Η είδηση του Σαββάτου 24 Απριλίου ήταν ότι ο Τζο Μπάιντεν έγινε ο πρώτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που χαρακτήρισε «γενοκτονία» τη σφαγή 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων από την Οθωμανική αυτοκρατορία το 1915. Ήταν η πρώτη φορά στην καθιερωμένη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου την ημέρα μνήμης στις 24 Απριλίου -με εξαίρεση το 1981, όταν την είχε εκστομίσει μουδιασμένα ο Ρόναλντ Ρήγκαν, αλλά το «κουκούλωσε» αμέσως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ- που ακούστηκε η λέξη «γενοκτονία»: «Οι Αμερικανοί τιμούν τους Αρμένιους που χάθηκαν στη γενοκτονία, η οποία άρχισε σαν σήμερα πριν από 106 χρόνια», έγραψε στην ανακοίνωσή του ο Τζο Μπάιντεν. Και έκλεισε με τη φράση: «Επιβεβαιώνουμε την ιστορία. Δεν το κάνουμε αυτό για να τιμωρήσουμε κανέναν αλλά για να βεβαιωθούμε ότι αυτό που συνέβη δεν θα επαναληφθεί ποτέ».
Στρατηγική πίσω από την απόφαση
Όχι τιμωρία, όμως αναμφίβολα μια ηχηρή προειδοποίηση. Που δεν συνέπεσε τυχαία με το γεγονός ότι δύο εικοσιτετράωρα νωρίτερα είχε οριστικοποιηθεί η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να εξαιρέσουν την Τουρκία από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Η ανάδειξη στην ανακοίνωση του Λευκού Οίκου της γενοκτονίας των Αρμενίων, εξόργισε την Άγκυρα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το ίδιο είχε συμβεί το Δεκέμβριο του 2019 όταν, εξαιτίας της απόφασης της Τουρκίας να αγοράσει τους ρωσικούς πυραύλους S-400, το Κογκρέσο αναγνώριζε με ψήφισμά του ως «γενοκτονία» τη σφαγή των Αρμενίων. Τότε η οργή της Άγκυρας είχε πιάσει τόπο: ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αρνηθεί να το υπογράψει. Δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τον «φίλο» Ερντογάν.
Ποια στρατηγική υπάρχει πίσω από την απόφαση του Μπάιντεν να μην πράξει το ίδιο, μένει να φανεί.
Προφανώς οι Ηνωμένες Πολιτείες νιώθουν να τις αμφισβητούν οι προσπάθειες του Ερντογάν να χειραφετηθεί από τη Δύση και να παίξει ανεξάρτητο περιφερειακό ρόλο - όταν μάλιστα η Ρωσία του Πούτιν τού αφήνει τα σχετικά περιθώρια, σωστά εκτιμώντας ότι η Αμερική του Μπάιντεν σχεδιάζει μια «νέα» βορειοατλαντική συμμαχία υπό τη σκέπη της και με στόχο τη γεωστρατηγική απομόνωση της Μόσχας.
Προφανέστερα δεν πρόκειται να ξεγράψουν την Τουρκία. Εύλογο, από τη στιγμή που κάποιοι –περιλαμβανομένου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που επιμένει να μη θέλει «να χαρίσει την Άγκυρα στη Μόσχα»- βλέπουν μακρύτερα, στην «μετά Ερντογάν» εποχή.
Άλλωστε οι δύο χώρες έχουν κοινά συμφέροντα σε ένα ευρύ μέτωπο, από την Αφρική μέχρι τον Εύξεινο και την Ουκρανία. Η Τουρκία έχει στρατιωτικές βάσεις στην Λιβύη, στο Αζερμπαϊτζάν, στο Ιράκ, στο Κατάρ, στην Συρία, στο Σουδάν, στην Σομαλία, στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, στην Αλβανία. Δεν γίνεται να αγνοηθεί. Κυκλοφόρησε εσχάτως μια πληροφορία περί δημιουργίας κοινής αμερικανοτουρκικής στρατιωτικής βάσης στη Μισράτα της Λιβύης, από την οποία οι Αμερικανοί έχουν βρεθεί εκτός από μια «παραφωνία» της ιστορίας... Ακούγεται υπερβολικό. Όμως...
Η στάση της Τουρκίας
Η όποια τροπή στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Άγκυρας αφορά άμεσα την Ελλάδα. Η κυβέρνηση της χώρας οφείλει να είναι επαρκώς προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο μιας σοβαρής ρήξης ή ενός μεγάλου συμβιβασμού ανάμεσα στους δύο.
Το ίδιο ισχύει, κατ’ αναλογία, για την κυβέρνηση Ερντογάν. Που δείχνει να διαθέτει καλά αντανακλαστικά. Μπροστά στη διαφαινόμενη πρόθεση της κυβέρνησης Μπάιντεν να υιοθετήσει σκληρή στάση απέναντί της, ξεκινώντας με την επίσημη αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, η Τουρκία έχει αποδυθεί εδώ και εβδομάδες σε μια προσπάθεια να εξομαλύνει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της βελτίωσης των σχέσεών της με τους συμμάχους τους στην περιοχή: τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και, όλως ιδιαιτέρως, το Ισραήλ.
Προ ημερών, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, προσκάλεσε τον ισραηλινό υπουργό Ενέργειας, Γιουβάλ Στάινιτζ, στο φόρουμ για την ενέργεια που θα πραγματοποιηθεί τον Ιούνιο στην Αττάλεια. Η πρόσκληση είναι αποκαλυπτική της στροφής που πραγματοποιεί η Άγκυρα, δέκα χρόνια από τις 31 Μαΐου του 2010, όταν ισραηλινοί κομάντος έπληξαν το τουρκικό πλοίο «Μαβί Μαρμαρά», που επιχείρησε να μεταφέρει τρόφιμα και φάρμακα στους αποκλεισμένους Παλαιστίνιους στη Λωρίδα της Γάζας, σκοτώνοντας εννέα τούρκους ακτιβιστές και αφήνοντας εξήντα τραυματίες –με αποτέλεσμα να πληγούν καίρια οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών.
Το Ισραήλ –πράγμα που ενδιαφέρει όλως ιδιαιτέρως την Ελλάδα— ανταποκρίθηκε ένθερμα. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Γιουβάλ Στάινιτζ, ήταν σαφής. Η χώρα του είναι πρόθυμη, είπε, το φυσικό αέριο που βρίσκει να το διοχετεύει και στην Ελλάδα μέσω της Τουρκίας και όχι μέσω του αγωγού EastMed.
Το διπλωματικό παιχνίδι
Επείγει η ελληνική κυβέρνηση να ξανασχεδιάσει το διπλωματικό χάρτη της χώρας. Ο αγωγός, που μέχρι πρότινος άρδευε τις φιλοδοξίες για έναν υπολογίσιμο ρόλο στην περιοχή, αποτελεί παρελθόν.
Έχοντας καταλάβει ότι η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί επίσης παρελθόν, το κάνει ήδη για τον εαυτό της η Τουρκία. Και το κάνει με τόσο ωμό ρεαλισμό όσο μπορεί να αντέξει το διπλωματικό παιχνίδι: Την ώρα που η Ρωσία βρισκόταν στα πρόθυρα της σύγκρουσης με την Ουκρανία, ο Ταγίπ Ερντογάν υποδεχόταν στην Πόλη τον ουκρανό ομόλογό του, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, και του υποσχόταν στρατιωτική βοήθεια.
Ήταν, φυσικά, μια δήλωση προθέσεων με παραλήπτη τις Ηνωμένες Πολιτείες. Που ανταποκρίθηκαν κρατώντας ανοιχτές τις γέφυρες: ο Τζο Μπάιντεν κάλεσε τον Ταγίπ Ερντογάν να συναντηθούν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στις 14 Ιουνίου στις Βρυξέλλες, για μια «λειτουργική διαχείριση διαφωνιών και αποκλίσεων».
Μέχρι τότε θα έχει κριθεί και η «χρηστική αξία» του Ταγίπ Ερντογάν, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαμεσολάβηση για τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας στο Αφγανιστάν, η οποία θα αναλάβει μετά την αποχώρηση των αμερικανικών και νατοϊκών δυνάμεων από τη χώρα.
Η Τουρκία θα έχει κερδίσει πόντους μετά την επιχείρηση Αφγανιστάν, η έκβαση της οποίας προεξοφλείται από πολλούς θετική. Αν επιστρέψει στην ανατολική Μεσόγειο με τις ίδιες διαθέσεις που είχε μετά την απεμπλοκή της από τη Συρία, έχοντας σημειώσει εκεί περισσότερα κέρδη από απώλειες, κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν θα δικαιούται να πιαστεί αδιάβαστος.