Ο ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη Κυριακή έκανε το πρώτο σημαντικό βήμα μιας δύσκολης και τραχιάς διαδρομής. Τώρα, υπάρχει σαφής αφετηρία, υπάρχει βάση εκκίνησης για να στηρίξει το σχέδιό του. Επρόκειτο για ένα πολιτικά σοφό εκλογικό αποτέλεσμα, διότι δεν του εξασφάλιζε απλώς τη νίκη, επιπλέον, τον προφύλασσε από τις περιπέτειες μιας κυβέρνησης μειοψηφίας ή μιας κυβέρνησης με δυνάμεις που έχουν προγράμματα ασύμβατα με του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση μαζί με τους ΑΝΕΛ και τους Οικολόγους - Πράσινους ήταν λύση οικεία.
Θα ήταν, όμως, πρόχειρη και ελλιπής η ανάλυση που θα επιχειρούσε κάποιος περιοριζόμενος μόνο στο αποτέλεσμα, στο «ποιος νίκησε ποιος κέρδισε». Κάτι βαθύτερο καταγράφηκε σ’ αυτή την αναμέτρηση. Η προτίμηση, έστω με κριτική ή και επικριτική ακόμα διάθεση, του ΣΥΡΙΖΑ έχει τις ρίζες της στο αγωνιστικό παρελθόν όχι μόνο το δικό του, αλλά της ιστορικής αριστεράς. Υπερίσχυσε ο ΣΥΡΙΖΑ έναντι κατ’ αρχάς μιας ισχυρής δεξιάς αντιπολίτευσης και επιλέχθηκε από μεγάλο μέρος των υποτελών τάξεων και μεγάλο μέρος του αριστερού κόσμου με καθαρή άποψη για τα διακυβεύματα της επόμενης περιόδου και σαφή προτίμηση ως προς το ποια πολιτική δύναμη θέλει να τα διαχειρισθεί.
Τρίτη κατά σειρά εκλογική υπερίσχυσηΟύτε τα λάθη, ούτε οι άστοχες επιλογές δεν εμπόδισαν τους πολίτες να κρίνουν με πολιτική ψυχραιμία και ταξική φρόνηση. Πολιτικοί επιστήμονες και ιστορικοί θα αναζητήσουν επισταμένως ερμηνείες για την ικανότητα της ελληνικής κοινωνίας να καταγράψει την τρίτη κατά σειρά λαϊκή νίκη: τη νίκη της 25ης Ιανουαρίου, τη νίκη του δημοψηφίσματος υπέρ του «όχι» και τη νίκη τώρα της 20ης Σεπτέμβρη.
Θα υποχρεωθούν να ανατρέξουν στην αφετηρία, στο κίνημα των πλατειών και να παραδεχθούν ότι τότε συνέβη μια χειραφέτηση των λαϊκών τάξεων, που διαρκεί ακόμη και παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Ο Αλέξης Παπαχελάς θα πει το ίδιο πράγμα, αλλά με άλλα λόγια, στην «Καθημερινή» την περασμένη Τετάρτη: «Η αρχή της κρίσης και το επεισόδιο των «αγανακτισμένων» προκάλεσαν ένα βαθύ ρήγμα εμπιστοσύνης ανάμεσα σε πολλούς Έλληνες και τους εκπροσώπους των θεσμών της χώρας. Κάθε χώρα χρειάζεται τους ταγούς της».
Διαρκή αξιολόγηση της κυβέρνησηςΣημειώσαμε προηγουμένως ότι υπάρχει πλέον μια καθαρή αφετηρία για την κυβέρνηση. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχει ταυτόχρονα εξασφαλίσει και ένα σταθερό έδαφος. Αυτό, σε ό,τι αφορά το ΣΥΡΙΖΑ που είναι και ο κορμός της κυβέρνησης, εξαρτάται από το πώς θα εργαστεί το αμέσως επόμενο διάστημα σε τρεις, τουλάχιστον, τομείς. Στο περιεχόμενο της πολιτικής της κυβέρνησης, στην ευρωπαϊκή του πολιτική, στην ανασυγκρότηση του κόμματος και το πώς θα λειτουργεί μέσα στα κινήματα.
Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στην ανάγκη υλοποίησης ενός προγράμματος παρεμβάσεων, που θα στρέψει προς τη δική μας πλευρά τα σοβαρά ανοιχτά θέματα της συμφωνίας. Επίσης έχουμε σημειώσει την ανάγκη συγκρότησης ενός προγράμματος παρεμβάσεων, που θα υλοποιούν τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Ένα ευρύ, επίσης, πρόγραμμα περιφερειακών, κλαδικών ή θεματικών παρεμβάσεων είναι απαραίτητο. Και τελευταίο, αλλά πολύ σημαντικό, πρέπει να υπάρξουν τοπικά προγράμματα «μικρών» παρεμβάσεων που θα σχετίζονται ευθέως με τα λαϊκά μικρά προβλήματα. Στα τέσσερα χρόνια κυβέρνησης, παρά τους περιορισμούς των μνημονίων μπορεί να συντελεστεί ή να εκκινήσει τεράστιο έργο.
Αργοπορίες που βαραίνουνΒαραίνουν, ωστόσο, οι αργοπορίες των πρώτων επτά μηνών, όπως και η πολύ λειψή προγραμματική προετοιμασία μετά το 2012. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μέτρα εισπρακτικά που επιβάλλονται από τη συμφωνία να γίνονται ακόμη πιο επώδυνα πολιτικά. Να μην εντάσσονται, δηλαδή, σε ένα σχέδιο σαφές που θα πείθει ότι όντως θα υλοποιήσουμε την υπόσχεση αναδιανομής των βαρών κ.τ.λ. Θα ήταν εντελώς διαφορετικό, για παράδειγμα, το πολιτικό κόστος από τη μη κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, αν η κυβέρνηση είχε έτοιμη και κοινοποιημένη τη δική της πρόταση για ένα φόρο περιουσίας κοινωνικά δίκαιο, που θα αποδίδει ταυτόχρονα και έσοδα. Ακόμη καλύτερα θα ήταν τα πράγματα, ως προς το πώς γίνονται κατανοητοί οι υπόλοιποι φορολογικοί μνημονιακοί καταναγκασμοί, αν συνολικά ήταν γνωστή η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος που σκεφτόμαστε, αλλά πολύ συγκεκριμένα, όχι με γενικόλογες διατυπώσεις.
Έξω πάμε καλύτερα;Η ευρωπαϊκή πολιτική της κυβέρνησης ή σωστότερα η αναζήτηση συμμαχιών εν όψει της σκληρής διαπραγμάτευσης που θα ακολουθήσει, όχι μόνο για το χρέος, τη μετανάστευση, την ανάπτυξη, αλλά και για άλλα θέματα, είναι επίσης ένα σοβαρό ζήτημα. Μπορεί χρονικά να μην ευνοήθηκε η ελληνική διαπραγμάτευση, με την έννοια ότι οι συσχετισμοί ήταν πολύ πιο δυσμενείς στην αρχή του χρόνου, ωστόσο οι μικρές ρωγμές στο καθεστώς της λιτότητας και στη γερμανική ηγεμονία, που άνοιξαν και με την πίεση της ελληνικής πλευράς μπορεί να διευρυνθούν.
Το τελευταίο ταξίδι του πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες, το πρώτο μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ που μάλλον εξέπληξε και δυσαρέστησε την νεοφιλελεύθερη ελίτ της ευρωζώνης αποκάλυψε δυνατότητες. Μικρές ίσως προς το παρόν, όμως ωριμάζει μια γενικότερη αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που διαπερνά πλέον τους Πράσινους και διχάζει τους σοσιαλδημοκράτες.
Το ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ και η συνάντηση με επίσημους παράγοντες εκεί, μάλλον και με τον πρόεδρο Ομπάμα, συμπληρώνει αυτή την εικόνα. Ούτε η Ελλάδα, αλλά ούτε και η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να περιθωριοποιηθούν ή να συνεχίσουν να εκβιάζονται με τον γνωστό ως τώρα βάναυσο τρόπο. Όλο αυτό το κλίμα το εξέφρασε πολύ καλά ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Die Linke Γκρέγκορ Γκίζι στην «Εφημερίδα των Συντακτών» λέγοντας το εξής: όταν κλήθηκε να σχολιάσει τα αποτελέσματα των εκλογών: «Αισθάνομαι πιο αισιόδοξος έπειτα απ’ αυτό το αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά την Ευρώπη».
Ευνοϊκό για τον ΣΥΡΙΖΑ εσωτερικό πολιτικό τοπίοΜε μια ματιά στην αντιπολίτευση στο εσωτερικό βγάζει κανείς το συμπέρασμα ότι δεν συναντά αξιόμαχα, προς το παρόν, κόμματα, που να μπορούν να αντιπολιτευτούν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ – Οικολόγων. Στο χώρο του κέντρου έχουν εμπλακεί σε έναν απίθανο εμφύλιο (μεταξύ ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ και Ποτάμι) με άγνωστα αποτελέσματα. Ασφαλώς, υπάρχουν αιτίες και υπαρκτές διαφορές, αλλά, εν τέλει, διαμορφώνουν κλίμα αφερεγγυότητας. Το ΚΚΕ θα κάνει τη γνώριμη αντιπολίτευσή του η οποία όμως επτά μήνες δεν απέδωσε απολύτως τίποτε και αυτό φάνηκε στις εκλογές. Η ΛΑ.Ε έχει ακόμα δρόμο, βεβαίως, για να κατασταλάξει στο είδος της πολεμικής που θα υιοθετήσει, αλλά, παραδόξως, με τις αλόγιστες συμμαχίες παραγόντων, απέκτησε μια ανομοιογένεια η οποία μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει τη δική της πείρα και της εξασφαλίζει ένα χώρο δράσης ο οποίος όμως δεν είναι απειλητικός για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΝΔ προς στιγμήν, πριν τις εκλογές, έμοιαζε να ξεφεύγει από την τύχη του ΠΑΣΟΚ και να μετατρέπεται σε μια απειλητική αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτό δεν έχει λήξει ως δυνατότητα βεβαίως, διότι, εκτός των άλλων είναι ένα ιστορικό κόμμα που το έχει ανάγκη η αστική τάξη της χώρας. Όμως δεν είναι καθόλου απίθανο να υποστεί σοβαρό τραυματισμό στην πορεία προς το συνέδριο και την ανάδειξη ηγεσίας. Και αυτό δεν είναι κάτι απλό για μια παράταξη που έχει ήδη υποστεί διάσπαση και έχει δει οπαδούς της να πηγαίνουν και στ’ αριστερά. Οι φιλοδοξίες όσων διεκδικούν την ηγεσία είναι πολύ μεγάλες, «αλλά οι δελφίνοι απλώς δεν είναι “νέοι”, είναι άτομα παλαιάς κοπής, κυριάρχησαν στα ΜΜΕ επί σειρά ετών, αναπαράγουν απλώς τον εαυτό τους. Η σπουδή τους υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη διάσπαση της ΝΔ. Μπορούσαν να περιμένουν λίγους μήνες». Αυτά τα απαισιόδοξα τα υποστηρίζει ο Κ. Ιορδανίδης της «Καθημερινής» της Πέμπτης και όχι ένας αριστερός αναλυτής.
Κυβέρνηση υπό διαρκή αξιολόγησηΠρογραμματικές δηλώσεις σε σύνοψη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει η ομιλία του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα στην πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Περιγράφοντας το έργο της νέας κυβέρνησης, το οποίο χαρακτήρισε «ακόμη πιο δύσκολο και επίπονο» σε σύγκριση με το έργο της προηγούμενης, ο πρωθυπουργός είπε ότι στοχεύει στο «να ανοίξει ο δρόμος για ένα νέο οικονομικό, παραγωγικό μοντέλο, που θα αντιστρέφει την πορεία των εξελίξεων ειδικά της τελευταίας πενταετίας». Χαρακτήρισε δε «αποτυχημένη τη νεοφιλελεύθερη συνταγή», παρότι τόνισε στους υπουργούς της κυβέρνησης ότι «έχουμε την υποχρέωση της γρήγορης υλοποίησης των συμφωνηθέντων», καθώς αποτελεί «άμεση προτεραιότητα», ώστε να ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση και να αρχίσει το γρηγορότερο «η κρίσιμη συζήτηση για την απομείωση του χρέους».
Ο Αλ. Τσίπρας, αφού έκανε τη διάκριση ανάμεσα στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία και τις «παρεμβάσεις που θα έχουν αποκλειστικά το δικό μας πρόσημο», με τις οποίες «η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να αφήσει ανεξίτηλο ίχνος προοδευτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων», αναφέρθηκε συγκεκριμένα στη στήριξη του κοινωνικού κράτους, την αναβάθμιση του ΕΣΥ, τη θεμελίωση συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας, τη στήριξη της παιδείας και της έρευνας, την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής. Προανήγγειλε δε την άμεση κατάθεση σχετικών νομοσχεδίων στη Βουλή, που είναι ήδη έτοιμα, ώστε να ψηφιστούν άμεσα.
Αναφερόμενος στη λειτουργία του ίδιου του υπουργικού συμβουλίου τόνισε ότι χρειάζεται καλύτερος συντονισμός και συνεργασία μεταξύ υπουργείων. Για το λόγο αυτό ανήγγειλε τη σύσταση «τριών βασικών κύκλων κυβερνητικού σχεδιασμού και συντονισμού» (ΚΥΣΟΠ για την οικονομική πολιτική, ΚΥΣΚΟΠ για την κοινωνική πολιτική, ΚΥΣΕΑ για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα) και ένα «ολιγομελές κυβερνητικό συμβούλιο» ως επιτελικό όργανο καθημερινής λειτουργίας. Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο έκλεισε την ομιλία του ο πρωθυπουργός απευθυνόμενος στους υπουργούς. Πρέπει να έχετε δύο πράγματα στο μυαλό σας, είπε: «δεν είστε μόνιμοι, κανείς μας δεν είναι μόνιμος» και «δεν έχετε χρόνο, πρέπει να βιαστείτε». Πρόσθεσε δε ότι «η παρακολούθηση και η αξιολόγηση του έργου όλων θα είναι διαρκής και καθημερινή. Σε έξι μήνες θα έχουμε έναν αναλυτικό απολογισμό ανά χαρτοφυλάκιο. Με βάση αυτόν τον απολογισμό θα κριθείτε».
Και για να δώσει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στον χαρακτήρα της κυβέρνησης επείγουσας ανάγκης, κάλεσε τους υπουργούς να μην εμφανίζονται διαρκώς στα κανάλια και να μη μιλούν πολύ, γιατί «μιλάει καλύτερα όποιος μιλάει με το έργο του».
•
Π. Κλαυδιανός