Αυτό που μέχρι προχθές ακουγόταν κοινότυπο στην επανάληψή του, ότι δηλαδή ο κόσμος θα είναι διαφορετικός μετά την πανδημία, φαίνεται να προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας νέας πραγματικότητας μετά το πρόγραμμα για τις δημόσιες υποδομές της χώρας του που παρουσίασε πρόσφατα ο πρόεδρος Μπάιντεν. Ένα στρατηγικό εγχείρημα ύψους 2,3 τρισ. δολαρίων για δρόμους, γέφυρες, σιδηροδρόμους, πράσινη ενέργεια, ψηφιακά δίκτυα, ηλεκτροκίνητα οχήματα, στήριξη υποβαθμισμένων περιοχών, κ.λπ., σε βάθος οκταετίας, για τη δημιουργία εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας.
Συμποσούμενο στο συνολικό πρόγραμμα κρατικών δαπανών ύψους σχεδόν 6 τρισ. δολαρίων για τη στήριξη εισοδημάτων, ανέργων, θέσεων εργασίας, κοινωνικών υπηρεσιών, δημόσιων υποδομών που προωθεί η κυβέρνηση Μπάιντεν, εύλογα παραπέμπει στο New Deal του προέδρου Ρούζβελτ στο Μεσοπόλεμο, ένα πρόγραμμα αναπροσανατολισμού της αμερικανικής οικονομίας, που προσέδωσε νέα δυναμική σε έναν καπιταλισμό σε παρακμή.
Πρόκειται, σε τάξη μεγέθους, για ένα New Deal επί δύο. Και αποτιμάται ανάλογα: «ένα στοίχημα ότι το κράτος μπορεί να πετύχει κολοσσιαία πράγματα, που δεν μπορεί να πετύχει ο ιδιωτικός τομέας», κατά τους New York Times, που συμπληρώνουν εύστοχα: «το τραύμα της πανδημίας και η κλιμάκωση των κοινωνικών ανισοτήτων μετατόπισαν το κέντρο βάρους της εθνικής πολιτικής ζωής».
Και όχι μόνο αυτής, καθώς προβλέπεται το κόστος να καλυφθεί από τη σημαντική αύξηση των φόρων στα εταιρικά κέρδη και των εισοδημάτων φυσικών προσώπων άνω των 400.000 δολαρίων για τα επόμενα 15 χρόνια. Το επιχειρηματικό κατεστημένο δεν φαίνεται να δυστροπεί. Επαναπαύεται στην προσδοκία πολλαπλάσιων κερδών από την «έκρηξη κρατικού καπιταλισμού» του νέου New Deal; Ίσως. Υπάρχει, άλλωστε, η σχετική εμπειρία από το πρώτο… διδάξαν, εκείνο του Μεσοπολέμου.
Σε ό,τι –από την άλλη– αφορά το πολιτικό κόστος, ο πρόεδρος Μπάιντεν φαίνεται να εμπιστεύεται τη θετική ανταπόκριση στην αύξηση των θέσεων εργασίας και του εισοδήματος του μέσου αμερικανικού νοικοκυριού, και την τόνωση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας μέσω της αφύπνισης της ζήτησης των μεσαίων και ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων – της «μεσαίας τάξης», στην οποία απευθύνθηκε πρόσφατα, από το Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνιας, μια από τις πολιτείες που τον ανέδειξαν στην προεδρία: «Εσείς, η μεσαία τάξη, χτίσατε αυτή τη χώρα … Είναι καιρός να ξαναχτίσουμε τη μεσαία τάξη».
Αλλά ο απώτερος στόχος που θέλει να υπηρετήσει η γρήγορη έξοδος από την υγειονομική κρίση, η παλιννόστηση των ψήφων που ανέδειξαν τον Τραμπ και η ταχεία ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας είναι άλλος. Είναι η ανάκτηση της ισχύος της Αμερικής διεθνώς και η ανάδειξη της οικονομίας της σε παγκόσμιο υπόδειγμα, όπως μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Στόχος που προϋποθέτει επαρκή κοινωνική συνοχή εσωτερικά και μια επαρκώς πειστική εξωτερική απειλή, η οποία να κάνει ξανά αναγκαία την εγγύηση της στρατιωτικής ισχύος της Αμερικής στους συμμάχους της. Σε πρόσφατη σύνοδο του ΝΑΤΟ, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών ζήτησε την ενότητα της Δύσης απέναντι στις «στρατιωτικές φιλοδοξίες της Κίνας και τη ρωσική επιθετικότητα»...
Η Δύση, η Ευρωπαϊκή Ένωση συγκεκριμένα, δεν θα ήθελε να εμπλακεί σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο. Όμως η επικύρωση της απόφασης την ΕΕ να υπογράψει εμπορική και επενδυτική συμφωνία με την Κίνα εκκρεμεί. Και η επαναπροσέγγιση με τη Μόσχα, την οποία θέλει το Παρίσι, καρκινοβατεί. Προϋποθέτει ανάλογη αποστασιοποίηση από τη βορειοατλαντική συμμαχία, πράγμα που, με τη σειρά του, σημαίνει, ενδοευρωπαϊκά, την αναβάθμιση του ρόλου της Γαλλίας. Η οποία, όντας μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και πυρηνική δύναμη, φιλοδοξεί μεν να αναλάβει τον απογαλακτισμό της Ευρώπης από την αμυντική πατρωνία των ΗΠΑ, προσκρούει όμως στην εμμονή της Γερμανίας να υπαγορεύει εκείνη, από ύψους οικονομικής ισχύος, τους όρους σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση (θυμόσαστε;) πολλών ταχυτήτων, δηλαδή μια Ευρώπη χωρίς την εσωτερική συνοχή που απαιτεί ένας αυτόνομος λόγος διεθνώς.
Αποτέλεσμα; Την ίδια ώρα που η Αμερική έριχνε 6 τρισ. δολάρια για την άμεση στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων που πλήττονταν από την πανδημία, η Ευρώπη των 27 –μετά βίας παρακάμπτοντας τα γερμανικά ταμπού της δημοσιονομικής πειθαρχίας– κατέληγε να ρίξει μόλις 750 δισ. ευρώ σε μια οικονομία –την οικονομία της— ίση σε μέγεθος με τα τρία τέταρτα της αμερικανικής.
Κεντρικά η Ευρώπη, σε αντίθεση με ό,τι επιτελείται στρατηγικά στις ΗΠΑ, αποστρέφει το βλέμμα από την ανάγκη για εσωτερική συνοχή. Και αυτό διαχέεται, ως πολιτική αντίληψη, στα επιμέρους.
Υπόδειγμα ακραίας αδιαφορίας για την κοινωνική συνοχή, η Ελλάδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η οποία εκμεταλλεύεται στο έπακρο την αναστολή των όρων της κοινωνικής συνοχής που επέβαλαν η πανδημία, ο εγκλεισμός και η καταστολή του συνέρχεσθαι και συναθροίζεσθαι, για να προωθήσει μια σειρά από αντεργατικούς νόμους που, σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, κατατάσσουν τη χώρα στην τελευταία θέση των 27 της ΕΕ ως προς τα δικαιώματα της εργασίας. Το νομοσχέδιο που φέρνει στη Βουλή μετά το Πάσχα ο υπουργός Εργασίας ουσιαστικά καταργεί το 8ωρο, εκατό χρόνια από την κατοχύρωση του, με αγώνες και θυσίες, το 1920. Επιβάλλει τις ατομικές συμβάσεις. Θεσμοθετεί την απλήρωτη υπερωριακή εργασία. Ακυρώνει το δικαίωμα στην απεργία. Καθιστά ανεξέλεγκτες της απολύσεις εργαζομένων.
Όλα αυτά σε μια χώρα όπου, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι εργαζόμενοι δουλεύουν τις περισσότερες ώρες σε όλη την Ευρώπη: 2.035 ώρες ετησίως, έναντι 1.363 ωρών στη Γερμανία. Όπου 700.000 εργαζόμενοι αμείβονται με λιγότερα από 400 ευρώ μικτά το μήνα. Όπου υπάρχουν 1.150.000 καταγεγραμμένοι άνεργοι, και χιλιάδες άλλοι στην αδήλωτη ανεργία, η οποία θα εκτοξευτεί όταν σταματήσουν οι αναστολές των συμβάσεων.
Ο ρηχός καπιταλισμός των χορηγών της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ένας επαρχιώτικος καπιταλισμός που αναζητά τα πρότυπά του εκεί που τον βολεύουν κάθε φορά. Με την κοινωνική συνοχή ας ασχοληθούν αυτοί που θα αναλάβουν μετά την καταστροφή.
Έχει ξαναγίνει.
Με τα μνημόνια.