχθεί αυτό, αφού δεν ήταν ρεαλιστική η πρόβλεψη ότι η οικονομική πολιτική θα εξασφάλιζε την απαραίτητη ευρεία κοινωνική συναίνεση για τη διαιώνιση της Δεξιάς στην εξουσία. Η επιχείρηση εκρίζωσης της κατά Βορίδη εξισωτικής ιδεολογίας από τους Έλληνες έκανε αναπόφευκτη τη διεύρυνση των ανισοτήτων και τις κοινωνικές συγκρούσεις. Η πολιτική του νόμου και της τάξης ήταν, λοιπόν, απαραίτητο συμπλήρωμα της οικονομικής πολιτικής και η προώθησή της εκμεταλλευόταν και συντηρούσε την ανασφάλεια των μεσοαστικών στρωμάτων καθώς αυτή ήταν η βασική προϋπόθεση για την πρόσδεσή τους στη ΝΔ.
Η πανδημία αποκαλύπτει τις αδυναμίες
Αν υπήρχαν κάποιες ελπίδες για τη γεφύρωση του χρονικού χάσματος ανάμεσα στην κατεδάφιση του προηγούμενου θεσμικού καθεστώτος και την έναρξη της απόδοσης των μελλοντικών επενδύσεων, αυτές διαλύθηκαν με την πανδημία, η οποία επιβεβαίωσε την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Τα προϋπάρχοντα ελλείμματα και οι περιορισμοί που απορρέουν από την κοινοτική εποπτεία περιορίζουν αναγκαστικά τη στήριξη που μπορεί να προσφέρει το δημόσιο ταμείο στους κλάδους της οικονομίας και τους εργαζόμενους. Η πιο δραματική συνέπεια της οικονομικής δυσπραγίας είναι οι ελλείψεις στις υποδομές και τη στελέχωση του ΕΣΥ που έχουν στοιχίσει χιλιάδες ζωές και οι οποίες δεν οφείλονται μόνον στη μεροληψία της σημερινής κυβέρνησης υπέρ του ιδιωτικού τομέα της υγείας. Η παράλληλη με την πανδημία ένταση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο αποκάλυψε τις συνέπειες που είχαν για τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων η αποβιομηχάνιση των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών και η λιτότητα της περιόδου 2010-2019. Κατά παράδοξο τρόπο οι επικίνδυνες καταστάσεις που ανέκυψαν στην υγεία και την εθνική άμυνα δεν οδήγησαν σε έναν ουσιαστικό προβληματισμό για τους λόγους που το ελληνικό κράτος δυσκολεύεται να απαντήσει στις εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις των ημερών. Αντίθετα, η δημόσια συζήτηση δίνει την εντύπωση ότι το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας έχει εκληφθεί πως συνεπάγεται την άρση των νόμων της καπιταλιστικής οικονομίας, κάτι που μόνο εν μέρει και προσωρινά ισχύει. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει κανένας τις απροϋπόθετες κριτικές για την ανεπάρκεια της στήριξης από το Δημόσιο των επιχειρήσεων και των εργαζομένων ή τις συνεχείς προτάσεις για νέους εξοπλισμούς.
Η σύμπτωση των τριών κρίσεων διέλυσε την εικόνα της τεχνητής αισιοδοξίας που είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει η κυβέρνηση στους πρώτους μήνες της θητείας της και η αντίδρασή της στις εξελίξεις χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη νευρικότητα. Έχουν πληθύνει οι κακοφωνίες και οι γκάφες των μελών της, οι παλινωδίες στις κυβερνητικές αποφάσεις για διάφορα θέματα, και ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, με αποτέλεσμα οι πολίτες να μην έχουν πλέον εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών μέτρων. Η αυθαιρεσία, η διάδοση ψευδών ειδήσεων, η πόλωση του πολιτικού κλίματος και η αστυνομική βία φαίνεται πως αποτελούν για την κυβέρνηση την πιο εύκολη απάντηση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Οι αντιδράσεις της μεγάλης πλειοψηφίας στην πρακτική αυτή είναι προς το παρόν υποτονικές, αν όχι ανύπαρκτες, ενώ με αμήχανη αφωνία παρακολουθεί ο ελληνικός αστισμός την ταυτόχρονη εσωτερική παράλυση της ΕΕ, την αναθεώρηση των εσωτερικών ισορροπιών στα μεγαλύτερα κράτη της Ένωσης, την αντιπαλότητα ΗΠΑ και ΕΕ, το νέο ψυχρό πόλεμο με τη Ρωσία και την Κίνα, ενώ φαίνεται να θεωρεί πως δεν τον αφορούν τα όσα συμβαίνουν στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Αυτή η διάθεση των πνευμάτων δεν επιτρέπει τη σε βάθος εκτίμηση της εσωτερικής κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης και των προοπτικών της ελληνικής κοινωνίας στον κόσμο, ώστε με βάση αυτήν να συγκροτηθεί ορθολογική πολιτική. Στη θέση της εφαρμόζονται ή προτείνονται τακτικές προσαρμογές που συγκαλύπτουν την ουσιαστική αδράνεια και την υποβάθμιση της θέσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού μέσα στο παγκόσμιο σύστημα. Αυτοί οι τακτικισμοί συγκεντρώνονται γύρω από δύο πόλους γενικής πολιτικής, κατά βάση εναλλακτικούς, αν και διαθέτουν κοινά στοιχεία, τους οποίους θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε τον αμερικανικό και τον ευρωπαϊκό.
Ο αμερικανικός δρόμος εξόδου από την κρίση
Στην πρώτη επιλογή, τα χαρακτηριστικά της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής αποκρυσταλλώνονται πλέον ως εξής: Είναι μια σχοινοβασία ανάμεσα στην άνευ όρων ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική και την εξάρτηση από την καλή θέληση της Γερμανίας στην οικονομική πολιτική. Για όσο διάστημα οι ΗΠΑ θα παραμένουν η πρώτη ναυτική δύναμη και θα εμφανίζονται ως ο έσχατος ασφαλιστής του καπιταλιστικού συστήματος, οι έλληνες κεφαλαιούχοι και ιδιαίτερα οι εφοπλιστές θα επιδιώκουν μια στενή σύνδεση με αυτές. Επιπλέον, αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ εμφανίζονται από την κυβέρνηση και τα περισσότερα ΜΜΕ, που ανήκουν στο ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο, σαν η ασπίδα απέναντι στην τουρκική στρατιωτική απειλή. Στο οικονομικό πεδίο όμως η δομή και η στρατηγική του αμερικανικού κεφαλαίου δεν αφήνουν ελπίδες για αμερικανικές επενδύσεις, οι οποίες θα έδιναν μια σημαντική ώθηση στην ελληνική οικονομία και θα έλυναν το πρόβλημα της ανεργίας. Επί κυβέρνησης Μητσοτάκη τα αμερικανικά funds με επικεφαλής το CVC Capital Partners έχουν πραγματοποιήσει ή επιδιώκουν μεγάλες εξαγορές επιχειρήσεων (Vivartia, Εθνική Ασφαλιστική, Τράπεζα Πειραιώς). Οι εξαγορές αυτές πραγματοποιήθηκαν με μεγάλο κόστος για τις ελληνικές, τράπεζες, το ελληνικό δημόσιο και τους μικρομετόχους και μπορεί να υποθέσει κανένας βάσιμα ότι στόχος τους είναι η εξισορρόπηση της ευρωπαϊκής επιρροής στην ελληνική οικονομία, καθώς δεν είναι ικανές να μεταβάλουν τη δομή της. Επίκειται η ιδιωτικοποίηση του ΔΕΔΔΗΕ για την οποία οι ισχυρότεροι διεκδικητές είναι πάλι αγγλοσαξωνικά funds. Η επιθετική εφαρμογή της πολιτικής μεγιστοποίησης των κερδών των μετόχων που εφαρμόζουν τα funds, δεν προοιωνίζουν ομαλή ανάπτυξη χωρίς κοινωνικές συγκρούσεις αυτών των επιχειρήσεων. Σε αυτήν την προοπτική, η πολιτική νόμου και τάξης αποκτά μια μακροπρόθεσμη χρησιμότητα, να καθησυχάζει τους υπερατλαντικούς ιδιοκτήτες των funds. Γενικότερα, υπάρχουν ικανές ενδείξεις ότι η ενίσχυση της αμερικανικής επιρροής αποκαθιστά μηχανισμούς ελέγχου από τις ΗΠΑ των δυναμικών και ιδεολογικών ερεισμάτων της εξουσίας στην Ελλάδα και μόνο να ελπίζει μπορεί κανένας ότι οι μηχανισμοί αυτοί, υποκινούμενοι ή αυτονομούμενοι, δεν θα απειλήσουν ξανά τη δημοκρατία στη χώρα μας.
Η ευρωπαϊκή επιρροή
Προς το παρόν το βάρος της ΕΕ στην ελληνική οικονομία είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο. Τα μέλη της απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών και κατέχουν άμεσα ή έμμεσα το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους. Επιπλέον, τα ποσά του ευρωπαϊκού Σχεδίου Ανάκαμψης αντιπροσωπεύουν τους πιο σίγουρους πόρους στους οποίους μπορεί να ελπίζει η κυβέρνηση. Ταυτόχρονα το Σχέδιο αποτελεί έναν πρόσθετο κρίσιμο μοχλό ελέγχου της ελληνικής οικονομίας, γιατί όχι μόνο οι αρχικές επενδύσεις πρέπει να εγκριθούν από τα κοινοτικά όργανα, αλλά και κάθε βήμα στην υλοποίησή τους θα πρέπει να εγκριθεί από την ΕΕ, με πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες που προσφέρουν άπειρες ευκαιρίες κωλυσιεργίας. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση για να επωφεληθούν των νέων πόρων καθώς ελέγχουν ήδη τα δίκτυα της χώρας στα οποία θα κατευθυνθούν οι επενδύσεις της πράσινης μετάβασης και της ψηφιοποίησης (ΟΤΕ, ΔΕΣΦΑ, ΟΣΕ, Αεροδρόμια, και ΔΕΗ Ανανεώσιμες, στην οποία η γερμανική RWE κατέχει το 51%), με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης να κάνει ένα πέρασμα μόνο από την Ελλάδα επιστρέφοντας στις χώρες όπου έχουν την έδρα τους οι κοινοτικές εταιρείες που θα υλοποιήσουν τις επενδύσεις.
Η ΕΕ διαθέτει έναν επιπλέον μοχλό επιρροής σε σχέση με τις ΗΠΑ. Τις ευκολίες στην καθημερινή ζωή των πολιτών που έφερε η ένταξη της χώρας σε αυτήν. Αυτοί που ιδιαίτερα ανησυχούν μήπως μια ενδεχόμενη σύγκρουση με την ΕΕ οδηγήσει στην απώλεια αυτού του τρόπου ζωής, είναι όσοι στον τομέα των υπηρεσιών επωφελήθηκαν από την ανάπτυξη των νέων μηχανισμών ελέγχου της παραγωγής και κοινωνικής διαμεσολάβησης.
Προς το παρόν η επιρροή της ΕΕ εκφράζεται στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η πρόσφατη επίσκεψη της γερμανίδας προέδρου της Επιτροπής στην Άγκυρα επιβεβαίωσε ότι οι Βρυξέλλες και η Γερμανία είναι ικανές να δεχτούν από την τουρκική πλευρά χωρίς να διαμαρτυρηθούν και τις μεγαλύτερες προσβολές. Η στάση αυτή είναι σύμφωνα με το γερμανικό Τύπο λογική συνέπεια της ταύτισης συμφερόντων με την Τουρκία σε όλα τα μέτωπα όπου αυτή έχει εμπλακεί – Λιβύη, Ανατολική Μεσόγειος, Αιγαίο και Αρμενία, ακόμα και όταν η τουρκική πολιτική θίγει συμφέροντα και δικαιώματα κρατών-μελών της Ένωσης, της Ελλάδας και της Κύπρου. Οι λεγόμενες φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή, μη μπορώντας να επηρεάσουν αυτήν την πολιτική και με το φόβο ότι αν η Ελλάδα δυσαρεστήσει την ΕΕ θα κινδυνέψει η κοινωνική τους θέση, την οποία ταυτίζουν με το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», είναι αυτές που υποστηρίζουν ανοικτότερα το συμβιβασμό με την Τουρκία. Στο μέτρο που η θέση αυτή μπορεί να εκληφθεί ως αντιεθνικιστική και ως εκ τούτου προοδευτική έχει ευρύτερη απήχηση και σε χώρους που είναι κριτικοί απέναντι στην οικονομική πολιτική της ΕΕ.
Κυβερνήσεις σύμφωνες με τις ανάγκες της αγοράς
Στη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας, το 2011, η ΕΕ απέδειξε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει την οικονομική της ισχύ για να παρέμβει και στην εσωτερική πολιτική βοηθώντας στην ανατροπή κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων και το σχηματισμό κυβερνήσεων τεχνοκρατών (Παπαδήμος, Μόντι). Με τη γενικότερη αστάθεια στα ισχυρότερα κράτη-μέλη η επανάληψη αυτού του σεναρίου είναι δύσκολη, αλλά πάντως δεν είναι απίθανο να γίνει επίκληση εξωτερικών κινδύνων ή της ανάγκης συναινετικής διαχείρισης του εθνοσωτήριου Σχεδίου Ανάκαμψης για να επιβληθεί ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης που θα στηρίζεται σε διακομματική πλειοψηφία. Με την επιθετική αντιπολίτευση στην αξιωματική αντιπολίτευση και την τακτική της πόλωσης, η κυβέρνηση ακολουθεί μια στρατηγική που στοχεύει να αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο. Από την πλευρά της, η ηγετική ομάδα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με το πρόσχημα της προσέλκυσης ενός φανταστικού κεντρώου χώρου, περιθάλπει μια ετερογενή ομάδα πολιτευόμενων διαφόρων προελεύσεων, οι οποίοι έχουν ελάχιστη εκλογική απήχηση, αλλά σηματοδοτούν σε εξωτερικούς και εσωτερικούς πόλους ισχύος την ετοιμότητα αυτής της ηγεσίας να έρθει σε συμβιβασμούς.
Η στρατηγική αυτή εξηγεί τη δυστοκία για την παρουσίαση ενός εναλλακτικού προγράμματος και ενδεχομένως ορισμένες από πρώτη όψη αντιφατικές κινήσεις, όπως η επιψήφιση από την αξιωματική αντιπολίτευση των παραχωρήσεων στο νέο ιδιοκτήτη του Ελληνικού. Στις κινήσεις δημιουργίας εντυπώσεων της κυβέρνησης πρώτα με τη συγκρότηση της επιτροπής Πισσαρίδη και τελευταία με τη δημοσιοποίηση ενός χονδρικού διαγράμματος της ελληνικής πρότασης του Σχεδίου Ανάκαμψης, η αντιπολίτευση απαντά με εύλογη κριτική στις προτάσεις που θα διευρύνουν τις ανισότητες. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία Γερμανία - SPD, Ιταλία - 5 Αστέρια) έχει όμως δείξει ότι η πρόσκαιρη ανακούφιση των ανισοτήτων και της φτώχειας δεν αρκεί από μόνη της να δημιουργήσει ένα δυναμικό ρεύμα υπέρ της πολιτικής παράταξης που την εφαρμόζει. Από την άλλη, είναι παράδοξο να απαιτεί κανένας ένα εναλλακτικό πρόγραμμα, όταν κανένας δεν έχει δώσει απαντήσεις σε βασικά ζητήματα, όπως ποια είναι η πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, πόσο «ελληνική» είναι αυτή, ποια περιθώρια βελτίωσης ή ριζικής ανανέωσης έχει, κατά πόσον υπάρχουν οι εσωτερικές κοινωνικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο και σε θετική απάντηση, αν αυτή είναι εφικτή εντός μιας τελωνειακής και νομισματικής ένωσης, όπως η ΕΕ.