Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Η καθηγήτρια στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, Δέσποινα Παπαδοπούλου αναλύει στην «Εποχή» τους παράγοντες της «εκρηκτικής κοινωνικότητας» στις πλατείες και τη φοβική στάση της κυβέρνησης, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την κοινωνική κρίση που θα ακολουθήσει της πανδημίας.
Το τελευταίο διάστημα πραγματοποιούνται μεγάλα μαζέματα σε πλατείες, παρά τις απαγορεύσεις. Πώς περάσαμε από τη μεγάλη συμμόρφωση στα μέτρα σ’ αυτό το φαινόμενο;
Είναι σημαντικό να διακρίνουμε ότι αυτό που συμβαίνει τώρα, είναι μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου. Είναι σαφές ότι μέσα στην πανδημία υπάρχει χαλάρωση του κοινωνικού δεσμού και πλημμελής κοινωνικοποίηση. Δεν μπορούμε να συμμετέχουμε όλοι με τους όρους που συμμετείχαμε πριν στην κοινωνία. Αυτό, βέβαια, έχει επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα: στην υγεία μας, την καθημερινότητά μας, στις σχέσεις μας. Υπάρχει, λοιπόν, μια συνολική αλλαγή στην οργάνωση του χρόνου, η οποία αποτυπώνεται στη χαλάρωση, μέχρι και τη διάρρηξη, του κοινωνικού δεσμού -και ιδιαίτερα για τις ευπαθείς ομάδες. Αυτό εμφανίζεται πολλαπλασιαστικά εκεί που υπάρχει η μεγαλύτερη ανάγκη για κοινωνικότητα, δηλαδή στους νέους, καθώς αποτελεί και παράγοντα συγκρότησης της ταυτότητάς τους. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν είχε, βέβαια, ποτέ συγκροτημένες και στοχευμένες πολιτικές για τους νέους. Όλα περνούσαν μόνο μέσα από την εκπαιδευτική πολιτική, συρρικνώνοντας έτσι την ταυτότητά τους, αφού δεν μεριμνούσε για τον ελεύθερό τους χρόνο και την ευρύτερη παιδεία τους. Αυτά είναι αφημένα αποκλειστικά στη μέριμνα της οικογένειας, όπως άλλωστε ολόκληρο το πεδίο της φροντίδας, αντίθετα από την συνταγματική επιταγή. Υπό αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, είναι επόμενο ότι θα είχαμε το φαινόμενο των πλατειών.
Ακόμα και τώρα, η επάνοδος στην κοινωνική ζωή γίνεται με το άνοιγμα της εστίασης μόνο, ενώ αυτό των πολιτιστικών χώρων παραπέμπεται στο μέλλον. Τι μάς δείχνει αυτό για τη θεώρηση της κυβέρνησης όσον αφορά την ψυχαγωγία και την κοινωνικότητα;
Ασφαλώς η κυβέρνηση έχει μια ελλειμματική αντίληψη για το πώς θα πρέπει να λειτουργεί μια κοινωνία και την διακρίνει ανισορροπία. Δεν μεριμνά για όλες τις ηλικιακές κατηγορίες και τους διαφορετικούς επαγγελματικούς κλάδους με τον ίδιο τρόπο. Οι προτεραιότητες της δεν καθορίζονται από τις ανάγκες της κοινωνίας. Ενδιαφέρεται να καλύψει κάποια οικονομικά κενά και αυτό το κάνει ανισόρροπα, θεωρώντας πως πρέπει να ενισχύσει κυρίως τον τουρισμό και γι’ αυτό ξεκινάει από την εστίαση. Για τις κοινωνικές ανάγκες δεν υφίσταται καμία πολιτική, και ως εκ τούτου ούτε για αυτές των νέων. Μόνο που το αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης λειτουργεί πολλαπλασιαστικά στους νέους, σε σχέση με τις άλλες ηλικίες. Μια άλλη κυβέρνηση θα μπορούσε να αντιγράψει πολιτικές για τη νεότητα και την κοινωνικοποίηση, ώστε οι νέοι να μην υποστούν αυτή την τεράστια καταπίεση και να μην οδηγηθούμε σ’ αυτό το αδιέξοδο και την ανισορροπία. Για παράδειγμα, να τους είχαν δοθεί εξαρχής ανοικτοί δημόσιοι χώροι, να ενεργοποιηθούν οι δήμοι, τα κέντρα νεότητας και οι τοπικοί σύλλογοι, να ανοίξουν οι σχολικοί χώροι για αθλητικές δραστηριότητες κ.ο.κ. Οι νέοι μ’ αυτόν τρόπο θα μπορούσαν να συνεχίσουν να βρίσκονται με προφυλάξεις και να συμμετέχουν στην κοινωνία.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση έχει επιλέξει να μην κάνει τίποτα για το φαινόμενο στις πλατείες, ερχόμενη σε αντίθεση με την προηγούμενη στάση της σκληρής αστυνόμευσης. Επηρεάστηκε από τη δημοσκοπική δυσαρέσκεια για την αστυνομοκρατία ή την απασχολεί η καταστολή μόνο των διαδηλώσεων;
Καταρχάς η κυβέρνηση δείχνει αμήχανη στη διαχείριση της πανδημίας και για θεμελιώδη ζητήματα έχει άγνοια και έλλειψη εμπειρίας. Η προστασία της δημόσιας υγείας προωθείται μόνο μέσα από την αξία της δημόσιας ασφάλειας, η οποία εκφράζεται με πρακτικές καταστολής, αντί ενίσχυσης των δημόσιων δομών υγείας. Αυτή συνεχίζει να είναι η κατεύθυνσή της και τώρα, παρότι δεν έχει παρέμβει στις πλατείες. Το πέρασμα από την ακραία καταστολή και τον εκφοβισμό, στην ανέχεια απέναντι σε μια εκρηκτική κοινωνικότητα δείχνει ακριβώς την αδυναμία της κυβέρνησης να διαχειριστεί το πρόβλημα. Είναι σαφές ότι έχει πάρει ένα μήνυμα από την κοινωνία που την έχει φοβίσει, μεταφράζοντάς το σε σπασμωδικές πολιτικές στο αντίθετο άκρο. Ιδίως μετά τα περιστατικά στη Νέα Σμύρνη, φοβήθηκε την ενδυνάμωση των τοπικών ταυτοτήτων που δημιούργησε η άσκηση αστυνομικής βίας στις γειτονιές. Μέσα από τις τοπικές συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες, βλέπουμε ότι υπάρχει μια αφύπνιση πάλι.
Το φαινόμενο των πλατειών όπως το διαχειρίζεται η κυβέρνηση και υπό τη λογική της ατομικής ευθύνης, που προωθείται, υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει σε κοινωνική σύγκρουση, ιδιαίτερα διαγενεακή;
Επειδή το φαινόμενο εκφράζεται ως αντίδραση στην προηγούμενη καταπίεση και απομόνωση, δεν νομίζω ότι θα παραταθεί σε βάθος χρόνου, αλλά θα ξεφουσκώσει. Δίνει την εντύπωση μιας διαγενεακής σύγκρουσης, αλλά δεν θα είναι ένα φαινόμενο που θα πάρει επικίνδυνες διαστάσεις, πρόκειται για ένα ξέσπασμα. Υπό έναν όρο, βέβαια. Ότι η κυβέρνηση δεν θα ξαναπεράσει στο άλλο άκρο της καταστολής πάλι, γιατί δυστυχώς έχουμε δει αυτό το ανορθολογικό άνοιξε – κλείσε μέσα στην πανδημία. Αν το ξανακάνει αυτό, τότε η κατάσταση θα ξεφύγει.
Το λοκντάουν φαίνεται να λήγει σιγά-σιγά, τι αφήνει όμως πίσω του όσον αφορά στις πρακτικές της κοινωνικής ζωής και επαφής; Δεδομένου, μάλιστα, ότι η πανδημία συνεχίζεται.
Να πούμε αρχικά ότι μπαίνουμε σε χωράφια με άγνωστες πτυχές, γιατί δεν ξέρουμε τις ακριβείς συνθήκες εξέλιξης της πανδημίας. Προς το παρόν η εκτίμηση είναι ότι θα επανέλθει μια μορφή κοινωνικότητας, ενδεχομένως με άναρχους όρους στην αρχή. Αυτό που βλέπουμε τώρα στους νέους, δηλαδή, θα το δούμε εν γένει. Η ψηφιακή, βέβαια, κοινωνικότητα που κυριάρχησε εν μέσω λοκντάουν, δεν θα φύγει. Δεν θα πιάσουμε, δηλαδή, το νήμα από κει που το αφήσαμε πριν έρθει η πανδημία. Αυτή είναι μια τεράστια αλλαγή, με έντονες ταξικές πτυχές, που μπορεί να οδηγήσει σε άλλου είδους διαρρήξεις και μεταξύ της νεολαίας πια. Από εκεί και πέρα, αν κάνουμε μια προβολή σε ένα - δύο χρόνια, νομίζω πως θα υπάρξει μια μεταβολή του κοινωνικού προβλήματος από τη φοβική αντιμετώπιση μιας πανδημίας, σε ένα πρόβλημα επιβίωσης, που θα είναι πολύ έντονο. Ήδη εκφράζεται βαθιά αγωνία για το πώς θα επανέλθουμε οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά. Το κυρίαρχο πρόβλημα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε, θα είναι μια βαθιά κοινωνική κρίση, με οικονομικούς όρους. Το πώς θα εκφραστεί σε επίπεδο κοινωνικότητας, μένει να το δούμε. Γνωρίζουμε ότι η οικονομική ανέχεια μειώνει σημαντικά την κοινωνικότητα. Θα δούμε, όμως, πώς θα εκφραστεί αυτό στα κοινωνικά κινήματα και στην πολιτική. Πιθανά να υπάρξουν έντονες κοινωνικές διεκδικήσεις τότε, κάτι που εν μέσω πανδημίας δεν ήταν δυνατόν, αλλά και φαινόμενα βίας. Μία τελευταία πολιτική εκτίμηση θα ήταν ότι πιθανότατα η διακυβέρνηση Μητσοτάκη θα βρεθεί μπροστά σε απρόβλεπτες κοινωνικές εξελίξεις, που θα την οδηγήσουν σε απρόσμενες πολιτικές αποφάσεις.