H Ελλάδα είναι, και επισήμως από την εβδομάδα που πέρασε, ίσως η μοναδική χώρα στην Ευρώπη η οποία στηρίζει την προσπάθειά της να βγει από τον ζόφο της πανδημίας κυρίως στα self test. H αυτοδιάγνωση, από επικουρικό, χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της πολιτείας μετατρέπεται σε κορωνίδα της αντιμετώπισης του ιού, ίσως και σε θέσφατο, στο οποίο η κυβέρνηση εναποθέτει όλες τις ελπίδες της για άμεση διαφοροποίηση της κατάστασης το συντομότερο δυνατόν. Αναμφισβήτητα αυτή η πολιτική παρουσιάζει κινδύνους, ο μεγαλύτερος εκ των οποίων είναι να παραμείνει η χώρα αιχμάλωτη του κλοιού των χιλιάδων κρουσμάτων ημερησίως και των δεκάδων νεκρών λίγο πριν τις διακοπές του Πάσχα και λίγο πριν το επίσημο άνοιγμα της τουριστικής σεζόν που έχει προγραμματιστεί για τις 14 Μαΐου.
Η πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του μέτρου των self test στα σχολεία, άλλωστε, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λειτουργική, παρά το γεγονός ότι η κυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί λυσσαλέα να πείσει για το αντίθετο. Περίπου 130.000 self test έμειναν ορφανά (δεν δηλώθηκαν στη σχετική πλατφόρμα, πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον δεν έγιναν), ενώ και η θετικότητα των test ήταν πολύ πιο χαμηλή από τη συνολική θετικότητα των test που γίνονται σε όλη την επικράτεια. Η δε ευθύνη για τη δήλωση του αποτελέσματος εξακολουθεί να βαρύνει τον κάθε έναν ξεχωριστά χωρίς να γίνεται ο παραμικρός έλεγχος για το τι πραγματικά συμβαίνει. Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Ο καθένας και η καθεμία μπορεί να αγοράσει το test, να μην το κάνει και να δηλώσει αρνητικός στη σχετική πλατφόρμα. Αυτός ο εν δυνάμει θετικός στον ιό μπορεί να πάει στο σχολείο και να κάνει κανονικότατα το μάθημά του. Τι άλλο να γράψει κανείς για να καταδείξει ότι το σύνολο της διαδικασίας στερείται σοβαρότητας και αξιοπιστίας; Της κυβέρνησης το αυτί βέβαια δεν ιδρώνει. Οι εργασιακοί χώροι αναμένεται να ανοίξουν με τα self test ως πανάκεια, ως το μόνο αποτελεσματικό όπλο μαζί φυσικά με τον εμβολιασμό, ο οποίος όμως προχωρά με προβλήματα που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις εν Ελλάδι ιδιαιτερότητες. Ακούει ο πολίτης «υποχρεωτικό το self test για τους εργαζόμενους» και μένει ήσυχος ότι η κατάσταση ελέγχεται, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η κατάσταση, όπως μαρτυρά και η καταμέτρηση των καθημερινών κρουσμάτων, δεν ελέγχεται, τα νοσοκομεία βρίσκονται σε πρωτοφανή πίεση, οι αντοχές των υγειονομικών έχουν προ πολλού εξαντληθεί. Αντί λοιπόν να εφαρμοστεί τουλάχιστον για τους χώρους εργασίας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μία ολοκληρωμένη πολιτική testing η οποία, μεταξύ άλλων, θα προβλέπει και τη συνταγογράφηση των test, τα πάντα αφήνονται στην προσωπική ευθύνη των εργαζόμενων, οι οποίοι θα καλούνται να χρησιμοποιούν τη διαδικασία της αυτοδιάγνωσης σχεδόν καθημερινά για να πηγαίνουν στις δουλειές τους. Να πηγαίνουν βεβαίως με τα μέσα μαζικής μεταφοράς τα οποία, παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες, ελάχιστα έχουν ενισχυθεί, παστωμένοι σαν σαρδέλες τις ώρες αιχμής. Και η επιτροπή των ειδικών; Όπως έχουμε γράψει και άλλες φορές τις τελευταίες εβδομάδες στην «Εποχή», περιορίζεται σε ρόλο καθαρά συμβουλευτικό, δεν έχει το πάνω χέρι στις επιλογές και τις αποφάσεις (άλλωστε ποτέ δεν το είχε) και το κύρος της μοιάζει βαριά τραυματισμένο. Οι συχνά αντιφατικές δημόσιες δηλώσεις των ειδικών στα ΜΜΕ εντείνουν τη σύγχυση των πολιτών για αυτό και τα μεγάλα ποσοστά αποδοχής των επιστημόνων και των συμπερασμάτων τους αποτελούν εδώ και καιρό παρελθόν.
Για την κυβέρνηση δεν μοιάζει να μην υπάρχει πλέον το δίλημμα υγεία ή οικονομία. Η πολιτική της προσαρμόζεται έτσι, ώστε να ανοίξει γρήγορα και όπως-όπως η οικονομία, για να περιοριστούν το κόστος της συνολικής ζημιάς και τα δημοσιονομικά ανοίγματα, αγνοώντας όμως ότι αυτή ακριβώς η βιασύνη μπορεί να κάνει χειρότερα τα πράγματα στον τομέα της υγείας και να ακυρώσει όλες τις προηγούμενες προσπάθειες, ακόμα και τον εμβολιασμό του πληθυσμού.
Ειρήσθω εν παρόδω, ο ρυθμός των καθημερινών εμβολιασμών έχει κολλήσει τις τελευταίες ημέρες στους περίπου 55.000. Οι αρμόδιοι ευελπιστούν ότι ο ρυθμός θα αυξηθεί τις επόμενες εβδομάδες από τις νέες παραλαβές, στις οποίες όμως συμπεριλαμβάνεται και το εμβόλιο της Johnson & Johnson το οποίο προσωρινά ανεστάλη στις ΗΠΑ, αφού εμφάνισε τις παρενέργειες του AstraZeneca (θρομβώσεις κυρίως σε νεαρές γυναίκες). Αποδεικνύεται, κοντολογίς, ότι ακόμα και ο εμβολιασμός δεν μπορεί να προσφέρει απόλυτη σιγουριά. Για να ξεφύγουμε οριστικά από τη μέγγενη της πανδημίας χρειάζεται να εφαρμοστεί ένας συνδυασμός πολιτικών, ο οποίος θα λάβει υπόψιν του όλα τα τελευταία δεδομένα και θα δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη σωστή λειτουργία του συστήματος υγείας και της εν γένει αποτροπής. Testing-εξαντλητική ιχνηλάτηση-σωστή καραντίνα-θεραπεία.