Το σχέδιο υποστήριξης της αμερικανικής οικονομίας, των εργαζομένων και των πολιτών στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την επιπλέον προοπτική εξασφάλισης καθαρής ενέργειας, αποτελεί μια ισχυρή και σε μεγάλο βαθμό αναπάντεχη ενέργεια του νέου Προέδρου Τζο Μπάιντεν, που δείχνει ότι μια κυβέρνηση μπορεί να αποφασίσει και να υλοποιήσει μια τέτοια παρέμβαση για την πολλαπλή ανασυγκρότηση μιας κοινωνίας, αλλάζοντας κατευθύνσεις και πρακτικές 40 χρόνων. Η κρίση του κορονοϊού, που καλεί τα κράτη και επομένως τις κυβερνήσεις, να πάρουν τολμηρές και καινοτόμες πρωτοβουλίες, αποτέλεσε τη συγκυρία που επέτρεψε να αμφισβητηθεί ο παραλογισμός της νεοφιλελεύθερης επιλογής που είχε δικαιολογήσει ο Ντόναλντ Ρήγκαν με τον ισχυρισμό ότι “το κράτος δεν είναι η λύση, είναι το πρόβλημα”. Ο Ντόναλντ Τραμπ οδήγησε την επιλογή αυτή όχι μόνο σε δραματική υποτίμηση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης και της αναγκαιότητας της κυβερνητικής παρέμβασης, αλλά και στην αποσπασματική και ασθενή παρέμβαση σχετικά με την απώλεια παραγωγικού δυναμικού, την κατάρρευση των υποδομών, και την επιδείνωση των κοινωνικών προβλημάτων και των ανισοτήτων. Και τελικά σε φασιστικού τύπου λαϊκές κινητοποιήσεις, που ενίσχυσαν την εκτεταμένη αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η ανάγκη άμεσων και ριζοσπαστικών επιλογών, για την αντιμετώπιση τόσο της υγειονομικής κρίσης, όσο και των επιπτώσεών της για τις οικονομίες και τις κοινωνίες, που προστίθενται στις αρνητικές επίσης επιπτώσεις της προ δεκαετίας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οδήγησαν σε αναφορές στο New Deal του Προέδρου Ρούσβελτ των αρχών της δεκαετίας του ’30, που εμφανίζονται ως Green New Deal, ή Green Deal για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (για την οποία το New παραπέμπει σε κάτι αντι-νεοφιλελεύθερο). Το Green οφείλεται στη φιλοδοξία αυτών των σχεδίων να τιθασεύσουν την κλιματική κρίση και να οδηγήσουν ως τα μέσα του αιώνα στη σταθεροποίηση του κλίματος με μια άνοδο της μέσης θερμοκρασίας στο πλανήτη κατά 1,5 ή 2 βαθμούς Κελσίου το πολύ. Η παρέμβαση της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών για την ανασυγκρότηση και την ανάκαμψη, φθάνει, μετά τα 1,9 τρισ. δολάρια για τις απώλειες λόγω της κρίσης του κορονοϊού, τα 2,3 τρις για τις υποδομές της οικονομίας και τις κοινωνικές υποδομές, ένα ποσό πολύ υψηλότερο από τα 750 δισ. ευρώ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον ίδιο σκοπό.
Το αμερικανικό σχέδιο δείχνει, καταρχάς, ότι έχει σπάσει το ταμπού της θατσερικής Tina (there is no alternative). Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι στη σημερινή συγκυρία χρειάζονται ισχυρές κρατικές παρεμβάσεις. Αναγκαστικά όμως, πρέπει να ανοίξει μια συζήτηση για την επάρκεια, την πληρότητα και την αποτελεσματικότητα αυτών των παρεμβάσεων, την οποία πρέπει να μπορεί η Αριστερά να επωμιστεί. Η αντιπρόσωπος Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ, από την Αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος, είναι από αυτούς που έχουν προτείνει ένα Green New Deal, το οποίο φθάνει τις 16 τρισ. δολάρια. Επίσης, το σχέδιο Μπάντεν είναι συγκρατημένο σε ό,τι αφορά την αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων. Προβλέπει ένα συντελεστή που αυξάνεται από 21% σε 28%. Ο συντελεστής αυτός ήταν 35% όταν ανέλαβε ο Τραμπ, και ήταν πάνω από 50% στη δεκαετία του ’60. Επίσης, δεν αμφισβητούνται από τον Μπάϊντεν οι κανόνες λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος που αποτελούν βασικό συστατικό του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και επιπλέον είναι παράγοντας αστάθειας που μπορεί να υπονομεύσει ένα σχέδιο ανασυγκρότησης, ενώ αποτελεί την καρδιά της ισχύος του κεφαλαίου. Το σχέδιο του Ρούσβελτ δεν είχε αγνοήσει τις τράπεζες και εκείνη την εποχή είχαν υιοθετηθεί οι νόμοι που ήλεγχαν έως πριν 40 χρόνια το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα, τους οποίους κατήργησε η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση.
Ας θυμηθούμε ότι το New Deal του Ρούσβελτ δεν είχε κατά τη δεκαετία του ’30 σημαντικά αποτελέσματα για την οικονομία, παρά το γεγονός ότι μέσω της αυξημένης φορολογίας του κεφαλαίου και του πλούτου, και μέσω του ελέγχου του τραπεζικού συστήματος, διατήρησε τη ρύθμιση των οικονομικών εξελίξεων και βελτίωσε την απασχόληση και την προσφορά υπηρεσιών στον πληθυσμό. Τα θετικά αποτελέσματα φάνηκαν κυρίως μετά τον πόλεμο, όταν η αυξημένη παραγωγικότητα της οικονομίας οδήγησε στη διαμόρφωση του φορντιστικού μοντέλου της “ένδοξης τριακονταετίας”. Σήμερα, μαζί με τη σημασία που έχει η καταπολέμηση των ανισοτήτων, τίθεται το αγωνιώδες ερώτημα για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών για τον έλεγχο της κλιματικής κρίσης. Πρέπει οι κυβερνήσεις να έχουν τα εργαλεία για τον έλεγχο αυτό, και να τον συνδυάζουν με το σχέδιο για την εξέλιξη της οικονομίας και την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Η ανάπτυξη με “πράσινες” νησίδες δεν είναι μια ικανοποιητική προοπτική, και η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, και των υγειονομικών κρίσεων που εγκυμονεί η Ανθρωπόκαινος, πρέπει να οδηγήσει σε προσαρμογή σε αυτές τις ανάγκες τόσο των ρυθμών μεγέθυνσης της παραγωγής, όσο και των επιπέδων όπου υλοποιείται η κοινωνική δικαιοσύνη.