Αν αποφάσιζαν αλλιώς δεν θα ήταν Χριστιανοδημοκράτες. Δεν θα ήταν δηλαδή ένα συντηρητικό, αποστεωμένο κόμμα, με ανίατες ιδεολογικές εμμονές, σκληρές εσωτερικές ιεραρχίες και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, που κατάφερνε επί σειρά ετών να κρύβει τη γύμνια του πίσω από την επιβλητική φιγούρα της «μητερούλας» Μέρκελ. Οι επικεφαλής της Χριστανοδημοκρατικής Ενωσης δεν τόλμησαν να κάνουν την έκπληξη. Υπέκυψαν στον... εαυτό τους.
Υποψήφιος καγκελάριος του κόμματος τους στις εκλογές του ερχόμενου Σεπτέμβρη θα είναι ο πρόεδρός τους και πρωθυπουργός στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, Αρμιν Λάσετ. Ενας 60χρονος πολιτικός παλαιάς κοπής, που σε όλες τις σχετικές μετρήσεις η συντριπτική πλειοψηφία των Γερμανών τον θεωρεί ακατάλληλο για το αξίωμα και η ίδια η βάση του κόμματος αμφισβητεί τη δυνατότητά του να φέρει τη νίκη.
Δεν θα έπρεπε να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό. Εδώ και χρόνια είναι πολλοί αυτοί που αναρωτιούνται τι θα απογίνει η Χριστιανοδημοκρατία μετά τη Μέρκελ. Η αποχώρηση της πολιτικού «χωρίς ιδεολογία» θα αποκαλύψει, πόσο ξεπερασμένη, πόσο κενή περιεχομένου είναι η «ιδεολογία» του κόμματος, που η καγκελάριος απλώς χρησιμοποίησε ως όχημα για να συντηρεί το δικό της είδωλο και τις δικές της προτεραιότητες. Η αδυναμία να βρεθεί μια προσωπικότητα, που θα μπορέσει να εκφράσει κάτι καινούριο, σε μια κοινωνία που αισθάνθηκε εξαιτίας και της πανδημίας ότι πολλά από τα αυτονόητα του παρελθόντος έχουν πλέον καταρρεύσει, δεν είναι απλώς πρόβλημα «πολιτικού προσωπικού». Η τρομερή εσωτερική σύγκρουση, που προηγήθηκε της παραίτησης από τη διεκδίκηση της θέσης του Βαυαρού Μάρκους Ζέντερ, δείχνει πόσο αμείλικτα είναι τα αδιέξοδα του κόμματος που έχει ταυτιστεί με το ίδιο το κράτος.
Το πρόβλημα είναι τόσο προφανές, που αναρωτιέσαι πώς δεν το βλέπουν. Λίγες ώρες μετά την απόφαση για τον Λάσετ, η Χριστιανοδημοκρατία είχε ήδη κατρακυλήσει στις δημοσκοπήσεις στη δεύτερη θέση πίσω από τους Πράσινους. Για αυτούς η ανακοίνωση Λάσετ ήρθε σαν θείο δώρο. H «μικρή και άπειρη» Ανναλένα Μπέρμποκ, η δική τους υποψήφια βρέθηκε με το όχι και τόσο συντριπτικό 36% έντεκα ολόκληρες μονάδες πάνω από τον βασικό της αντίπαλο, στο ερώτημα για την/τον καταλληλότερη/ο να κυβερνήσει τη χώρα. Φυσικά και όλα αυτά είναι αντιδράσεις της πρώτης στιγμής, αλλά δείχνουν και το κλίμα, που διαμορφώνεται πλέον και μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινηθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις τους επόμενους πέντε μήνες. Ανάμεσά τους και η ακροδεξιά, η οποία βλέπει κι αυτή μια «χρυσή ευκαιρία» να αρπάξει ψήφους από τη Χριστιανοδημοκρατία, κυρίως από τη δεξαμενή εκείνων που δεν διανοούνται να πάνε «αριστερότερα». Σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Ιταλία) έχουμε ήδη βιώσει πού οδηγεί η αδυναμία της Κεντροδεξιάς να ανανεωθεί, να πιάσει τα σημεία των καιρών, να αποδεσμευτεί από τις ομηρίες της, τόσο πνευματικές όσο και οικονομικές. Ειδικά τώρα σε μια περίοδο διευρυνόμενης ανασφάλειας και ανισοτήτων. Αν συμβεί κάτι ανάλογο και στη Γερμανία δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την υπόλοιπη Ευρώπη.