Τζέννυ Έρπενμπεκ «Δοκιμασία», μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις Καστανιώτη, 2021
Ένας τόπος, ένα σπίτι, στην όχθη μιας λίμνης κάπου στο Βρανδεμβούργο, και η Ιστορία που περνάει, χαράζοντας καθημερινά σημάδια στη ζωή των ανθρώπων που μένουν σ’ αυτό: μια έπαυλη και ο κήπος γύρω της, νοτιοανατολικά του Βερολίνου, στην οποία έρχονται και παρέρχονται κάτοικοι (σταθερό σημείο αναφοράς ο κηπουρός, «λες κι άλλο όνομα δεν έχει»), που από πάνω τους περνούν τα μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας, που αλλάζουν τη μορφή του κόσμου στη διάρκεια ενός αιώνα, από τη δεκαετία του 1920 μέχρι το κατώφλι του 21ου αιώνα: Βαϊμάρη, ναζί, πόλεμος, σοβιετικά στρατεύματα, Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, το Τείχος και η πτώση του, επανένωση της Γερμανίας, εισβολή μεσιτών και επενδυτών.
Μέσα στους τοίχους αυτού του σπιτιού, που πρωταγωνιστεί καθώς στέκει μάρτυρας της Ιστορίας που περνάει, έχουν ζήσει κατά καιρούς Εβραίοι που αναγκάζονται να ξεπουλήσουν τα υπάρχοντά τους, πασχίζοντας να βρουν τρόπο να φύγουν από τη Γερμανία και τον επερχόμενο εφιάλτη, ένας αρχιτέκτονας που αγοράζει το σπίτι από τους Εβραίους [«τουλάχιστον είχε πληρώσει τα μισά της αγοραστικής αξίας στους Εβραίους (που προσπαθούσαν) να καλύψουν οικονομικά την έξοδό τους απ’ τη χώρα»], αυτός που μεταπολεμικά προσπαθεί να διαφύγει στο Δυτικό Βερολίνο, καθώς «η πατρίδα τού γινότανε παγίδα», ένας στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού, ένα ζευγάρι συγγραφέων, ένας υπενοικιαστής που έχει περάσει από τη φυλακή επειδή προσπάθησε να φύγει «στη Δύση» και άλλοι, και άλλοι.
Και ενώ πράγματα θάβονται και ξεθάβονται στον κήπο, το σπίτι τραβάει τον δρόμο του από την ακμή στην παρακμή και στην εξαφάνιση, όπως εξαφανίζεται και η φασματική φιγούρα του σιωπηλού και ανώνυμου κηπουρού.
Χωρίς κραυγαλέες δραματικές εντάσεις και ευκολίες, αλλά με μια αδιάπτωτη υπόγεια δύναμη, η Έρπενμπεκ αφηγείται με τη σαγηνευτική, χαμηλόφωνη, ποιητική πρόζα της μια ιστορία που εκτυλίσσεται σχεδόν ολόκληρη στο σπίτι αυτό, που μέσα στους τοίχους του συμπυκνώνεται το ιστορικό πανόραμα ενός ολόκληρου αιώνα.
Νταγκ Σούλστα «Άρμαντ Β.», μετάφραση: Σωτήρης Σουλιώτης, εκδόσεις Ποταμός, 2021
Ένα μυθιστόρημα γραμμένο εξ ολοκλήρου σε υποσημειώσεις είναι ο Άρμαντ Β., του Νορβηγού Νταγκ Σούλστα, του πολυβραβευμένου συγγραφέα που θεωρείται από τους κορυφαίους της χώρας του και έχει μεταφραστεί σε πάνω από είκοσι γλώσσες.
Ο Άρμαντ του τίτλου είναι νορβηγός διπλωμάτης. Πρώην αριστερός και «άνθρωπος με χαλαρή εθνική συνείδηση», που σε μια άσκηση προσωπικού κυνισμού γίνεται διπλωμάτης και υποστηρίζει πράγματα που καταδίκαζε στο παρελθόν (ενώ αναρωτιέται πάντα αν μπορεί κανείς να ξεφύγει από την εξουσία και «από την πραγματικότητα», καθώς «ακούει τους διαδηλωτές να φωνάζουν τα λόγια που κρύβονται στην ψυχή του»). Τη ζωή του σημαδεύει η δύσκολη σχέση με τον γιο του, που αποφασίζει να καταταχτεί στον στρατό [για «να πνίξει στο αίμα (…) κάθε προσπάθεια αλλαγής των δομών του ίδιου του συστήματος, αντικαθιστώντας την ελευθερία με την ανελευθερία»].
Όλη αυτή η αποσπασματική ιστορία, γραμμένη με την πρωτότυπη μορφή των υποσημειώσεων σε ένα άγραφο μυθιστόρημα, σε ένα μυθιστόρημα που δεν υπάρχει, υποσημειώσεων που στήνουν ψηφίδες και νύξεις για χαρακτήρες και γεγονότα, συνυφαίνεται με παρεκβάσεις, με φιλοσοφικές σκέψεις, με λογοτεχνικούς προβληματισμούς του συγγραφέα και αναστοχασμό πάνω στο ίδιο του το έργο, με πολιτικά σχόλια. Οι σελίδες της περιπλάνησης στις «αδιάφορες», «βαρετές», «δίχως χαρακτήρα», «ανιαρές», «ανώνυμες», «άδειες» συνοικίες του Όσλο και στη μελαγχολική ενδοχώρα της Νορβηγίας με τις «άδειες κωμοπόλεις», είναι ίσως από τις καλύτερες του βιβλίου.
Όπως γράφει ο Τζέιμς Γουντ στο New Yorker, ο Σούλστα σπάει διαρκώς όλες τις γνωστές φόρμες, δοκιμάζοντας και συνδυάζοντας νέες προσεγγίσεις, συμβατικές και μεταμοντέρνες. Αυτός ο συνδυασμός πειραματικής και κλασικής γραφής διαμορφώνει το ιδιαίτερο ύφος του, καθώς ο συγγραφέας πηγαινοέρχεται ανάμεσα στην ιστορία και τις ψυχολογικές διαδρομές του Άρμαντ ή άλλων χαρακτήρων του και στον γενικότερο σχολιασμό και προβληματισμό για τη Νορβηγία και την κοινωνία της: από την υποταγή της Νορβηγίας στις ΗΠΑ, μέχρι τον «χυδαίο Αντικαπνιστικό Νόμο». (Είναι χαρακτηριστικό ότι ο συγγραφέας δεν παραλείπει να θυμηθεί και τη στράτευσή του στο μαοϊκό Εργατικό Κομμουνιστικό Κόμμα της Νορβηγίας.)
«Δυσανάγνωστο» αποκαλεί κάποια στιγμή ο ίδιος ο συγγραφέας αυτό το μυθιστόρημά του, το φτιαγμένο από υποσημειώσεις, και δεν θα συμφωνήσω, καθώς νομίζω πως η ίδια η παράξενη μορφή του συμβάλλει σε αυτή τη γοητευτική αφήγηση της ιστορίας του Άρμαντ και της χώρας του.
Όσιαν Βουόνγκ «Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι», μετάφραση: Έφη Φρυδά, εκδόσεις Gutenberg, 2021
«Το σώμα είναι λεπίδι που ακονίζεται / κόβοντας», λέει σε ένα από τα ποιήματά του ο Όσιαν Βουόνγκ (Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου, μτφ. Δημήτρης Μαύρος, εκδ. Gutenberg) – στίχος που έρχεται αρκετές φορές στο μυαλό όταν διαβάζει κανείς αυτή τη σπουδή στο τραύμα [«το τραύμα (που) δεν επιδρά μόνο στον εγκέφαλο, αλλά σ’ ολόκληρο το σώμα»] και στην απώλεια, αυτό το μυθιστόρημα με τον παράξενο τίτλο που είναι και τίτλος ποιήματός του.
Μυθιστόρημα; Ναι: μια μακροσκελής επιστολή στη μητέρα του, την οποία όμως αυτή δεν θα μπορέσει να διαβάσει ποτέ, αφού δεν ξέρει να διαβάζει. Η καταγωγή του Όσιαν Βουόνγκ είναι από το Βιετνάμ. Η γιαγιά του παντρεύτηκε έναν αμερικανό στρατιώτη την εποχή του πολέμου. Όταν ο Βουόνγκ ήταν δύο χρόνων (έχει γεννηθεί το 1988), η μητέρα του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει από το Βιετνάμ και, μετά από διάφορες περιπέτειες, έφτασε τελικά στις ΗΠΑ.
Σ’ αυτό το (πρώτο του) μυθιστόρημα, το οποίο η κριτική έχει εγκωμιάσει πολλαπλώς, ο Βουόνγκ αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου, μιας οικογένειας, μιας χώρας, καθώς η ζωή τους συναντάει συνέχεια την πανταχού παρούσα βία, από τον τραμπούκο στο σχολείο που «ήταν μόλις εννιά χρονών, αλλά κατείχε ήδη τη διάλεκτο των προβληματικών αμερικάνων πατεράδων», μέχρι τα σημάδια στη μνήμη από τις ναπάλμ, τους στρατιώτες και τα ελικόπτερα.
Όπου κι αν σταθεί ο αφηγητής νιώθει εκτός, στην ερημιά μιας πολλαπλής απόρριψης, ως μη λευκός, ως γκέι («είχα νομίσει ότι σεξ σήμαινε να ανοίγεις δρόμους προς νέα εδάφη, πως, εφόσον οι άλλοι δεν μας έβλεπαν, οι κανόνες τους δεν ίσχυαν. Έκανα όμως λάθος»), ως λιγομίλητος, ως διαφορετικός.
Με ιδιαίτερο ύφος, ποιητικό πολλές φορές, σκληρά ρεαλιστικό όταν χρειάζεται, ο Βουόνγκ ξεδιπλώνει μια αφήγηση με ένα ασταμάτητο πηγαινέλα σε τόπους, σε ανθρώπους, στον χρόνο, στη μνήμη, καθώς συνάμα προσπαθεί και να καταλάβει τι είναι αυτό το παράξενο πράγμα που αποκαλούμε μνήμη: «η μνήμη είναι επιλογή», λέει. Ή μήπως «είναι πλημμύρα»;