Πώς δέχτηκαν το εκλογικό αποτέλεσμα οι ηγεσίες των κομμάτωνΟπως είναι φυσικό, μετά τις εκλογές τα κόμματα προσπαθούν να αναλύσουν τα αποτελέσματα και το σημαντικό ερώτημα είναι προπάντων ένα: Πώς έγινε και ένα κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, που αναγκάστηκε να κάνει στροφή, να αναδιπλωθεί και να υπογράψει δανειακή σύμβαση συνοδευόμενη από μνημόνιο, που αποδέχτηκε την επιτροπεία των δανειστών και επιπλέον διασπάστηκε, πώς λοιπόν αυτό το κόμμα – αντίθετα με τους προκατόχους του – διατήρησε την πρωτοκαθεδρία στην ελληνική πολιτική σκηνή; Πώς, τουλάχιστον στα ποσοστά, είχε μόνο ελάχιστη κάμψη; Μόνον ανόητοι μπορούν να ισχυριστούν ότι η απάντηση είναι εύκολη.
Μια πλευρά, βέβαια, του ερωτήματος είναι: πώς πολιτεύτηκαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κατά πόσο η πολιτεία τους συνέβαλε στην ήττα ή συγκράτησε δυνάμεις;
Σε δύσκολη θέση η ΝΔΓεγονός είναι ότι η Νέα Δημοκρατία είχε την πιο δύσκολη θέση. Η προηγούμενη ηγεσία, μέχρι το δημοψήφισμα και την παραίτηση Σαμαρά, είχε ακολουθήσει την πιο σίγουρη συνταγή της ήττας: υπερασπιζόταν την πολιτική που είχε ηττηθεί στις εκλογές του Ιανουαρίου. Η ηγεσία Μεϊμαράκη, τώρα, είχε να κάνει και τα δύο: να υπερασπιστεί την πολιτική Σαμαρά και να προσαρμοστεί στην αλλαγή του κοινωνικού συσχετισμού, που είχε εκδηλωθεί με τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές. Η απώλεια της στήριξης των λαϊκών στρωμάτων την πενταετία τής κρίσης και των μνημονίων έχει αφαιρέσει από τη Νέα Δημοκρατία τα χαρακτηριστικά του λαϊκού κόμματος – και, δυστυχώς, αυτή η στήριξη δεν ανακτάται ούτε με εθνικισμό ούτε με ξενοφοβία ούτε με το «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», γιατί είχε πάντα να κάνει με υλικά συμφέροντα. Η απώλεια αυτού του «ριζώματος» μετατρέπει τη Νέα Δημοκρατία σε ένα είδος μεταμοντέρνου κόμματος, που θα υποστεί όλες τις συνέπειες της κρίσης εκπροσώπησης – η εκπροσώπηση, βλέπεις, χρειάζεται σύνδεση.
Η επιλογή της εθνικής ενότητας, της κυβέρνησης του «φιλοευρωπαϊκού τόξου», ως πολιτικής αντιστοιχούσε μεν στα δημοσκοπικά ευρήματα, αλλά δεν είχε βάθος, όπως δεν έχουν βάθος και αυτού του είδους οι ερωτήσεις των δημοσκόπων: απλώς επιβεβαιώνουν μια προκατάληψη του τύπου «να συνεννοηθούν οι από πάνω να δούμε χαΐρι», η οποία όμως ποτέ δεν είχε σοβαρή επίπτωση στην εκλογική συμπεριφορά. Έμοιαζε, λοιπόν, περισσότερο σαν επιδίωξη να ξαναβάλει πόδι στην κρατική εξουσία η παράταξη που εκδιώχθηκε – πολύ χειρότερα μάλιστα: έμοιαζε σαν επιδίωξη να υπάρχει στην κυβέρνηση εκπρόσωπος των δανειστών, και, όπως σωστά επισημαίνουν οι εξ ακροδεξιών επικριτές του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, νομιμοποιούσε τον ΣΥΡΙΖΑ και ακύρωνε το άλλο (περισσότερο σαμαρικό) σκέλος της προεκλογικής προπαγάνδας της ΝΔ, δηλαδή την παρουσίαση του Τσίπρα ως «ψεύτη», και «δημαγωγού». Ο χαρακτηρισμός «εκπρόσωπος των δανειστών» είναι βεβαια βαρύς. Όμως είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους που η αντιπολίτευση υπονόμευσε ευθέως τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης.
ΕΞ ακροδεξιών υπονόμευσηΕπιπλέον, η νέα ηγεσία της ΝΔ είχε να αντιμετωπίσει την υπονόμευση από τα ακροδεξιά της, εμφανή στη στάση των σαμαρικών προεκλογικά. Το γεγονός ότι η μεγάλη αποχή και η διαρροή ψήφων από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη Νέα Δημοκρατία δεν μείωσαν σοβαρά το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, σχετίζεται πιθανότατα και με το ότι η αποχή περιείχε μέρος του ακροδεξιού ακροατηρίου, που είxε γοητευθεί παλιότερα από τον Αντώνη Σαμαρά. Ωστόσο, οι ακροδεξιοί δεν έχουν να επιδείξουν στελέχη πρώτης γραμμής, που θα μπορούσαν, αν όχι να διεκδικήσουν την ηγεσία, τουλάχιστον να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο – άλλωστε η αποστροφή του Βαγγέλη Μεϊμαράκη περί «συνιστωσών», που έχει, όπως είπε, και η Νέα Δημοκρατία, δεν ήταν απλώς αστεϊσμος, ήταν ευθεία βολή.
Ακόμα, η ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη «συνιστώσα» της Νέας Δημοκρατίας, που έχει απωλέσει το πρωτοκλασάτο στέλεχός της, την Ντόρα Μπακογιάννη, κάθε άλλο παρά με θέρμη υποστήριξε τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ο οποίος απέφευγε να εκθειάσει την πολιτική της διάλυσης του Δημοσίου επί Σαμαρά. Αλλά και αυτή η πτέρυγα – που στην κούρσα της διαδοχής την εκπροσωπεί ίσαμε τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης – προσέρχεται στο διαγκωνισμό με ελαφρά όπλα, απαξιωμένη από την αποτυχία της πολιτικής της και την κρίση του νεοφιλελευθερισμού μέσα στην οικονομική κρίση.
Αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία καθιστούν ακόμα και την ενότητα της Νέας Δημοκρατίας επισφαλή και, βέβαια, ευνοούν τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη ή και τον Νίκο Δένδια ως εγγυητές τουλάχιστον της ενότητας του κόμματος.
«Συμπαράταξη» με εκλογικά κέρδηΩς κερδισμένος των εκλογών εμφανίζεται ο συνασπισμός ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ (Δημοκρατική Συμπαράταξη). Δικαιολογημένα από μία άποψη, αλλά οι δύο ποσοστιαίες μονάδες δεν είναι παραπάνω από το άθροισμα του ΠΑΣΟΚ και του «κινήματος» του Γιώργου Παπανδρέου (σε απόλυτο αριθμό το αποτέλεσμα υπολείπεται του αθροίσματος), που δεν συμμετείχε στις εκλογές και ουσιαστικά διαλύθηκε, άντε και κάτι ψιλά από τη ΔΗΜΑΡ. Ωστόσο, το άδειασμα του Γιώργου Παπανδρέου από την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ είναι λάθος να ερμηνευτεί μόνο ως υποχώρηση απέναντι στον Βαγγέλη Βενιζέλο. Το ίδιο και η επιλογή να πάρει την έδρα της Β’ Αθηνών, αφήνοντας εκτός Βουλής τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Αυτά τα φαινόμενα θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν φυγόκεντρες τάσεις, κι ας είναι μικρή η πίττα.
Αν παρακολουθήσει κανείς την προεκλογική εκστρατεία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, διαπιστώνει τη δειλή προσπάθεια μιας στοιχειώδους «αριστερής στροφής», έστω και ως παραμερισμού του βενιζελικού παρελθόντος, που όντως αποτελούσε δυσφήμιση. Οι «όροι» (κόκκινες γραμμές το λένε τώρα) που έθεσε η Φώφη Γεννηματά για να ψηφίσει η Δημοκρατική Συμπαράταξη τους εφαρμοστικούς νόμους – εργασιακές σχέσεις, αγροτικό, συντάξεις – μπορεί να είναι ψευτοπαλικαριά και να μετατραπεί σε σκληρή αντιπαράθεση του τύπου «μην κάνετε μονομερείς ενέργειες» με το κυβερνών κόμμα, αν αυτό συγκρουστεί με τους δανειστές στις διάφορες αξιολογήσεις και διαπραγματεύσεις, όμως, από την άλλη, είναι και μια προσπάθεια να επανοικοδομήσει το ΠΑΣΟΚ τις σχέσεις του με λαϊκά στρώματα που τις έχασε.
Διλήμματα προσανατολισμού στο ΠΑΣΟΚΗ δυσκολία που θα αντιμετωπίσει το ΠΑΣΟΚ με τη νέα του ηγεσία, θα είναι να διατηρήσει τα δίκτυα που είχαν οικοδομηθεί την εποχή που δέσποζε στην πολιτική ζωή και του εξασφάλισαν στις δημοτικές εκλογές δήμους και περιφέρειες. Αυτή η ανάγκη πιθανόν θα εμποδίσει τυχόν ανανεωτικά ανοίγματα, αν και οι παράγοντες τέτοιων δικτύων θα υπολογίσουν, αν μια τυχόν μοναχική πορεία – όπως η «ανεξαρτησία» που επιδείκνυαν στις δημοτικές εκλογές – τους συμφέρει ή αν κιόλας θα πρέπει να πάρουν ακόμα μεγαλύτερη απόσταση και να προσεγγίσουν το κόμμα που θα κυβερνάει. Μερίδα του ΣΥΡΙΖΑ δίνει ήδη δείγματα ότι δεν τους απορρίπτει οπωσδήποτε.
Για το σημερινό ΠΑΣΟΚ οι διαφοροποιήσεις στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχουν μάλλον δευτερεύουσα σημασία, αν και η στήριξή της είναι όρος επιβίωσης. Το πρόβλημα είναι ότι η προσκόλληση στο σημιτικό, γεωργοπαπανδρεϊκό και βενιζελικό παρελθόν το κάνει αντικειμενικά εξάρτημα της δεξιάς, από την άλλη, όμως, στην αριστερή πλευρά του κομματικού συστήματος δεσπόζει ο ΣΥΡΙΖΑ που ήδη έχει απορροφήσει μεγάλο μέρος της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Επομένως, με τα σημερινά δεδομένα, η νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, που δεν φαίνεται να μπορεί να αμφισβητηθεί στο άμεσο μέλλον, έχει να πορευτεί με αντινομίες, οι οποίες δύσκολα θα της επιτρέψουν να οδηγήσει το κόμμα σε ανάκαμψη.
«Άριστοι» εναντίον «κομματικού στρατού» με θύμα το ΠοτάμιΟ Σταύρος Θεοδωράκης, που ξεκίνησε να ανανεώσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα, γρήγορα ξεφούσκωσε. Η ήττα δεν είναι πρόσκαιρη, γιατί είναι ιδεολογική. Ηττήθηκε η ιδεολογία των «αρίστων» που πρέπει να κυβερνούν αντί για τους «κομματικούς στρατούς». Οι «είκοσι καλοί» που θα πουν σε απευθείας μετάφραση από τα αμερικάνικα «πάμε να το κάνουμε». Διατυπώνεται με μοντέρνο τρόπο, αλλά δεν είναι νέα. Προέρχεται από την πολύ παλιά αμφισβήτηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των κομμάτων ως στοιχείων της, που στην Ελλάδα πρωτοδιατυπώθηκε από τον Όθωνα και τον Γεώργιο Α΄ και τους παρατρεχάμενούς τους – πολιτικούς και διανοούμενους.
Με αυτή την ιδεολογία ταιριάζει και ο γνήσια αρχηγικός χαρακτήρας του Ποταμιού, όσο κι αν ο αρχηγός δεν εμφανίζεται με κολάρο αλλά με σακίδιο. Επίσης ταιριάζει με αυτή την ιδεολογία η έλλειψη ακόμα και ιχνών προγράμματος – ποιος το χρειάζεται το πρόγραμμα, αφού θα κυβερνούν οι άριστοι;
Κι ύστερα απορεί που δεν έπεισε το σακίδιο, αντί να αναρωτηθεί γιατί δεν έπεισε το δικό του σακίδιο, αλλά έπεισε το σακίδιο του Τσακαλώτου. Τον δέκατο ένατο αιώνα αυτή η ιδεολογία είχε βάση: η βάση της ήταν το κύρος του βασιλιά που «προστάτευε τον λαό». Σήμερα είναι απλώς περιφρόνηση της δημοκρατίας. Και η συμπεριφορά του Σταύρου Θεοδωράκη, όπως και η «εθνική συνεννόηση» της Νέας Δημοκρατίας, πηγάζουν από αποτελέσματα δημοσκοπήσεων, δεν είναι όμως παρά κουβέντες του καφενείου, που, όπως κι εκείνες, δεν επηρεάζουν σημαντικά την εκλογική συμπεριφορά.
Το αποτέλεσμα του ξεφουσκώματος είναι ότι ο Σταύρος Θεοδωράκης έχασε στον ανταγωνισμό με το ΠΑΣΟΚ και, όπως φαίνεται, χάνει την υποστήριξη κέντρων ισχύος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά κι εκεί προσπάθησε να παίξει σε διπλό ταμπλό: τόσο με τους σοσιαλιστές όσο και με τους φιλελεύθερους. Ακριβώς όπως το είπε και στη σύσκεψη στελεχών του Ποταμιού την εβδομάδα που πέρασε: και οικονομικός φιλελευθερισμός και κεντροαριστερά. Προπάντων όμως, κι αυτό δεν το είπε, να μπούμε στην κυβέρνηση.
Η ΛΑ.Ε εμφανίστηκε ως ετεροκαθοριζόμενηΟ ηττημένος των εκλογών είναι το νεοπαγές κόμμα Λαϊκή Ενότητα, που συνέστησε μια μερίδα στελεχών, που έφυγε από τον ΣΥΡΙΖΑ μόλις παραιτήθηκε η κυβέρνηση. Η δικαιολόγηση της εκλογικής αποτυχίας με το επιχείρημα ότι το κόμμα δεν είχε καιρό να συγκροτηθεί δεν στέκει ολωσδιόλου. Πυρήνας του είναι το Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού, το οποίο ήδη εκείνη την εποχή διέθετε κάθετη οργάνωση και προγραμματικό λόγο και διατήρησε τη δομή του μετά τη διάλυση του Συνασπισμού στον ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, η κριτική του Αλέκου Αλαβάνου, ο οποίος στήριζε μεν κατά δήλωσή του την ΛΑΕ, αλλά για άγνωστους λόγους δεν συμμετείχε, είναι βάσιμη. Ο τέως πρόεδρος του Συνασπισμού και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ επισήμανε την πολυγλωσσία και τις αντιφάσεις μεταξύ όσων έλεγαν ο πρόεδρος της ΛΑΕ Παναγιώτης Λαφαζάνης, η συνεργαζόμενη με τη ΛΑΕ, σε ρόλο συμπροέδρου όμως, Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας Μανώλης Γλέζος.
Το κεντρικό πρόβλημα της ΛΑΕ ήταν ότι δεν μπόρεσε να ξεφύγει από το ρόλο του μονοθεματικού κόμματος, όσο και αν ισχυριζόταν ότι δεν είναι «κόμμα της δραχμής», χωρίς όμως να προσπαθήσει επαρκώς να αναπτύξει προγραμματικό λόγο πέρα από τα επιχειρήματα για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Επιπλέον, εμφανίστηκε ως ετεροκαθοριζόμενο κόμμα – κόμμα διαμαρτυρίας εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ – κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο λόγο και τη συμπεριφορά της ηγεσίας της. Φαινόμενο ψυχολογικά εξηγήσιμο, αλλά πολιτικά αυτοκαταστροφικό.
Η ΛΑΕ σχεδιάζει τώρα τη συγκρότησή της και τη διεξαγωγή συνεδρίου. Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορέσει να συσπειρώσει κάτι περισσότερο από το παλιό Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού. Βλέπεις, υποστηρίχθηκε από πολύ κόσμο που εγκατέλειψε τον ΣΥΡΙΖΑ στα τέλη Αυγούστου, αλλά έχουν μικρή μόνο ιδεολογική σχέση με τους συντρόφους τους, με τους οποίους μέχρι πρότινος βρίσκονταν σε διάσταση, αν και στο ίδιο κόμμα.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος