Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Πέρασε άλλος ένας χειμώνας, τέτοιος που δεν τον φανταστήκαμε ποτέ. Πολλά σκεφτόμασταν ότι μπορεί να συμβούν στη ζωή μας, αλλά μια πανδημία ποτέ. Ακούγαμε από τους γονείς μας για επιδημίες που έζησαν, αλλά τις ξεχνούσαμε γρήγορα. Γεγονότα της παλιάς ζωής λέγαμε. Τώρα η επιστήμη έχει προοδεύσει, έχουμε φάρμακα… Πιο πολύ σκεφτόμαστε την ιλαρά, που οι μαμάδες μας έντυναν με μπλε χαρτί τα τζάμια, για να μη μας πάρει το φως. Δεν έκανε, έλεγαν. Κι εμείς το διασκεδάζαμε! Μήπως είχαμε και πολλά να χαρούμε στα παιδικά μας χρόνια.
Και τώρα προέκυψε ο κορονοϊός κι ο Μητσοτάκης. Ποιον να φοβηθείς περισσότερο; Τον ιό για τη ζωή σου ή τον Μητσοτάκη για την ποιότητα της ζωής σου;
Πέρασε κι η δεύτερη μεγάλη καραντίνα, ήρθαν τα εμβόλια, συνεχίζουν τα κρούσματα και οι νεκροί. Αλλά ας πάρουμε μια ανάσα. Πρέπει. Γιατί υπάρχει κι η κατάθλιψη κι η ηλικία περνάει.
Ανοίγουμε το σπίτι, βγάζουμε τα καλοκαιρινά, ποτίζουμε τα λουλούδια στα μπαλκόνια και λίγο λίπασμα ακόμα. Να μεγαλώσουν κι αυτά, να δούμε χρώματα, μυρωδιές, λίγο πράσινο κοντά μας. Μαγιάτικα στεφάνια πλέκουμε, αλλά μέχρι εκεί. Ακόμα και η παραμονή Πρωτομαγιάς φέτος, μεγάλη Παρασκευή έπεσε. Δεν ανάβουν φωτιές τ’ Αγιαννιού στις γειτονιές, για να κάψουμε τα στεφάνια και να πηδήξουμε, έστω στην άκρη της φωτιάς. Τέλειωσαν κι αυτά, τα πήρε ο νέος τρόπος ζωής. Πού είναι η παλιά γειτονιά; Τους διπλανούς δεν τους γνωρίζουμε.
Και τώρα με τον κορονοϊό ήρθαν νέα ήθη. Θα εγκατασταθούν άραγε; Πάνε οι μεγάλο «λάκκοι» που στη Ρούμελη έψηναν τα αρνιά το Πάσχα. Ήδη είχε ατονήσει το έθιμο, λίγο ήθελε να καταργηθεί. Και βρέθηκε η ευκαιρία φέτος. Καθένας μόνος του τώρα, σπίτι του. Από μακριά οι ευχές. Ας είναι κι αυτές. Ποιοι θα πάρουν τη μεγάλη απόφαση να ξαναστήσουν το έθιμο; Τώρα πια η σούβλα γυρίζει με μηχάνημα, όχι με το χέρι. Ούτε υπάρχει κάποιος όπως παλιά, να τραγουδήσει έστω το «Χριστός Ανέστη». Οι νέοι γίναν δέσμιοι του καφέ κι όχι μόνο του πρωινού. Τα «νυχάδικα» μπήκαν στη ζωή μας. Ποια θα ασχοληθεί με τέτοιες δουλειές, με κίνδυνο να σπάσει έστω κι ένα νύχι;
Καθένας μόνος του, δηλαδή. Και οι ατομικές συμβάσεις εργασίας. Η συλλογικότητα έχει δύναμη, το άλλο όχι. Και μας θέλουν αδύναμους και μόνους. Για να μας ελέγχουν καλύτερα και να μας αποδυναμώνουν.
Η κλεισούρα, η εργασία στο σπίτι χωρίς κανόνες, τα παιδιά στον υπολογιστή ή στο κινητό όλη την ημέρα, στο έλεος των κάθε λογής ακατάλληλων ή επικίνδυνων παιχνιδιών. Δύο χρόνια σχεδόν εκτός σχολείου.
Ευτυχώς η «διαπαιδαγώγηση» υπάρχει από τα ΜΜΕ, μας περνούν στον εγκέφαλο ό,τι θέλουν. Και με την άδεια εξόδου από το σπίτι μας. Έξοδος 2, έξοδος 6. Σε κάτι έργα επιστημονικής φαντασίας τα βλέπαμε, τώρα και στη ζωή μας. Μετακίνηση για το φαρμακείο… μετακίνηση… Το συνηθίσαμε κι αυτό. Άντε δυο ανάσες ακόμα.
Άνθρωποι της πόλης σε εποχή πανδημίας επί νέας δημοκρατίας. Τι καλά. Εντός ή εκτός δήμου, δύο ή περισσότερα χιλιόμετρα από το σπίτι μας, στο κοντινό βουνό μπορούμε ή όχι, στη διπλανή ακρογιαλιά; Ποιος ξέρει; Ή μένεις μέσα ή βγαίνεις με κίνδυνο το τρακοσάρι του πρόστιμου. Και υπογράφεις για έξοδο και πρόστιμο. Για να βγεις από το σπίτι σου, άδεια; Πού ζούμε; Πώς να πάρεις ανάσα; Πνίγεσαι.
Λίγη μουσική, ένα τραγούδι. Να ξεσκάσουμε, να σιγοψιθυρίσουμε. Πάει το θέατρο Βράχων, πάνε οι συναυλίες, τα πανηγύρια, λόγω κορονοϊού ή όχι, ιδιωτικοί γίνονται οι βράχοι της επτάλοφης «Αθήνας» από το νέο δήμαρχό της. Τσιμέντο στην Ακρόπολη, «το θαύμα των εποχών», το δικό μας. Τα αρχαία στο μετρό της Θεσσαλονίκης πάνε, έρχεται στο μυαλό μου η εκδρομή στην Πομπηία και ό,τι είδα εκεί. Έτσι τα έχω συνδέσει. Τι συγκίνηση ήταν κι αυτή τότε. Τι εμπειρία! Περίμενα να πάω και στη συμπρωτεύουσα να δω τα δικά μας ευρήματα. Να ξαναζήσω άφοβα τις παλιές εκδρομές. Εντός και εκτός συνόρων.
Άλλος ένας γείτονας πέθανε, κι άλλος αρρώστησε. Έκανες το εμβόλιο; Τι παρενέργειες, τι είναι αυτό; Ποιος ξέρει; Ποιο εμβόλιο; Πολλά ακούμε. Τι να κάνουμε; Οικογενειακός γιατρός, πού είναι αυτός; Πρωτοβάθμια μονάδα υγείας; Έκλεισε. Οι γιατροί πήγαν αλλού, όπου είχαν ανάγκη. Κι οι γειτονιές άδειες από γιατρούς.
Να πάρω μια ανάσα, πνίγομαι.