Ondjaki «Οι Διάφανοι», μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα, εκδόσεις Αιώρα, 2020

 

Χρειάστηκαν μόλις δύο βιβλία για να πιστοποιήσει ο αγκολέζος συγγραφέας Οντζάκι τη μεγάλη του ικανότητα να συνδυάζει την ιστορικότητα με την ιδιαίτερη αισθητική. Οντζάκι, ήγουν πολεμιστής στη διάλεκτο Ουμπούντου της πατρίδας του, ο Ντάλου ντε Αλμέιντα γεννήθηκε στην Λουάντα το 1977 κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, σπούδασε κοινωνιολογία ενώ ασχολήθηκε, παράλληλα, με το θέατρο και τη ζωγραφική.

Το πρώτο του μυθιστόρημα «Καλημέρα σύντροφοι» –και αυτό απ’ τις εκδόσεις Αιώρα, σε μετάφραση Αθηνάς Ψύλλια, τιμημένο με αρκετά βραβεία– εξιστορεί τη ζωή ενός έφηβου και της παρέας του στη δεκαετία του ’80, όταν το Λαϊκό Κίνημα Για Την Απελευθέρωση της Αγκόλας, το MPLA, υπό την ηγεσία του Αγκοστίνο Νέτο –με την πολυποίκιλη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης και της Κούβας– με γιατρούς, δασκάλους, μηχανικούς, έχει ήδη κερδίσει τη μάχη με τα άλλα αντάρτικα (UNITA και FNLA), που είχαν τη στρατιωτική υποστήριξη των συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως π.χ. της Νότιας Αφρικής. Βεβαίως, η χώρα ήταν αποικία των Πορτογάλων για πολλούς αιώνες μέχρι την Επανάσταση των Γαρυφάλλων, το 1974. Η Αγκόλα αποκτά επίσημα την ανεξαρτησία της ένα χρόνο μετά και, παρά τη δημιουργία ενός καθεστώτος σοσιαλισμού, ο εμφύλιος μακροημέρευσε, με ολιγόχρονα διαλείμματα, μέχρι το 2002, αφήνοντας πίσω του 500.000 νεκρούς. Με την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος και του ανατολικού μπλοκ, το MPLA αλλάζει προσανατολισμό και ανοίγεται στο πέλαγος της ελεύθερης αγοράς και του κοινοβουλευτισμού. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η πατρίδα του συγγραφέα αποτελεί πόλο έλξης και ανηλεούς εκμετάλλευσης από την οικονομική ελίτ, με τα πλούσια κοιτάσματά της σε διαμάντια, πετρέλαιο και φυσικό αέριο να γίνονται μήλο της έριδος.

 

Ένας μικρόκοσμος της αληθινής ζωής

 

Πάνω σε αυτόν τον ιστορικό καμβά ο αφρικανός λογοτέχνης χτίζει το σκηνικό του: μια ετοιμόρροπη λαϊκή πολυκατοικία στην καρδιά της Λουάντα, ένας μικρόκοσμος που συμβολίζει εμφαντικά την κοινωνία των υποτελών τάξεων της πόλης. Κεντρικό πρόσωπο ο Οντονάτο, κάτοικος στα ψηλά του εν λόγω οικοδομήματος, το οποίο φιλοξενεί πλήθος λαϊκού κόσμου: μικροαπατεώνες, περιστασιακούς εργάτες, ορφανά του εμφυλίου, άνεργους, κυράτσες και νεαρές κοπέλες, ακόμη και υπουργοί κάνουν την εμφάνισή τους προς άγραν ψήφων. Τούτη η πινακοθήκη χαρακτήρων εκπροσωπεί την αληθινή ζωή της πρωτεύουσας και, αν σε αυτό προσθέσουμε την κατά τακτά χρονικά διαστήματα διακοπή νερού και ηλεκτρικού, τότε αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε την τεράστια δυσκολία να είσαι φτωχός, όπως η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, στην πλούσια Αγκόλα.

Ο Οντζάκι κοιτάει από τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας προς τα επάνω και τι βλέπει; Λίγο πιο ψηλά τα όργανα της τάξεως και τους δημόσιους υπάλληλους, που είναι απίστευτα σκληροί όταν δεν λαδώνονται, πιο πάνω οι κομματάρχες και τα κυβερνητικά στελέχη και πιο πάνω ακόμη, οι υπουργοί και οι σύμβουλοι της κυβέρνησης. Ένας εσμός διεφθαρμένων μέχρι το μεδούλι που ανά πάσα στιγμή πουλάει τα πάντα για μίζες και αξιώματα. Εν προκειμένω, οι δρόμοι της πρωτεύουσας μοιάζουν με βομβαρδισμένα τοπία καθώς ανασκάπτονται για να περάσουν καινούριοι σωλήνες νερού. Βεβαίως, κανείς δεν ανακοινώνει επίσημα πως η δημιουργία τεράστιων σηράγγων στα σπλάχνα της πόλης ενέχει σοβαρό κίνδυνο υποχώρησης του εδάφους με ανυπολόγιστες συνέπειες για τους κατοίκους. Αν και το νερό είναι δημόσιο αγαθό κάποιος μεγαλόσχημος παράγων επιδιώκει, με τις ευλογίες της κυβέρνησης, να ελέγξει και να διαχειρίζεται ολόκληρο το υδροφόρο δίκτυο. Σε αυτό, λοιπόν, το πανηγύρι της αδικίας, ο Οντονάτο, όλο και περισσότερο απελπισμένος για το πώς κατάντησε η πόλη της νεότητας του, χάνει σταδιακά την ύπαρξή του: το χρώμα του ξεθωριάζει, αδυνατίζει, χάνει βάρος, γίνεται όλο και ελαφρύτερος, σχεδόν δεν ξεχωρίζει, με το ζόρι κρατιέται στο έδαφος. Κατακλύζεται από την sodade, τη νοσταλγία για εκείνα που έχει ζήσει και τα άλλα που επιθυμεί σφόδρα αλλά δεν μπορεί να τα επιτύχει.

Το αίτημα της δημόσιας μνήμης είναι η ουσία των λεγόμενων του Οντζάκι. Επιδιώκει τον επαναπροσδιορισμό της με τα σημερινά δεδομένα για να φωτίσει την τρέχουσα αθλιότητα. Εξάλλου αυτό συμβολίζει η σταδιακή εξαφάνιση του Οντονάτο: μια κοινωνία που χάνει σταδιακά τη μνήμη της μαζί με την υπόστασή της. Η σκωπτική, γκροτέσκα, διάθεση του συγγραφέα εκφράζεται στην πρόζα με τον αστείρευτο σαρκασμό απέναντι στα κλιμάκια της εξουσίας καθώς αναδεικνύεται ανάγλυφα η υφέρπουσα μωρία των ιθυνόντων στα όρια του κλαυσίγελου. Αντίθετα μεροληπτεί για τους ταπεινούς της πόλης καθώς προβάλλει τον καθημερινό τους αγώνα να επιβιώσουν, έστω και με παράνομους τρόπους.

 

Ρεαλισμός και αισθητική

 

Αφρικάνικος μαγικός ρεαλισμός λούζει κυριολεκτικά τις σελίδες των «Διάφανων», καθώς ο συγγραφέας συνδυάζει ποιητικά τις κωμικοτραγικές σχέσεις των ανθρώπων, τις διενέξεις τους, τον έντονο ερωτισμό τους και την αστείρευτη διάθεση να αντιπαρέλθουν τη δύσκολη θέση τους με την προσωπική επαφή, τον χορό και το τραγούδι. Είναι η ώρα της ημέρας που σμίγουν οι περισσότεροι, στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας, ένθα τα νερά σπασμένου αγωγού κατακλύζουν συνεχώς τον χώρο. Εκεί στριμώχνονται και λύνουν τα προβλήματά τους, δροσίζονται και γεμίζουν δοχεία με νερό.

Σε πλήρη αντιστοιχία με την ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι και ο τρόπος έκφρασης, η αισθητική του: ο συγγραφέας παίζει με τις λέξεις, δημιουργεί χαρακτήρες συνδέοντας τες ανορθόδοξα –ΖοάοΑργάΑργά ή ΠωλητήςΚοχυλιών– έτσι ώστε να προσδιορίζουν τη δουλειά τους· για τους πιο ψηλά αρκεί το όνομά τους. Δεν υπάρχουν πουθενά κεφαλαία γράμματα, σπανίως κόμματα και τελείες, κυρίως παύλες που διαμορφώνουν και ξεχωρίζουν πρόσωπα και συνομιλίες. Το κείμενο διακόπτεται από μικρά ιντερμέδια σε γκρίζες σελίδες με σημειώσεις του συγγραφέα, ποιήματα και δηλώσεις ενίων των εμπλεκομένων:

ήταν μια πολυκατοικία, ίσως ένας κόσμος,

για να υπάρχει ένας κόσμος αρκεί να υπάρχουν άνθρωποι και συγκινήσεις. οι συγκινήσεις, βρέχοντας εσωτερικά τα σώματα των ανθρώπων, εκβάλλουν σε όνειρα. ίσως οι άνθρωποι να μην είναι τίποτ’ άλλο από περιφερόμενα όνειρα συγκινήσεων διηθημένων μέσα στο αίμα που κυκλοφορεί κάτω από το δέρμα των τόσο ανθρώπινων σωμάτων μας. τον κόσμο αυτό μπορούμε να τον ονομάσουμε «ζωή».

 …

είμαστε η συνέχεια αυτού που μας έχει δοθεί να είμαστε. το ανθρώπινο είδος προχωρά, σκοτώνει, προοδεύει, απομαγεύεται, παραμένει. η ανθρωπότητα είναι άσχημη – με όψη φιλάσθενη και μυρωδιά σήψης, αλλά παραμένει

γιατί ο πυρήνας της είναι καλός.

 

Αντώνης Ν. Φράγκος Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet