Το νομοσχέδιο για «την Αστυνόμευση, το Έγκλημα, τις Ποινές και τα Δικαστήρια», που παρουσίασε τον Μάρτιο η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον, έδωσε έναυσμα σε αυτό ακριβώς που επιδιώκει να καταστείλει: τον πολλαπλασιασμό των διαμαρτυριών και των συγκρούσεων με την αστυνομία, όπως και την αναζωπύρωση της συζήτησης για τον αυταρχικό και αντιδημοκρατικό προσανατολισμό της εναλλακτικής δεξιάς (alt-right) κυβέρνησης. Μόλις το περασμένο Σάββατο 3 Απριλίου, πάνω από εκατό άτομα συνελήφθησαν μετά από πορεία κατά του νομοσχέδιου στο κεντρικό Λονδίνο, ενώ το ίδιο Σαββατοκύριακο, στο Μπρίστολ, γινόταν ήδη η πέμπτη πορεία διαμαρτυρίας μέσα στο τελευταίο δεκαπενθήμερο.
Οι οργουελικές ρυθμίσεις
Μέχρι σήμερα, η αστυνομία έχει το δικαίωμα να ορίσει περιορισμούς σε διαμαρτυρίες, εφόσον πρώτα αποδείξει ότι ενδέχεται να οδηγήσουν σε σοβαρές αναταραχές, καταστροφή περιουσίας και σοβαρές διαταράξεις της καθημερινής λειτουργίας της κοινωνίας. Επίσης, η βρετανική αστυνομία μπορεί να ορίσει τη διαδρομή μιας πορείας, σε συνεννόηση με τους διοργανωτές της, ρύθμιση που αποφασίζεται βδομάδες πριν την καθορισμένη μέρα. Το καινούργιο νομοσχέδιο που θυμίζει οργουελικό σενάριο, προβλέπει περιορισμούς ακόμα και σε στατικές διαμαρτυρίες (οι οποίες συνήθως δημιουργούν λιγότερα προβλήματα, όπως παραδείγματος χάρη στη ροή της κυκλοφορίας) ακόμα και αν πρόκειται για διαμαρτυρία ενός μεμονωμένου ατόμου. Η αστυνομία θα έχει στο μέλλον τη δυνατότητα να ορίσει την ώρα της έναρξης και λήξης της διαμαρτυρίας/πορείας, το όριο του θορύβου και θα μπορεί να επιβάλει υπέρογκα πρόστιμα σε όσους δεν συμμορφωθούν με τα μετρά. Η ευθύνη μετατοπίζεται στους διαδηλωτές, οι οποίοι οφείλουν τώρα να γνωρίζουν τους περιορισμούς ακόμα και αν η αστυνομία δεν τους έχει κοινοποιήσει στους ίδιους. Ο προτεινόμενος νόμος περιλαμβάνει επίσης άρθρο το οποίο ποινικοποιεί τη «συνειδητή ή από αμέλεια πρόκληση δημοσίας ενόχλησης» (!), με αλλά λόγια, ποινικοποίει την κατάληψη δημοσίων χώρων ή και άλλες εναλλακτικές διαμαρτυρίες. Οι αλλαγές σύμφωνα με την αστυνομία επιβάλλονται ακριβώς επειδή οι τακτικές των διαδηλωτών έχουν αλλάξει, φέρνοντας για παράδειγμα τις μαζικές κινητοποιήσεις και πράξεις διαμαρτυρίας που κατέδειξαν την αμεσότητα του κίνδυνου από την κλιματική αλλαγή και συντονιστήκαν από τo κίνημα Extinction Rebellion την άνοιξη του 2019.
Στόχος η ποικιλομορφία των διαδηλώσεων
Αυτή η δικαιολογία δεν πείθει, ειδικά όταν συζητάμε για μια χώρα που ήθελε, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, να παρουσιάζεται σαν το λίκνο του δυτικού φιλελευθερισμού. Από τους αγώνες για το δικαίωμα καθολικής ψήφου τον 19ο αιώνα μέχρι τις σουφραζέτες τον εικοστό, οι τακτικές διαμαρτυρίας ήταν ποικίλες, θορυβώδεις και πολλές φορές πολύ πιο δυναμικές από τις σημερινές, βασιζόμενες συχνά στις αρχές της πολιτικής ανυπακοής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η βρετανική αστυνόμευση επικαλείτο την αρχή της συναίνεσης.
Σήμερα, οι όροι ανατρέπονται και η πανδημία προσφέρει ένα ευνοϊκό πλαίσιο. Αρχής γενομένης με τη συγκέντρωση στην μνήμη της Σάρας Εβεραρντ που δολοφονήθηκε από αστυνομικό στις αρχές Μάρτιου. Η συγκέντρωση στην περιοχή Κλάπαμ Κόμον του Νοτίου Λονδίνου είχε κριθεί παράνομη από την αστυνομία με βάση τους εκτάκτους περιορισμούς του λοκντάουν. Όμως οι ίδιοι κανονισμοί επιτρέπουν εξαιρέσεις, όταν δημόσιες συναθροίσεις έχουν «επαρκή αιτιολόγηση». Η έλλειψη εξαιρέσεων θα ήταν αντιδημοκρατική και θα εναντιωνόταν στην αρχή της ελευθέριας της έκφρασης. Παρόλο που οι διοργανωτές ακύρωσαν τη συγκεκριμένη συγκέντρωση, χωρίς καν νομική τεκμηρίωση, εκατοντάδες πολίτες προσήλθαν στο σημείο συνάντησης και η αστυνομία απάντησε με βίαιες προσαγωγές.
Πλαίσιο έκτακτων περιορισμών
Ήδη, λοιπόν, από τις αρχές Μαρτίου έχουμε ένα πλαίσιο έκτακτων περιορισμών με αφορμή την πανδημία, αναγκαίων περιορισμών, που η κυβέρνηση Τζόνσον (ακολουθώντας το παράδειγμα Τραμπ) αρνήθηκε αρχικά να επιβάλει, οδηγώντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στο θάνατο, περιορισμών που όμως αν γίνουν ο κανόνας θα βλάψουν σοβαρά τη δημοκρατία. Καθώς το υπάρχον νομικό πλαίσιο βρίσκεται σε σύγχυση, η κυβέρνηση Τζόνσον αποφασίζει ότι αυτή είναι η καταλληλότερη στιγμή για να εισάγει το εν λόγω νομοσχέδιο, που θα εγκαθιδρύσει το απολυταρχικό πλαίσιο, στο οποίο προσβλέπει.
Πριν ένα χρόνο, στην αρχή ακόμα της πανδημίας, ο ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν δημοσίευσε μια πρώτη ανάλυση της κοινωνικοπολιτικής προέκτασης της υγειονομικής κρίσης, επικεντρώνοντας στο πώς τα νομοθετικά διατάγματα της ιταλικής κυβέρνησης «για λόγους υγιεινής και δημοσίας ασφάλειας» οδηγούν λίγο-πολύ στη μόνιμη εγκαθίδρυση μιας κατάστασης «εκτάκτου ανάγκης», επιτρέποντας τη στατιωτικοποίηση της κοινωνίας. Αν και η έννοια έχει μακρά φιλοσοφική ιστορία, ο Αγκάμπεν αναφέρεται στην αναστολή της δικαστικής τάξης, ώστε η εκτελεστική εξουσία να αναλάβει ως κυρίαρχη αρχή, να διαχειριστεί την όποια κρίση απειλεί το κράτος. Με αυτό τον τρόπο, νόμοι και κανόνες αναστέλλονται ή παραβιάζονται και μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση «εξαίρεσης» γίνεται «το κυρίαρχο παράδειγμα της διακυβέρνησης στη σύγχρονη πολιτική». Όταν ο Αγκάμπεν έγραφε για τη θεωρία της εξαίρεσης το 2005, αναφερόταν στον πανικό που δημιουργούσαν εκάστοτε κυβερνήσεις γύρω από τον απειλή της τρομοκρατίας, πράγμα που επέτρεπε τον περιορισμό κεκτημένων ελευθερίων. Το 2020, με βάση το ίδιο θεωρητικό πλαίσιο, ο συγγραφέας μίλησε για την «εφεύρεση μιας επιδημίας που πρόσφερε το ιδανικό πρόσχημα για την κλιμάκωσή [περιοριστικών μέτρων] πέρα από κάθε περιορισμό». Αυτή του η θέση ερμηνεύτηκε αρνητικά οδηγώντας σε σφοδρές αντιπαραθέσεις, όχι μόνο γιατί εμφανιζόταν σαν απόρριψη της πραγματικότητα της πανδημίας αλλά και γιατί συμβάδιζε με την «ελευθεριακοτητα» που πουλούσε η ενναλακτική δεξιά του Τραμπ, του Τζόνσον και άλλων. Σήμερα, ένα χρόνο μετά, και βλέποντας το προτεινόμενο νομοσχέδιο, είναι σαφές ότι η πανδημία έχει χρησιμοποιηθεί από την άρχουσα τάξη ως μοχλός πίεσης για την από-δημοκρατικοποίηση της κοινωνίας και τη μονιμοποίηση του απολυταρχισμού.