Dominique Manotti «Μασσαλία 73», μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2021
Το αλγερινό ζήτημα, στις σύγχρονες διακλαδώσεις του που επανατοποθετούν τον όρο «αλγερινό» ως «βορειοαραβικό», επανέρχεται τακτικά και δυναμικά στις σελίδες του γαλλικού νουάρ. Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, Ζαν-Κλοντ Ιζό, Μορίς Ατιά, Ζιλ Βενσάν. συγγραφείς που ριζοσπαστικοποιήθηκαν μέσω του Μάη του ’68 αλλά και μέσω του αλγερινού ζητήματος, που εξακολουθεί πάντα να ταλανίζει τις εργατικές συνοικίες των γαλλικών πόλεων. Είναι η Γαλλία της Ντομινίκ Μανοτί. Έργα της έχουν κυκλοφορήσει στο παρελθόν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις («Η εντιμότατη εταιρεία», σε συνεργασία με τον DOA, μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος) και από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου («Η απόδραση», μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς).
Μασσαλία, 1973. Η Γαλλία βιώνει μια σειρά από δολοφονίες με θύματα Άραβες, κυρίως Αλγερινούς: τους πυροβολούν στο ψαχνό. Μέσα σε έξι μήνες σκοτώνονται πάνω από πενήντα μετανάστες προερχόμενοι από αυτή τη χώρα, από τους οποίους περίπου είκοσι στη Μασσαλία, επίκεντρο της ρατσιστικής τρομοκρατίας. Ένας αδέκαστος μπάτσος αναλαμβάνει την υπόθεση, συναντώντας ένα σωρό θεσμικά εμπόδια στο έργο του.
Το «τραύμα» της Αλγερίας ουδέποτε ξεπεράστηκε. Παρά τον συμβιβασμό του Ντε Γκολ για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, οι γάλλοι ακροδεξιοί εξτρεμιστές του OAS, οργάνωσης με στέρεους δεσμούς με τα σώματα ασφαλείας, συνεχίζουν να απεργάζονται σχέδια για μια λευκή Γαλλία (ή για μια γαλλική Αλγερία). Στήνουν προβοκάτσιες με παραπειστικές ειδήσεις που γράφουν οι φιλοδεξιές εφημερίδες, οι οποίες επεξεργάζονται τα δικά τους σχέδια για την απαγόρευση της μετανάστευσης. Την ίδια ώρα, οι δολοφονίες των Αράβων πληθαίνουν. Ο ηγέτης της Αλγερίας, ο ανεκδιήγητος Μπουμιεντιέν, απαγορεύει τη μετανάστευση των πολιτών της Αλγερίας προς τη Γαλλία. Είναι η αφορμή που ζητούν οι ακροδεξιοί για νέες προβοκάτσιες. «Ας ξεφορτωθούμε κι αυτούς που έχουμε».
Σ’ αυτό το ζοφερό περιβάλλον δρα η ομάδα του αστυνόμου Τεοντόρ Ντακέν. Ανήκει στο σώμα της Δικαστικής Αστυνομίας και είναι στα μαχαίρια με την Ασφάλεια, την οποία νέμονται οι πρώην παραστρατιωτικοί του OAS. Ο Ντακέν είναι ομοφυλόφιλος, αριστερός, παιδί του Μάη, με σπουδές στη Νομική, ο οποίος επιπλέον διατηρεί καλές σχέσεις με την αραβική κοινότητα. Όταν δολοφονείται χωρίς αιτία ένας νεαρός Αλγερινός, αρχίζει να προσπαθεί, παράλληλα με τη δικαστική έρευνα, να βρει τι συνέβη. Κάτι δεν πάει καλά με τη Σήμανση. Κάλυκες που βρέθηκαν στο σημείο της δολοφονίας έμειναν εκτός κάδρου. Περίεργες Mercedes συνόδευαν τους δράστες μετά το σκηνικό. Ο Ντακέν, μαζί με τους συνεργάτες του (Ντελμάς και Γκεμπρέ), στήνουν δίκτυα παρακολουθήσεων, όμως, και πάλι, έχουν να αντιμετωπίσουν αντιπάλους στο εσωτερικό της υπηρεσίας.
Αστυνομικό νουάρ σαν ρεπορτάζ
Γεννημένη το 1942 στο Παρίσι, η Ντομινίκ Μανοτί είναι μια συγγραφέας ψημένη στο αστυνομικό νουάρ. Έχει γράψει δεκατρία βιβλία μέχρι σήμερα. Στο μυθιστόρημά της «Η απόδραση», περιγράφει τη σχέση ανάμεσα σε ένα φυλακισμένο κλεφτρόνι και σε ένα πρώην μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, που αλλάζουν ταυτότητες. «Η εντιμότατη εταιρεία» είναι ένα σπινταριστό οικολογικό θρίλερ αναφορικά με την πυρηνική ενέργεια, που εκτυλίσσεται παραμονές των γαλλικών προεδρικών εκλογών.
Όπως και στα προηγούμενα έργα της, έτσι και στο «Μασσαλία 73» η γραφή της είναι σε κάποια σημεία σαν ρεπορτάζ. Πρωτοσέλιδα Τύπου, ανακοινώσεις αστυνομίας, έγγραφα κ.λπ., που επιταχύνουν τον ρυθμό της αφήγησης, μιας αφήγησης που είναι πολυπλόκαμη, εμπλέκει δίκτυα που άλλοτε συμπλέουν και άλλοτε συγκρούονται, χωρίς ωστόσο αυτό να μετατρέπεται σε κάτι εξωπραγματικό, έχοντας επίγνωση της γεωπολιτικής της εποχής που αναφέρεται.
Η Μασσαλία πρωταγωνιστεί. Υπό την ομπρέλα «μεσογειακό νουάρ» θα μπορούσε κανείς να εντάξει και την Μανοτί. Τα τοπόσημα της πόλης γίνονται πρωταγωνιστές, το Θέατρο της Όπερας, η αραβική συνοικία Τεμινίς, τα νησιά Ιφ, το ίδιο και οι ντόπιες συνταγές μαγειρικής. Εξάλλου, κάποια στιγμή ο αστυνόμος Ντακέν, κεντρικός ήρωας του βιβλίου, διαβάζει το εμβληματικό για το είδος βιβλίο «Η μέρα της κουκουβάγιας», του Ιταλού Λεονάρντο Σάσα.
Σύγκρουση στο εσωτερικό των δυνάμεων ασφαλείας
Η νοσταλγια για τον Μάη είναι διάχυτη. Ο αστυνόμος Ντακέν, που ιδεολογικά διστάζει να γίνει κουμπάρος του συναδέλφου του, είναι ο εκπρόσωπος αυτού του πνεύματος: μόλις πέντε χρόνια μετά, αντί για έρωτα στα οδοφράγματα, σε ξηλωμένα οδοφράγματα, να ντυθείς γαμπρός. Ας είναι. Ο Μάης του Ντακέν εκπροσωπεί όμως συγχρόνως το ήθος. Αντιστοιχεί σε διατυπωμένες αξίες που δεν εξαγοράζονται. Ο Ντακέν είναι μόνος (έστω με τη μικρή ομάδα του), αποφασισμένος να το πάει στα άκρα. Θα συγκρουστεί με άλλες μονάδες της αστυνομίας, που θέλουν να συγκαλύψουν τα εγκλήματα.
Η Ντομινίκ Μανοτί σκιαγραφεί έναν κόσμο σύγκρουσης μεταξύ των ίδιων των δυνάμεων ασφαλείας. Οι κλυδωνισμοί που επέφεραν τα κινήματα κατά της ανεξαρτησίας αποδιοργάνωσαν τους μηχανισμούς ασφαλείας, όχι μόνο στην αποικία αλλά και στη μητρόπολη. Οι ασφαλίτες αναζητούν διακαώς πιε-νουάρ (χαμηλής τάξης, κυρίως, Γάλλοι από τις αποικίες) και χαρκί (Αλγερινοί συνεργάτες των Γάλλων που υπηρέτησαν στον γαλλικό στρατό) για να συγκαλύψουν τα εγκλήματά τους. Σ’ αυτό το δυσοίωνο περιβάλλον δρα ο αστυνόμος Ντακέν. Μπορεί ως παιδί του Μάη να ξέρει πώς να προφυλαχθεί, όμως έχει κι αυτός τα όριά του.
Η κάθαρση στο τέλος είναι αμφίσημη. Η υπόθεση λύνεται. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Σε μια πιο μακροσκοπική κλίμακα: Ο Πομπιντού παραιτείται. Ο Ζισκάρ, συμπαθών του OAS, είναι προ των πυλών. Το Εθνικό Μέτωπο σχηματίζεται. Οι απεργίες των Αράβων για τα θύματά τους αποτυγχάνουν να πάρουν εθνικό χαρακτήρα. Το αλγερινό ζήτημα δεν αγκαλιάζει όλους τους Γάλλους.
Έτσι, στη σημερινή εποχή όπου οι κοινωνικές αντιθέσεις είναι ακόμα πιο έντονες, το μυθιστόρημα της Ντομινίκ Μανοτί διαβάζεται σαν υπενθύμιση: μια δίκαιη κοινωνία για όλους.