Τη Μ. Εβδομάδα στην Απουλία.
Ο Ντάριο Φο, πριν από χρόνια, σε μια ομιλία/παράστασή του είχε αναφερθεί στην πρώιμη, απελευθερωτική τελικά, εμπειρία του πένθους που αποκτούν τα παιδιά μέσα από λατρευτικές παραδόσεις όπως είναι οι τελετουργίες της Μ. Εβδομάδας. Εντάσσονται σε αυτές και βιώνουν με βαθύ συναίσθημα την εθιμική δραματουργία της απώλειας με την απόλαυση και την ασφάλεια ότι γυρνώντας στο σπίτι, μετά, όλοι θα είναι εκεί, παρόντες. Πρόκειται για μια πρώτη μορφή χειραφέτησης.
Φίλοι μου Ιταλοί που μεγάλωσαν σε μικρές πόλεις έχουν πει ότι οι περισσότεροι εφηβικοί έρωτες τους αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της προετοιμασίας τέτοιων τελετουργιών, όπως στις σημαντικές γιορτές αγίων και οπωσδήποτε του Πάσχα, καθώς αυτές αποτελούσαν/ούν αφορμή συμμετοχής, κυρίως απόδειξη της σύμπνοιας της κοινότητας, οπότε προσφέρουν τη δυνατότητα εύκολης επικοινωνίας. Είχε προηγηθεί η εξομολόγηση στον ιερέα της ενορίας και μια ή δύο προσευχές, ανάλογα με το εξομολογημένο κρίμα, κι έτσι απενοχοποιημένοι και ανάλαφροι απολάμβαναν τη διαδικασία και τα ειδύλλιά τους.
Παρακολουθώντας τους ιστότοπους και τις ανοιχτές αναρτήσεις στο φβ κατοίκων της νότιας Ιταλίας, της Απουλίας και της Καλαβρίας, στη διάρκεια του καθολικού Πάσχα ή τις μέρες που προηγούνται αυτού, ακριβώς φαίνεται πως το θρησκευτικό αίσθημα οδηγείται από την ανάγκη προστασίας της κοινότητας και της μνήμης. Το τελετουργικό της επίσκεψης των νεκροταφείων την Κυριακή των Βαΐων, μια «παράδοση» που έχουμε/είχαμε κι εμείς, σ’ έναν βαθμό, τις πασχαλινές μέρες, εκεί έχει οργανωμένο χαρακτήρα και μαζική συμμετοχή ανθρώπων με αγκαλιές κλαδιών ελιάς και δενδρολίβανου στα χέρια. Έθιμα που έχουν περισσότερο ανθρωπολογική και παιδαγωγική αξία, καθώς στόχος είναι να διαφυλαχτεί ή να ανακτηθεί από το παρελθόν ό,τι έχει σημασία για το μέλλον. Και ακριβώς επειδή πρόκειται, σε μεγάλο βαθμό, για περιοχές με πλούσια αγροτική παραγωγή, οι τελετές που συνδέονται με τη γη και την τροφή είναι πολλές.
Νέα μορφή θεατρικής αναπαράστασης
Πάντως, ιστορικά, τα λατρευτικά έθιμα της Μ. Εβδομάδας, παρά την παγανιστική προέλευσή τους, στη συνέχεια είχαν συνδεθεί με τα λειτουργικά δράματα του Μεσαίωνα, των οποίων η ανάπτυξη βρίσκεται στην καρδιά της καθολικής εκκλησίας, και αποτελούσε μια νέα μορφή θεατρικής αναπαράστασης, αφού επιθυμία του κλήρου ήταν να παρουσιαστεί ο βίος και τα Πάθη του Χριστού με τον ρεαλιστικότερο δυνατό τρόπο ενώπιον των πιστών. Συνδεδεμένα με τις δύο μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα, παρουσίαζαν τη γέννηση και τον θάνατο του Χριστού, γι’ αυτό και η ονομασία λειτουργικά δράματα. Τότε παρουσιάζεται και η πιο παλιά μορφή θρησκευτικού δράματος που αποτελούνταν από τέσσερις στίχους στα λατινικά που απάγγελλαν άγγελοι ενώ μετά προστίθενται σε αυτή και άλλες δράσεις και νέα πρόσωπα. Η ανάπτυξη των δραμάτων, που απέκτησαν μεγάλη διάρκεια, η διάδοσή τους και σε άλλες χώρες εκτός από την Ιταλία, η χρήση και άλλων γλωσσών εκτός από τα λατινικά, η μεγάλη προσέλευση του κόσμου, οδήγησαν αναγκαστικά τις δράσεις εκτός του εκκλησιαστικού χώρου, στα σκαλιά της δυτικής εισόδου. Αυτό προκάλεσε πολλές αμφιβολίες και συγκρούσεις στους κόλπους των εκκλησιαστικών αρχών. Εκείνο που η ίδια η Εκκλησία είχε ενθαρρύνει και δημιουργήσει, τώρα είχε αυτονομηθεί και αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό συμβάν της ζωής των ανθρώπων.
H ιδέα του μοιράζομαι με τον άλλον το ψωμί.
Στα χέρια των λαϊκών
Το δράμα στην εμβρυακή του μορφή αποκοβόταν από τις θρησκευτικές λειτουργίες της Εκκλησίας και αποκτούσε δύναμη. Οι λαϊκοί έτσι ανέλαβαν την «κηδεμονία» του. Στην Αγγλία ισχυρές συντεχνίες πολιτών ανέλαβαν το στήσιμο των παραστάσεων, ενώ στην Ιταλία και τη Γαλλία είχαν δημιουργηθεί ειδικές αδελφότητες, όπως η διάσημη Confrérie de la Passion στο Παρίσι, ως συνεταιρισμοί ερασιτεχνών ηθοποιών. Και παρόλο που τα θέματα παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό βιβλικά, περιελάμβαναν πολύ μεγαλύτερη θεματολογία, ενώ στους διάλογους οι ηθοποιοί χρησιμοποιούσαν τις τοπικές διαλέκτους. Έτσι γεννήθηκαν τα μυστήρια ή θαύματα ή αυτά που αποκαλούμε σήμερα κυκλικά μυστήρια. Ενώ είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί ένα μοναδικό είδος θεάτρου του Μεσαίωνα, μπορούμε να μιλάμε για πολλές διαφορετικές μορφές, και ποικίλους χώρους στους οποίους λάμβανε χώρα, από την εκκλησία έως μια υπαίθρια χαμηλή εξέδρα με τέντα.
Κάνοντας ένα μεγάλο άλμα, γιατί δεν υπάρχει δυνατότητα να επεκταθούμε εδώ, αυτές οι πρώτες μορφές έκφρασης πίστης σε μη περιχαρακωμένο λατρευτικό χώρο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως το πρώτο θέατρο του δρόμου.
Οι μεσαιωνικές δημόσιες αναπαραστάσεις, ακριβώς και λόγω της λιτότητάς τους, αποτέλεσαν έμπνευση για πολλές πρωτοποριακές ομάδες του ’60 και ’70, όταν το αστικό θέατρο και οι περιορισμοί που υπαγόρευε απορρίπτονταν από τους νέους.
Ίσως η πιο διάσημη παράσταση να είναι το 1789, η ιστορική δημιουργία, το 1970, της γαλλίδας σκηνοθέτιδας Αριάν Μνουσκίν και του θιάσου της Théâtre du Soleil για τη γαλλική επανάσταση, το οποίο στη συνέχεια μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, όπου είχε χρησιμοποιήσει τις περίφημες mansions, τις μεγάλες εξέδρες στις οποίες αναπτύσσονταν τα θρησκευτικά μεσαιωνικά δράματα, όταν στήθηκαν στο δημόσιο χώρο.
Το ανθρωπολογικό θέατρο
Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο, τα μακρινά ταξίδια και η επαφή με τις εκτός Δύσης κοινωνίες, η ίδια η διερώτηση σχετικά με το διαχωρισμό/προσδιορισμό Δύσης/Ανατολής, η ανάπτυξη των ανθρωπολογικών θεωριών, ο Αντονέν Αρτό και το «θέατρο της σκληρότητας», οι εμπνευσμένες καλλιτεχνικές ανησυχίες σκηνοθετών, όπως οι Γέρζι Γκροτόφσκι και Πίτερ Μπρουκ, μεταξύ άλλων, δημιούργησαν την ανάγκη για έναν προνομιακό χώρο: Αυτόν του ανθρωπολογικού θεάτρου, που θα κάλυπτε το βαθύ αίσθημα για τις τελετουργίες, το εξαιρετικά ζωτικό αίτημα του ανήκειν σε μια κοινότητα, με ιερότητα, χωρίς τις επιταγές της θρησκείας. Πώς θα πραγματοποιούνταν αυτό μακριά από τα καθιερωμένα λατρευτικά έθιμα; Πώς θα συμβιβαζόταν η τελετουργία με την παραγωγή ενός προϊόντος, ακόμα κι αν αυτό είναι τέχνης; Ήταν τα κεντρικά ερωτήματα όταν για πρώτη φορά, στον μοντέρνο κόσμο, η κοινωνική αξία του θεάτρου μετακινήθηκε από το αισθητικό «αποτέλεσμα» στις ιερές σχέσεις που έχουν τόσο ανάγκη να δημιουργούν οι άνθρωποι μεταξύ τους.