Την πρότασή του για τη βιώσιμη επανεκκίνηση της οικονομίας παρουσίασε την προηγούμενη εβδομάδα ο ΣΥΡΙΖΑ, η οποία συνοπτικά προβλέπει τρεις πυλώνες ώστε να ικανοποιηθεί το τρίπτυχο Οικονομία-Ανάπτυξη-Κοινωνική Συνοχή. Ο πρώτος πυλώνας περιλαμβάνει μέτρα για το ιδιωτικό χρέος της πανδημίας, και αφορά τις οφειλές προς το δημόσιο και τα χρέη προς τις τράπεζες. Ο δεύτερος πυλώνας περιλαμβάνει μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ο τρίτος πυλώνας αφορά ένα μόνιμο ολιστικό πλαίσιο διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους. Συζητάμε με τον Π. Κορκολή, υπεύθυνο ανάπτυξης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ και σύμβουλο του Α. Τσίπρα για θέματα οικονομίας και ανάπτυξης, για τη φιλοσοφία του προγράμματος και την κριτική που δέχτηκε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε την προηγούμενη βδομάδα ένα πακέτο μέτρων «για τη βιώσιμη επανεκκίνηση της οικονομίας». Ποιος ο στόχος αυτής της πρότασης;
Ξέραμε από την αρχή της πανδημίας ότι ο τρόπος για να αντιμετωπίσεις τις επιπτώσεις της στην οικονομία, θα απαιτούσε διάφορα βήματα. Το πρώτο βήμα θα ήταν τα μέτρα άμεσης στήριξης, κατά τη διάρκεια ισχύος των περιοριστικών μέτρων, που κλείνουν εν μέρει ή εν όλω την οικονομία. Το δεύτερο βήμα θα αφορούσε την επανεκκίνηση μετά το κλείσιμο και θα προσπαθούσε να χτίσει μία «γέφυρα», μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, ώστε να στηριχθούν άμεσα επιχειρήσεις και εργαζόμενοι, ενόσω λειτουργεί η οικονομία. Το τρίτο βήμα θα γινόταν σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, με στόχο την ανάκαμψη του ΑΕΠ σε επίπεδα προ της πανδημίας, επενδύοντας ταυτόχρονα στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Αυτά τα τρία βήματα, οι τρεις διαφορετικές χρονικότητες θα έλεγα, περιγράφουν τα απαραίτητα μέτρα επανεκκίνησης της οικονομίας. Το πρώτο βήμα καλυπτόταν με τα προγράμματα Μένουμε Όρθιοι Ι και ΙΙ. Το πακέτο μέτρων που ανακοινώθηκε τώρα εντάσσεται στο δεύτερο βήμα, και στοχεύει στη στήριξη της οικονομίας τους πρώτους μήνες μετά την επανεκκίνηση, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική κατάσταση. Το ότι, δηλαδή, οι επιπτώσεις από τόσους μήνες κλεισίματος της οικονομίας είναι μπροστά μας. Είναι φανερό ότι έχει προκύψει μείωση των θέσεων εργασίας, δραματική μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών, μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας –αν και αυτή σε κάποιο βαθμό έχει συγκρατηθεί, προς το παρόν, από τις αναστολές συμβάσεων εργασίας. Αυτά είναι όσα καταγράφονται ήδη. Όμως, οι εκτιμήσεις σε όλη την Ευρώπη, και σε όλο τον κόσμο, κάνουν λόγο για σοβαρότερες επιπτώσεις, οι οποίες αναμένεται να φανούν με το άνοιγμα της οικονομίας και επιβάλλουν μια προκυκλική αντίδραση, προκειμένου να αποτραπούν οι ακόμα δυσμενέστερες επιπτώσεις. Σε αυτή την ανάγκη απαντάμε με το πακέτο μέτρων που παρουσιάσαμε χθες.
Αναφέρθηκες στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Η κρίση του κορονοϊού έρχεται να προστεθεί πάνω στη δεκαετή οικονομική κρίση, από την οποία δεν πρόλαβε να συνέλθει η οικονομία και η χώρα. Πώς εντάσσεται το παραγωγικό δυναμικό στο σχεδιασμό επανεκκίνησης της οικονομίας;
Φαίνεται ότι ακόμα και επιχειρήσεις που άντεξαν στην οικονομική κρίση της δεκαετίας, έχουμε την ανησυχία ότι μπορεί να μην επιβιώσουν τώρα. Η πανδημική κρίση δρα σωρευτικά, σε μια οικονομία ήδη ταλαιπωρημένη. Ακόμα, λοιπόν, και αν πάρουμε τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την επιβίωση αυτών των επιχειρήσεων, τίποτα δεν μας εξασφαλίζει –εξαιτίας των παθογενειών δεκαετιών, του μοντέλου που έχει ακολουθηθεί και των σωρευτικών επιπτώσεων των κρίσεων- ότι αυτή η επανεκκίνηση θα είναι διατηρήσιμη, βιώσιμη και δίκαιη. Το στρατηγικής σημασίας ζήτημα δεν περιορίζεται απλά στην επιβίωση, αλλά στην αναγκαιότητα για ένα πολύ πιο διατηρήσιμο, βιώσιμο και δίκαιο παραγωγικό μοντέλο. Επομένως, ο σχεδιασμός ακόμα και των βραχυπρόθεσμων μέτρων γίνεται σε αυτόν τον ορίζοντα, αναλογιζόμενοι δε και τις προκλήσεις της πράσινης μετάβασης της οικονομίας και του τεχνολογικού και ψηφιακού μετασχηματισμού της, δύο παγκόσμιες μεγατάσεις, οι οποίες αυξάνουν την ανάγκη για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τις προγραμματικές θέσεις του και τις επιμέρους οικονομικές επεξεργασίες, όπως αυτή για το Ταμείο Ανάκαμψης, προσπαθεί να ενσωματώσει αυτές τις δύο προκλήσεις μέσα στην εξίσωση της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Ασκήθηκε κριτική ότι το πρόγραμμα που παρουσιάστηκε μένει στην «επανεκκίνηση», χωρίς να εντάσσεται σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο που περιέγραψες μόλις. Παράλειψη;
Ο κομματικός σχεδιασμός κινείται σε αυτή την κατεύθυνση που περιέγραψα. Να θυμίσω πως όταν παρουσιάστηκαν οι προγραμματικές μας θέσεις, οι οποίες έχουν στρατηγικό και μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα, ασκήθηκε κριτική πως δεν εμπεριέχουν άμεσα μέτρα. Είναι στον προγραμματισμό του κόμματος να εγκρίνει σε συνδιάσκεψη τον Μάιο τις προγραμματικές θέσεις και να παρουσιαστεί σε νέα εκδήλωση το σχέδιό μας για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Άρα παίρνει σάρκα και οστά το το τρίτο βήμα που περιέγραψα στην αρχή.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είδε πώς λειτουργούν οι κρατικοί μηχανισμοί και ποια τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ή προκαλούν. Μήπως θα έπρεπε ο στρατηγικός σχεδιασμός να περιέχει και διαρθρωτικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, σε ένα πιο συμμετοχικό μοντέλο;
Είναι πολλές φορές πιο εύκολο να διατυπώσεις τι θες να κάνεις και πολύ πιο δύσκολο πώς θα το κάνεις. Οι προγραμματικές μας θέσεις ενσωματώνουν τέτοιες εμπειρίες διακυβέρνησης και λαμβάνουν υπόψη δυσκολίες στον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης ή αναγκαιότητες θεσμικής ενίσχυσης συμμετοχικών διαδικασιών και διαδικασιών ελέγχου. Χωρίς μία τέτοια προεργασία, που στην ουσία σημαίνει και αποδοχή από πλευράς της κοινωνίας των πολιτικών μεταρρυθμίσεων που προτείνουμε, τα μέτρα που έχουμε σχεδιάσει δεν θα μπορέσουν να είναι ούτε εφαρμόσιμα ούτε αποτελεσματικά. Προφανώς, η συμμετοχική διάσταση του σχεδιασμού και η τεχνοκρατική προσέγγιση των επεξεργασιών είναι βασικές προϋποθέσεις, ώστε οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ να είναι αποτελεσματικές και κυρίως να διαρκέσουν. Στον αντίποδα όσων λέμε, δείτε με πόση ευκολία η κυβέρνηση ξηλώνει τις θεσμικές αλλαγές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και πόσο μικρή αντίσταση συναντά. Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, να επενδύσουμε στο συμμετοχικό σχεδιασμό αλλά και σε επεξεργασίες τέτοιου βάθους και έκτασης, που να διασφαλίζουν καλύτερες προϋποθέσεις επικράτησης των αριστερών πολιτικών με ισχυρή στήριξη από τη βάση της κοινωνίας.
Το προηγούμενο διάστημα, ο σχεδιασμός πολιτικών του ΣΥΡΙΖΑ γινόταν με «ταξική μεροληψία», όπως είχε ειπωθεί. Τώρα δίνεται έμφαση στη μεσαία τάξη. Πρόκειται για στροφή ή για συνέχεια του σχεδιασμού;
Στην περιγραφή των προγραμματικών μας θέσεων γίνεται σαφές με ποιες κοινωνικές δυνάμεις θεωρούμε ότι πρέπει να συνάψουμε συμμαχίες, για να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε το πρόγραμμά μας. Αυτές είναι πρώτα και κύρια οι δυνάμεις της εργασίας, αλλά και οι αυτοαπασχολούμενοι, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, τα δυναμικά στρώματα, οι νέοι και οι νέες, οι άνθρωποι του πολιτισμού και των τεχνών, οι επιστήμονες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορετικές πλευρές που αυτά τα στρώματα βλέπουν την πραγματικότητα ή αντιλαμβάνονται το συμφέρον τους. Όμως, θεωρούμε ότι στη μεγάλη εικόνα τα στρώματα αυτά πρέπει και μπορούν να συνάψουν συμμαχίες, διότι αντιμετωπίζουν κοινά προβλήματα και κοινές προκλήσεις και έχουν, εν τέλει, κοινά συμφέροντα.
Μια οικονομία χρειάζεται να έχει στοιχειώδεις συνθήκες ζήτησης, αγοραστικής αξίας και κατανάλωσης. Προφανώς κανείς δεν ισχυρίζεται ότι μια βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να στηριχθεί σε όρους κατανάλωσης και ζήτησης. Ωστόσο, αν πάρουμε αυτή την παράμετρο, θα δούμε ότι δεν συμφέρει μια μικρομεσαία επιχείρηση σε καμία περίπτωση να μειώνεται ο μισθός του εργαζόμενου, αφού το μεγαλύτερο μέρος του τζίρου της προέρχεται από τους εργαζόμενους. Τόσο απλά. Και μάλιστα πολλοί το κατάλαβαν, μετά τις εκλογές του 2019, όταν δεν δόθηκε το κοινωνικό μέρισμα τον Δεκέμβρη και επομένως είδαν να μειώνονται τα κέρδη τους στο διάστημα των εορτών. Και πολλά άλλα παραδείγματα μπορεί να δώσει κανείς. Στο πλαίσιο αυτό, μια συμμαχία είναι μονόδρομος. Από την άλλη, προφανώς το κείμενο των προγραμματικών θέσεων βάζει σε απόλυτη προτεραιότητα την αναβάθμιση της εργασίας, μέσω της ενίσχυσης του εισοδήματος των εργαζομένων και της θέσης τους στον οικονομικό κύκλο. Πολύ περισσότερο δε, βάζει προτεραιότητες όπου καλούμε τους εργαζόμενους να φτιάξουν συνεταιρισμούς και να πάρουν την παραγωγή στα χέρια τους ή να δημιουργήσουν ενεργειακές κοινότητες, οι οποίες αλλάζουν το παράδειγμα αναδιανομής του πλούτου, κ.λπ. Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να επαναπροσεγγίσει αυτά που αυτοπροσδιορίζονται ως μεσαία στρώματα είναι σωστή, διότι πρέπει να αποκαταστήσει μια σχέση που εν πολλοίς διαταράχτηκε είτε εξαιτίας της προπαγάνδας του αντιπάλου είτε από επιμέρους σφάλματα και παραλείψεις της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά την περίοδο των περιφερειακών αναπτυξιακών συνεδρίων, μία από τις ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις είναι το ζήτημα των υποδομών· από τους δρόμους, μέχρι τα λιμάνια ή τη διαθεσιμότητα υδάτων. Τα ζητήματα της παραγωγικής ανασυγκρότησης πρέπει να απαντούν και σε αυτές τις ελλείψεις.
Έχουμε να πατήσουμε σε ένα πολύ καλό κυβερνητικό παρελθόν, αφού αυτές οι ανάγκες είχαν διαγνωστεί πολύ έγκαιρα και για αυτό έγιναν πολύ μεγάλα βήματα, που έχουν μείνει στη συνείδηση ακόμα και φίλων άλλων πολιτικών παρατάξεων με ανεξίτηλο τρόπο. Να θυμίσω τα ειδικά αναπτυξιακά πλαίσια για Βόρειο και Νότιο Αιγαίο, με σκοπό να αντιμετωπίσουν και την πίεση που είχαν αυτές οι περιοχές με το μεταναστευτικό ζήτημα ή το πρόγραμμα Φιλόδημος, που υλοποιούσε αναπτυξιακά έργα μικρής κλίμακας, σε μια λογική να μοιραστούν οι πόροι με βάση τις ανάγκες. Σε αυτά μπορούμε να πατήσουμε, ώστε να κάνουμε πολλά περισσότερα.
Έγινε κριτική από τη Νέα Δημοκρατία για «λεφτόδεντρα», η οποία κοστολογεί το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε 15 δισ. Έχει βάση;
Στο επίπεδο της προπαγάνδας η κυβέρνηση μπορεί να λέει ό,τι θέλει και η παπαγαλία με τα «λεφτόδεντρα» συνεχίζεται. Όταν ανακοινώθηκε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ειδικά για το ΕΣΥ, η κυβέρνηση αφού προσπάθησε να το αποσιωπήσει, στη συνέχεια υποστήριξε ότι τα ίδια εφαρμόζει πάνω-κάτω. Η τακτική της κυβέρνησης στο πρόγραμμα για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους έγινε πιο σκληρή, παίρνοντας τη γνώριμη μορφή της. Αυτό μας δείχνει ότι η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να ετοιμάζει επεξεργασίες και να τις παρουσιάζει στον κόσμο είναι σωστή, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με αδιαφορία, ενοχλεί τη ΝΔ. Από εκεί και πέρα, να πω ότι το πρόγραμμα που ανακοινώσαμε –εξαιτίας και της εμπειρίας που αποκτήσαμε με την κυβερνητική θητεία- είναι επακριβώς κοστολογημένο. Η κυβέρνηση είναι αυτή που έχει επιβαρυμένο παρελθόν, όπως έδειξε η στατιστική υπηρεσία και τα επίσημα στοιχεία, στη μη ορθή κοστολόγηση μέτρων. Τα μέτρα, πάντως, που ανακοινώσαμε είναι προσωρινά και επομένως δεν επιβαρύνουν μόνιμα τον κρατικό προϋπολογισμό. Άλλωστε, για αυτό το λόγο έγινε και από την Ευρωπαϊκή Ένωση άρση του συμφώνου δημοσιονομικής σταθερότητας. Είναι αναγκαία συνθήκη να υλοποιηθούν τα μέτρα αυτά, αν θέλουμε να επιβιώσει η οικονομία. Και δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι ανεφάρμοστα, καθώς η κυβέρνηση έχει αυτή τη στιγμή περισσότερα όπλα από όσα είχε οποιαδήποτε άλλη ελληνική κυβέρνηση: το πρώτο είναι η άρση του συμφώνου δημοσιονομικής σταθερότητας, το δεύτερο τα ταμειακά αποθέματα που άφησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το τρίτο η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που κρατά πολύ χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού και το τέταρτο οι μεσοπρόθεσμες χρηματοδοτικές ενέσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ. Βάσει της πρακτικής της κυβέρνησης να μην παίρνει τα μέτρα που χρειάζεται, γίνεται φανερή μια ευρύτερη προσπάθεια για μια βίαιη αναδιάρθρωση σε βάρος ευρύτατων στρωμάτων του πληθυσμού.