Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την αντιμετώπιση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους, όπως και για την ενίσχυση της ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, φιλοδοξεί να «απαντήσει» σε δύο από τα βασικότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Προβλήματα που προϋπήρχαν της πανδημίας, αλλά επιδεινώθηκαν σημαντικά τους τελευταίους 13 μήνες λόγω των αντικειμενικών συνθηκών, αλλά και της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής.
Τα κυβερνητικά μέτρα ήταν άτολμα, χωρίς να είναι ενταγμένα σε κάποιο ευρύτερο σχέδιο, ενώ έρχονταν με «χρονοκαθυστέρηση» με αποτέλεσμα να μην προστατέψουν επαρκώς επιχειρήσεις και εργαζόμενους. Και αυτό φαίνεται τόσο στα νούμερα, στην Ελλάδα καταγράφηκε η τρίτη υψηλότερη ύφεση στην ευρωζώνη το 2020, όσο και στις διάφορες μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης. Σύμφωνα με έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το 76,1% των ερωτώμενων θεωρεί πως τα οικονομικά μέτρα στήριξης που έλαβε η κυβέρνηση είναι ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή, με τους ανέργους να εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό αρνητικής αξιολόγησης. Επίσης, πρόσφατη έρευνα της GPO για την φιλοκυβερνητική ιστοσελίδα powergame.gr, δείχνει ότι το 55,6% θεωρεί ανεπαρκείς τις κυβερνητικές δράσεις για την ενίσχυση της οικονομίας.
Η κατάσταση
Η κατάσταση για χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που εργάζονται σε αυτές είναι εξαιρετικά δύσκολη. Σύμφωνα με την έρευνα κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, για το δεύτερο εξάμηνο του 2020 με την εικόνα μάλλον να έχει επιδεινωθεί το πρώτο τρίμηνο του 2021, οι 8 στις 10 επιχειρήσεις (79,8%) δήλωσαν πως η οικονομική κατάσταση τους επιδεινώθηκε, 7 στις 10 επιχειρήσεις (70,7%) δήλωσαν πως μειώθηκε ο τζίρος τους, η 1 στις 2 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν ταμειακά διαθέσιμα το πολύ για ένα μήνα, σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις (46,4%) φαίνεται πως έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή και 4 στις 10 (38,2%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εκφράζουν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητας τους κατά το επόμενο διάστημα. Επίσης, το 53,6% των επιχειρήσεων περιμένει μείωση του κύκλου εργασιών, το 52,8% μείωση της ζήτησης, το 54,6% μείωση των παραγγελιών, το 56,7% μείωση της ρευστότητας, ενώ μόλις το 6% των επιχειρήσεων προτίθεται να κάνει κάποιου είδους επένδυση.
Όπως γίνεται εύκολο αντιληπτό, αν δεν ληφθούν μέτρα άμεσης εφαρμογής και ικανού ποσοτικού ύψους, όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τότε θα συμβεί αυτό που επισημαίνει ως κίνδυνο η τελευταία έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος: α) μεγάλος αριθμός πτωχεύσεων επιχειρήσεων, β) εκτίναξη της ανεργίας και γ) αύξηση του ήδη μεγάλου όγκου των «κόκκινων» δανείων.
Χρέη και ρευστότητα
Σε ό,τι αφορά το ιδιωτικό χρέος προς δημόσιο και τράπεζες, η επιτυχής διαχείρισή του αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις, προκειμένου να εισέλθει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης η ελληνική οικονομία. Τα σχετικά νούμερα δείχνουν, ξεκάθαρα, την έκταση του προβλήματος που όσο δεν επιλύεται θα αποτελεί την «σιδερένια μπάλα στο πόδι» της ελληνικής οικονομίας. Το σύνολο του ιδιωτικού χρέους στο τέλος του 2020, σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, ανήλθε σε 242,6 δισ. ευρώ, δηλαδή φτάνει σχεδόν στο 150% του ΑΕΠ. Οι οφειλές από «κόκκινα» δάνεια σε τράπεζες φτάνουν τα 58 δισ. ευρώ, οι οφειλές δανείων σε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ανέρχονται σε 38,9 δισ. ευρώ, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ξεπερνούν τα 108 δισ. ευρώ και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς ασφαλιστικά ταμεία τα 37,5 δισ. ευρώ. Η νέα γενιά ιδιωτικού χρέους, που αφορά το διάστημα Μάρτιος 2020- τέλος του 2020, φτάνει τα 17 δισ. ευρώ (7 δισ. ευρώ νέα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και 10 δισ. ευρώ προς τις τράπεζες). Επιπλέον σε ό,τι αφορά τις χορηγήσεις, έκθεση του ευρωπαϊκού εποπτικού μηχανισμού των τραπεζών αναφέρει ότι πέραν των «κόκκινων» δανείων υπάρχουν και δάνεια "σταδίου 2", δηλαδή σε αρχική βάση καθυστέρησης πριν τη συμπλήρωση τριμήνου οπότε και «κοκκινίζουν», τα οποία έφθαναν στα 24,02 δισ. ευρώ.
Ιδιαίτερα οξύ είναι και το πρόβλημα της ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, παρότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν την οικονομία καθώς: α) οι καταθέσεις τους έχουν αυξηθεί πάνω από 20 δισ. ευρώ τον τελευταίο χρόνο και β) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τους χορήγησε, μέσα στο 2020, ρευστότητα που ξεπέρασε τα 41 δισ. ευρώ με αρνητικό μάλιστα επιτόκιο.
Οι τράπεζες επέλεξαν κερδοσκοπικές τοποθετήσεις
Όμως ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε μόλις στο 1,2% κατά μέσο όρο το 2020, με τις τράπεζες να αυξάνουν τις πιστώσεις κυρίως προς τις μεγάλες εταιρίες και σε πολύ μικρότερο βαθμό προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της AnaCredit (κοινή βάση αναλυτικών πιστωτικών δεδομένων του Ευρωσυστήματος, στην οποία καταχωρούνται στοιχεία για τραπεζικά δάνεια προς επιχειρήσεις ύψους άνω των 25.000 ευρώ), στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020, περίπου 680 επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους είχαν υπόλοιπο 24,4 δισ. ευρώ, έναντι περίπου 59,8 χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων με υπόλοιπο χρηματοδότησης 41,4 δισ. ευρώ.
Και που πήγε όλη αυτή η ρευστότητα; Όπως ανέφερε προχθές ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, κατά 90% κατευθύνθηκε σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, σε ξένα ομόλογα -κατά πλειοψηφία ιταλικά που έχουν υψηλότερο επιτόκιο- στη μείωση του διατραπεζικού δανεισμού, και ένα μεγάλο ποσό, 18 δισ. ευρώ, επανακατατέθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου τα πιστωτικά ιδρύματα να κερδίσουν από τη διαφορά επιτοκίου δανεισμού από την ΕΚΤ και κατάθεσης στην ΤτΕ. Δηλαδή οι τράπεζες επέλεξαν κερδοσκοπικές, κατά κύριο λόγο, τοποθετήσεις και όχι την χρηματοδότηση της οικονομίας. Τι άλλο χρειάζεται, λοιπόν, προκειμένου να υπάρξει αποφασιστική παρέμβαση της πολιτείας και στο θέμα αυτό;