Μπράντον Τέιλορ «Αληθινή ζωή», μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδόσεις Κάκτος, 2021
Ο Γουάλας εκπονεί τη μεταπτυχιακή του διατριβή στη βιοχημεία (όπως και ο ίδιος ο Μπράντον Τέιλορ) σε ένα πανεπιστήμιο των Μεσοδυτικών πολιτειών, το οποίο κυριαρχείται από λευκούς, φοιτητές και διδακτικό προσωπικό. Ο Γουάλας είναι γκέι και μαύρος, και το συγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα ήταν το πρώτο «εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες που περιλάμβανε έναν μαύρο».
Ο Γουάλας έχει κι αυτός μια μικρή παρέα από συμφοιτητές, «τη συγκεκριμένη δική του παρέα λευκών». Στην πραγματικότητα όμως είναι ένας αουτσάιντερ, ένας άνθρωπος απομονωμένος/μοναχικός που ζει στο περιθώριο ή στο όριο, ακόμα κι όταν συναντιέται με την παρέα του νιώθει ότι δεν χωράει πουθενά: «δεν πήγαινε μαζί τους επειδή ποτέ δεν ένιωθε ότι τον ήθελαν στ’ αλήθεια». Έχει πλήρη επίγνωση πως, ό,τι και να κάνει και παρά τα επιφαινόμενα, κατά βάθος ο κόσμος στον οποίο κινείται θα τον κοιτάζει πάντα με εκείνο το ιδιαίτερο βλέμμα. Ξέρει επίσης ότι «οι άνθρωποι μπορούν να είναι απρόβλεπτοι στη σκληρότητά τους». Όταν ο Γουάλας συγκρούεται έντονα με μια συμφοιτήτριά του, μια λευκή γυναίκα, αυτή τελικά τον κατηγορεί για μισογυνισμό. Ο Γουάλας, «μόνος ανάμεσα σε λευκούς», αντιλαμβάνεται πως η αντιπαράθεση ενώπιον των υπευθύνων (που τον κοιτάζουν με το ίδιο επιφυλακτικό βλέμμα) και η όποια υπεράσπιση του εαυτού του είναι μάταιη: «θα μπορούσε να πει ότι το φέρσιμό της ήταν ρατσιστικό, ομοφοβικό. Θα μπορούσε να πει για το πώς τον αντιμετωπίζουν, για το πώς τον κοιτάζουν, για το πώς αισθάνεται όταν οι μόνοι που μοιάζουν μαζί του είναι οι επιστάτες. Θα μπορούσε να πει ένα εκατομμύριο πράγματα, αλλά ξέρει ότι κανένα δεν θα είχε σημασία». Μπροστά σε αυτή τη διαρκή αμφισβήτηση, ο Γουάλας θα πιεστεί να αναρωτηθεί αν θα πρέπει να μείνει ή να φύγει.
Έτσι κι αλλιώς, ο Γουάλας έχει βαρεθεί να είναι αόρατος, να τον κοιτάζουν συγκαταβατικά (με ανοχή…) επειδή προέρχεται «από ένα δύσκολο υπόβαθρο»: ξέρει ότι η έλλειψη που του καταλογίζουν είναι «η έλλειψη λευκότητας», μια έλλειψη που «δεν μπορεί να την υπερνικήσει […] όσο σκληρά κι αν προσπαθεί […] θα είναι πάντα υπό αίρεση στα μάτια αυτών των ανθρώπων, όσο κι αν τον συμπαθούν ή ευγενικά του φέρονται». Ξέρει πως πίσω από το δημοκρατικό και ανοιχτόκαρδο περιτύλιγμα θα υπάρχει πάντα η υπόρρητη απόσταση/απόρριψη που το πολύ πολύ θα ψάχνει κάποιες μαύρες ή γκέι πινελιές ως απόδειξη και επίδειξη μιας υποτιθέμενης φιλελεύθερης ανοχής.
Το μυθιστόρημα ακολουθεί τους κανόνες του campus novel («νέου τύπου», γράφει ο New Yorker), ενός είδους που ο Τέιλορ αγαπά αλλά σπανίως έβρισκε τον εαυτό του στους χαρακτήρες των βιβλίων που εντάσσονται στο συγκεκριμένο είδος. Στο πλαίσιο αυτό, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στην ψυχολογία του κεντρικού χαρακτήρα του, παίζει με τις αποχρώσεις και σκαλίζει τις κρυφές γωνιές ενός ανθρώπου που έχει πληγές βαθιές και βαθιά βιωμένες.
Ο Τέιλορ γράφει μια ιστορία για έναν κόσμο όπου, όπως έχει πει, όποιος δεν είναι στρέιτ λευκός άνδρας αυτόματα υποτιμάται, αλλά και όπου το να είναι κανείς λευκός «δεν είναι ποτέ μειονέκτημα με τους γκέι άντρες». Ο ίδιος ο συγγραφέας αποφεύγει τις ετικέτες και λέει πως δεν θέλει να ταξινομείται μονοσήμαντα ως συγγραφέας της μαύρης και κουήρ λογοτεχνίας, προσθέτοντας μάλιστα πως κάποιες εύκολες ταμπέλες τελικά συμβάλλουν σε έναν τρόπο συζήτησης που κάνει την τέχνη των μαύρων καλλιτεχνών αόρατη στο βλέμμα των λευκών. Σε συνέντευξή του στην Guardian σχολιάζει αγανακτισμένος την εύκολη σύγκριση με τον Μπόλντουιν, αναρωτώμενος «με ποιο ακριβώς βιβλίο του Μπόλντουιν λοιπόν συνομιλεί το βιβλίο μου;».
Πολλά διηγήματα του Μπράντον Τέιλορ έχουν δημοσιευθεί σε έγκυρα λογοτεχνικά και άλλα περιοδικά. Ο συγγραφέας, υπότροφος μεταξύ άλλων του Λογοτεχνικού Ιδρύματος Lambda, έχει συμμετάσχει και στο περίφημο Εργαστήριο Συγγραφέων της Άιοβα, που έχει αφήσει ίσως το ίχνος του στη διαχείριση του υλικού αυτού του σύνθετου βιβλίου. Η Αληθινή ζωή είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και ήταν στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Μπούκερ του 2020.