Ντανιέλ Ζουανά «Οι Έλληνες στον Κάτω Κόσμο, από τον Όμηρο στον Επίκουρο», μετάφραση: Χαράλαμπος Μαγουλάς, επιστημονική φιλολογική επιμέλεια: Σωτήρης Μετεβελής, εκδόσεις Εστία, 2019
Στην ανά χείρας μελέτη εξετάζονται οι αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων περί θανάτου, περί της ζωής μετά θάνατον, το επέκεινα δηλαδή όπως το ορίζει η φιλοσοφία. Παρακολουθούμε την εξέλιξη των δοξασιών και των πίστεων των ανθρώπων καθώς διαβαίνουν οι αιώνες και τα θρησκευτικά δόγματα εναλλάσσονται μέσα από τα λογοτεχνικά, ιστορικά και φιλοσοφικά έργα.
Οι τελετουργίες, οι θυσίες και οι εν γένει διαδικασίες που ακολουθούν το θάνατο περιγράφονται λεπτομερώς.
Η Ντανιέλ Ζουανά με μεγάλη σαφήνεια και ακρίβεια διεξέρχεται όλο αυτόν τον όγκο πληροφοριών γύρω από τους μύθους σχετικά με το θέμα. Η Ζουανά υπήρξε για πάνω από τέσσερις δεκαετίες καθηγήτρια αρχαίας ελληνικής ιστορίας και γλώσσας και έγραψε ένα εκτεταμένο διδακτικό έργο γύρω από το θέμα. Έχει εκπονήσει μάλιστα εγχειρίδιο εκμάθησης αρχαίων ελληνικών, πολύ δημοφιλές στη Γαλλία, και έχει μεταφράσει Όμηρο, Ευριπίδη και Σοφοκλή στα γαλλικά.
Η Αντίκλεια εξηγεί στον γιο της, τον Οδυσσέα, τι ακολουθεί την αποτέφρωση του νεκρού: «τα νεύρα δεν κρατούν τις σάρκες του κι ουδέ τα κόκκαλά του, μόν' όταν η ζωή τα κόκκαλα πια παρατήσει τ' άσπρα, όλα απ' την άγρια ορμή δαμάζονται […] και μονάχα η ψυχή σαν όνειρο πετώντας φτερουγίζει».
Όπως σπεύδει να σημειώσει στον εμπεριστατωμένο πρόλογό του ο μεταφραστής «ο θάνατος είναι μέτρο και αρχή του πολιτισμού».
Δεν θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε τη ζωή ως «μέγα καλό και πρώτο» (όπως λέει ο Σολωμός) αν ο θάνατος δεν αποτελούσε ένα τέλος. Αλλά και μια αρχή: το τέλος της ζωής και την περιπέτεια της μετά θάνατον ζωής, στην οποία πιστεύουν οι άνθρωποι ανά τους αιώνες, γιατί αρνούνται να δεχτούν πως δεν υπάρχει συνέχεια αυτού που ονομάζουν ζωή που γοργά κυλά μέσα από τα δάχτυλά τους. Οι άνθρωποι επιθυμούν μια συνέχειά τους που θα τους εξασφαλίσει την αθανασία. Γι' αυτό κι εγείρουν μεγάλα έργα τέχνης, ναούς και Ακροπόλεις, φιλοτεχνούν έργα σπουδαία, τεκνοποιούν, ώστε το γένος τους να διαρκέσει, ελπίζοντας πως δεν θα χαθούν από τη μνήμη των ανθρώπων όταν φύγει από τα στήθη τους η τελευταία τους πνοή.
Ο θάνατος ανεπιθύμητος, αλλά αδήριτος, περνά στη σφαίρα του μύθου καταρχήν και έπειτα σ' εκείνην της φιλοσοφίας, της ηθικής, της ρητορικής, της λογοτεχνίας και εντέλει της θρησκείας κερδίζοντας την κοινωνική αποδοχή.
Οι θρησκείες με τους κανόνες και τα δόγματά τους οριοθέτησαν το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι και μίλησαν πειστικά για τη μετά θάνατον ζωή φροντίζοντας ώστε οι άνθρωποι να πιστέψουν πως πρέπει να ζήσουν σύμφωνα μ’ αυτή τη συνθήκη. Γιατί, όπως η φύση απεχθάνεται το κενό, έτσι και οι θεοί δεν πιστεύουν πως όλα μηδενίζονται όταν η ψυχή αποχωριστεί το σώμα. Φροντίζουν λοιπόν να θυμούνται τους νεκρούς με τελετουργίες και ταφές.
Ο ομηρικός Κάτω Κόσμος είναι μια πολυπληθής αποικία στην οποία βασιλεύει ο Πλούτων, αφού από τους τρεις θεούς που μοιράστηκαν τον κόσμο οι άλλοι δύο είναι ο Δίας που κατέχει τον επάνω κόσμο και τον ουρανό και ο Ποσειδώνας τη θάλασσα.
Απ' αυτόν τον μεγάλο πληθυσμό, πολλοί είναι εκείνοι που τιμωρούνται για τα αδικήματα που διέπραξαν. Οι νεοεισερχόμενοι περιστοιχίζονται ανυπόμονα από τους κοινούς νεκρούς που τους περιεργάζονται και διαπιστώνουν πως υπάρχουν τρεις κατηγορίες νεκρών: οι κοινοί θνητοί, οι θεότητες του Κάτω Κόσμου και οι επιφανείς θνητοί, οι ημίθεοι.
Μην ξεχνάμε πως ο Όμηρος «ισχυρίζεται» πως ο Οδυσσέας επισκέφτηκε τον Κάτω Κόσμο, επομένως είχε το προνόμιο να περιγράψει τον τόπο, τη γεωγραφία του, την κατάσταση που επικρατούσε εκεί. Αυτή η επίσκεψη ήταν από τις ελάχιστες εξαιρέσεις εκλεκτών που είχαν αυτό το προνόμιο.
Ο ομηρικός Κάτω Κόσμος είναι ένας κόσμος χωρίς θέλγητρα και χωρίς ηθική. Οι ψυχές αποχωρισμένες απ’ το σώμα, χωρίς δύναμη και χωρίς φωνή, σαν είδωλα περιφέρονται ή στη Νήσο των Μακάρων ή στον Τάρταρο οι εγκληματίες ή ανάμεσα σ' ένα ανώνυμο πλήθος.
Οι μυστηριακές λατρείες
Το δεύτερο μέρος ασχολείται με τον Κάτω Κόσμο των μυστηριακών λατρειών, από τον 7ο έως τον 5ο π.Χ. αιώνα, δηλαδή με τους Ορφικούς, τους Πυθαγόρειους και τα Ελευσίνια μυστήρια.
Αυτοί είχαν τελείως διαφορετική θέαση του Κάτω Κόσμου. Στον Επάνω Κόσμο οι άνθρωποι χωρίζονταν στους μυημένους και τους αμύητους. Οι πρώτοι διατηρούσαν το προνόμιο της μύησης και στη μετά θάνατον ζωή. Ένας μελετητής εκπλήσσεται που ένα μυστήριο εκμυστηρευμένο σε ανθρώπους κατάφερε να μείνει μυστικό, γι’ αυτό και δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για το περιεχόμενο της μύησης. Και από τα κείμενα που υπάρχουν, οι συγγραφείς τους δεν έγραψαν όσα γνώριζαν. Στον Κάτω Κόσμο όπως τον έβλεπαν οι Ορφικοί, υπήρχε δικαιοσύνη την οποία απένειμαν οι ίδιοι οι νεκροί που κατέληγαν σε τόπο σκοτεινό, άχρωμο, τρομακτικό, όντας σκιές χωρίς υπόσταση, ενώ αντίθετα οι μυημένοι είχαν εξασφαλίσει έναν ελκυστικό τόπο.
Διαφορετικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις
Ο Πλάτων τον 4ο π.Χ. αιώνα έχει αναπτύξει σε τρία κιόλας έργα του (το νεανικό «Γοργίας», τον διάλογο «Φαίδων» και την «Πολιτεία») έναν περίπλοκο στοχασμό για το υπερπέραν, μια εικόνα του Κάτω Κόσμου που δεν παραμένει σταθερή από έργο σε έργο. Διατηρεί επιδράσεις από τον Ορφισμό και τον Πυθαγορισμό, αφού ξέρουμε από τον βίο του πως ήταν αριστοκράτης με εξαίρετη μόρφωση και είχε μελετήσει Ίωνες φιλόσοφους.
Στα δύο πρώτα έργα του πρωταγωνιστεί ο Σωκράτης. Και εδώ έχουμε την απόδοση δικαιοσύνης. Οι νεκροί είναι μαζεμένοι μπροστά στο δικαστήριο και το προσκλητήριο παρουσιάζει ο Σωκράτης αυτοπροσώπως. Οι νεκροί κρίνονται γυμνοί για να μην επηρεάσουν την κρίση των τριών δικαστών, Μίνωα, Αιακού και Ραδάμανθυ. Η απόφαση δεν είναι πάντα τελεσίδικη, μπορεί και ν’ αλλάξει. Ο Πλάτων δέχεται και τη μετενσάρκωση και περιγράφει μια δαιδαλώδη διαδικασία την οποία μπορεί να ακολουθήσει η μετενσαρκωμένη ψυχή.
Η ψυχή αποκαθαρμένη πλέον ταξιδεύει στον ουρανό των ιδεών, αντίθετα με τον Αριστοτέλη ο οποίος δέχεται μεν την ύπαρξη ενός θεού που κινεί τον κόσμο και την ύπαρξη της ψυχής, αλλά όχι τον διαχωρισμό και την περιπλάνησή της, μετά θάνατον. Γι' αυτόν ο κόσμος ήταν και θα είναι πάντα ίδιος. Δεν αναγνωρίζει καμία ουσία στα πράγματα πέρα από τα αληθινά αντικείμενα.
Για τους Στωικούς η θεότητα είναι μία πολύ αφηρημένη ουσία ενώ για τους Επικούρειους οι θεοί είναι πολλοί και αδιάφοροι, απολύτως ατάραχοι και ευτυχείς, όπως ακριβώς πρέπει να επιδιώξουν να είναι και οι άνθρωποι. Ο τελευταίος ευσεβής είναι ο Πλούταρχος που επαναφέρει τον απουσιάζοντα στον καιρό των σκεπτικιστών, Κάτω Κόσμο.
Στο παράρτημα του βιβλίου, παρατίθενται αποσπάσματα κειμένων του Πλάτωνα και του Παυσανία σχετικά με το θέμα.