Η γιορτή της εργατικής πρωτομαγιάς στην Κωνσταντινούπολη έχει μια μακρά, βυθισμένη στο χρόνο, αλλά και βαμμένη με αίμα, ιστορία. Ξεκινά το 1912, επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη συγκέντρωση στην περιοχή Παγκάλτι. Το 1935, η ημέρα αυτή θεσπίστηκε αργία ως «μέρα της άνοιξης και των λουλουδιών».
Το 1976, έγινε η πρώτη μεγάλη εργατική συγκέντρωση στην πλατεία Ταξίμ. Ένα χρόνο μετά, το 1977, η ίδια συγκέντρωση, με τη συμμετοχή 500.000 ατόμων, βάφτηκε με το αίμα 34 νεκρών και 126 τραυματισμένων ανθρώπων. Από το 1998 ως το 2000 οι συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή Σισλί. Το 2009 δόθηκε άδεια για συγκέντρωση στην πλατεία Ταξίμ. Μέχρι τότε, η αιτιολογία για τον αποκλεισμό της ήταν τα αιματηρά γεγονότα του 1977.
Ιστορίες με ονοματεπώνυμο
Η διαδικτυακή ενημερωτική πύλη bianet.org, σαράντα τρία χρόνια μετά, με μια έρευνα διακοσίων σελίδων, με τον τίτλο «Συγγενείς και φίλοι των θυμάτων της 1ης Μαΐου του 1977 αφηγούνται», αναδεικνύει ένα έγκλημα που παραμένει μέχρι σήμερα ατιμώρητο.
Οι μαρτυρίες συγγενών, φίλων και συνεργατών των 27 από τους 34 νεκρούς, συμβάλλουν να αρθεί η ανωνυμία τους. Παύουν πλέον να είναι ένας αριθμός. Οι ιστορίες τους μας αποκαλύπτουν τις αγωνίες τους, τις ελπίδες τους μέσα από μικρές καθημερινές ιστορίες. Οι 34 νεκροί –μεταξύ τους και ο ρωμιός εργάτης Αλέξανδρος Κοντέας (ετών 57)– ήταν, μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενοι, δάσκαλοι και καθηγητές. Οι πέντε σκοτώθηκαν από τους πυροβολισμούς, οι 29 ποδοπατήθηκαν ή βασανίστηκαν και οι 32, από τους 126 τραυματίες, έφεραν τραύματα από σφαίρες.
Στις συνεντεύξεις των οικείων δηλώνεται το μακροχρόνιο και ανεκπλήρωτο αίτημα για πρόσβαση «στην αμερόληπτη δικαιοσύνη», πρόσβαση «στην πληροφόρηση με διαφανείς διαδικασίες», πρόσβαση «στο δικαίωμα της αποζημίωσης για ηθικές βλάβες και μέριμνα για τα θύματα της κρατικής βίας» και την «αποτελεσματική απόδοση δικαιοσύνης» ως μοναδικές εγγυήσεις για να μην επαναληφθούν αντίστοιχες πράξεις. Η δίκη, που ακολούθησε υπό το καθεστώς στρατιωτικού νόμου (πραξικόπημα του 1980), διεξήχθη με ελλιπή στοιχεία, ελάχιστους μάρτυρες και ολοκληρώθηκε το 1989, χωρίς ενόχους!
Από τις αφηγήσεις είναι εμφανές ότι υπήρξε συνειδητή αδιαφορία και αμέλεια από τα όργανα της τάξης, βασανιστήρια, μειωτικές συμπεριφορές και πολλά άλλα. Η τότε κυβέρνηση Εθνικού Μετώπου υπό τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ ανέλαβε καμία ευθύνη.
Τα θύματα του ’77 ήταν πολλά. Ήδη τους πέντε πρώτους μήνες, 157 άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους, σε συγκρούσεις, σε ένα περιβάλλον αστάθειας, πρόωρων εκλογών, καθημερινών επιθέσεων, με έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις και κοινωνική αναταραχή. Η άγρια καταστολή της Πρωτομαγιάς του 1977 έχει καταγραφεί στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας ως η πιο αιματηρή όλων των εποχών και ήταν μια από τις αιτίες του πραξικοπήματος που ακολούθησε το 1980.
Επιλέξαμε δύο από τις είκοσι έξι μαρτυρίες αυτών που έζησαν τα γεγονότα, οι οποίες φανερώνουν πόσο επηρεάστηκε η καθημερινότητα των απλών ανθρώπων και τα βαθιά κοινωνικά τραύματα από την απουσία της δικαιοσύνης.
Ζαλέ Γιεσίλνιλ: Είπε πως πήγε εκδρομή
Η Χαλέ Γεσίλνιλ, μας μιλά για την αδελφή της, Ζαλέ Γιεσίλνιλ, ετών 17, μαθήτρια Λυκείου. «Η αδελφή μου είχε ένα χάρισμα, πάντα χαμογελούσε. Θυμάμαι είχε αγοράσει ένα πράσινο κοτλέ παντελόνι με τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από τα ιδιαίτερα μαθήματα που έδινε, ήταν πολύ χαρούμενη. Με αυτό το παντελόνι έφυγε εκείνο το πρωί από το σπίτι. Είχαμε χάσει πρόσφατα τον πατέρα μας, ήμασταν τέσσερα αδέλφια, τα βγάζαμε δύσκολα πέρα. Λίγες μέρες πριν την πρωτομαγιά είχαμε κουβεντιάσει με την αδελφή μου, με είχε διαβεβαιώσει πως θα πήγαινε εκδρομή με τους συμμαθητές της στην Τσάμλιτζα. Τη συγκεκριμένη μέρα, η μητέρα μου επέτρεψε στην αδελφή μου να… πάει εκδρομή, αλλά, εμένα –για να με αποτρέψει να πάω στη συγκέντρωση- δεν με άφησε να βγω από το σπίτι» λέει και συνεχίζει: «σύμφωνα με τη νεκροψία αιτία θανάτου ήταν ‘‘κατάγματα στα πλευρά, ασφυξία ως αποτέλεσμα πίεσης στο στήθος και την κοιλιακή χώρα’’. Μέχρι τώρα σκέφτομαι ‘‘γιατί η Ζαλέ και όχι εγώ’’…
Το βράδυ εκείνο όταν είδαμε στην τηλεόραση τι είχε συμβεί, από την ανησυχία μας, αγκαλιαστήκαμε με την μητέρα μου και αρχίσαμε να κλαίμε. Ο αδελφός μου, πήγαν με έναν φίλο μας να την βρουν. Επέστρεψαν χαράματα. Την είχαν βρει... Αρχικά μας είπαν ψέματα πως είναι τραυματισμένη. Από την 1η μέχρι τις 5 Μαΐου την κρατούσαν στο νεκροτομείο. Σε αυτό το διάστημα, είχαμε συνεχείς επισκέψεις από αστυνομικούς στο σπίτι. Όταν πήραμε άδεια για την ταφή, συμμαθητές και φίλοι θέλησαν να γίνει μία πορεία, μας το επέτρεψαν με πολλές δυσκολίες. Ωστόσο, καθώς προχωρούσαμε από το τζαμί Οσμάναγα προς το κοιμητήριο Καρατζάαχμετ εμφανίστηκαν αστυνομικοί με καλάσνικοφ στα χέρια, μας υποχρέωσαν να γονατίσουμε, μας έψαξαν. Οι φίλοι που κρατούσαν το φέρετρο δεν δέχτηκαν να γονατίσουν ‘‘δεν το αφήνουμε κάτω’’ είπαν. Ανασήκωσα κάποια στιγμή το κεφάλι μου να δω τι γίνεται και εισέπραξα μια κλωτσιά. Φοβήθηκα πολύ τότε… Η απώλεια αυτή έχει ραγίσει την καρδιά μου».
Ο Χικμέτ Οζκιουρκτσού, ετών 39, δάσκαλος και η η Ζαλέ Γιεσίλνιλ, ετών 17, μαθήτρια Λυκείου
Χικμέτ Οζκιουρκτσού: Ήθελε να μην πάω μαζί του
Η κόρη του Χικμέτ Οζκιουρκτσού (ετών 39, δάσκαλος), Μπεχιγιέ, που ήταν μαζί του στη συγκέντρωση, αναφέρει «Ο πατέρας μου σε όλη του τη ζωή ήταν οργανωμένος στο συνδικαλιστικό του όργανο ΤΟΜΠ – ΝΤΕΡ (TÖB-DER). Θεωρούσε τους μαθητές του παιδιά του. Υπάρχει μάλιστα ένα αστείο περιστατικό. Ο πατέρας μας δίδασκε τα πρωινά, εμείς πηγαίναμε τα απογεύματα σχολείο. Ένα μεσημέρι γυρίζει σπίτι και μας βλέπει εκεί, η μητέρα μας του λέει ‘‘δεν έστειλα τα παιδιά στο σχολείο, βήχουν όλα, είναι αδιάθετα’’. Ο πατέρας μου της απαντάει ‘‘Ζεκιγιέ και τα δικά μου παιδιά ήταν όλα άρρωστα αναγκάστηκα να τα στείλω στα σπίτια τους’’!
Το 1977 μας έδωσε τον λόγο του πως κάθε χρόνο θα παίρνει μαζί του, στη συγκέντρωση, έναν από εμάς (ήμασταν τέσσερα αδέλφια) ξεκινώντας από εμένα. Λίγες μέρες πριν, με πλησίασε στον κήπο του σχολείου για να μου εκφράσει την ανησυχία του γιατί υπήρχαν πληροφορίες για επεισόδια. Δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει. ‘‘Εγώ δεν θέλω να έρθεις, αλλά, αν επιμένεις θα σε πάρω μαζί μου, όμως θέλω να το σκεφτείς μέχρι το βράδυ’’, μου είπε. Εγώ φυσικά ήθελα να πάω. Όταν με ξύπνησε νωρίς το πρωί ξύπνησε και ο αδελφός μου Χιλμί –ήταν άτομο με ειδικές ανάγκες- και επειδή έκλαιγε και θα τους ξυπνούσε όλους αναγκαστήκαμε να τον πάρουμε μαζί μας. Εγώ ήμουν 16, ο Χιλμί 7-8 ετών.
Μόλις φθάσαμε στην πλατεία πήγα κοντά στη νεολαία, ο πατέρας μου πήγε με τους συναδέλφους του. Κάθε τόσο ερχόταν και με ρωτούσε αν πείνασα, αν δίψασα, αν θέλω κάτι… Μετά ξεκίνησαν τα γεγονότα, ακούστηκε μία φωνή ‘‘πέστε στο έδαφος’’, πέσαμε. Για μια στιγμή συναντήθηκαν το βλέμμα μου με εκείνο του πατέρα μου, τον άκουσα να λέει ‘‘έχω τραυματιστεί’’. Προσπάθησα να τον πλησιάσω. Ανασηκώθηκε έκανε 2-3 βήματα και έπεσε, δεν έβλεπα αίμα πουθενά. Η σφαίρα είχε διαπεράσει το μπουφάν, είχε εσωτερική αιμορραγία. Στην νεκροψία έγραφε ‘‘σφαίρα αστυνομικού’’. Είχα σοκαριστεί, με πλησίασε ένας νεαρός, με τράβηξε μακριά από το πλήθος, με ρώτησε πώς βρέθηκα εκεί και με παρέδωσε στους συναδέλφους του πατέρα μου. Στην αναταραχή είχα χάσει τον αδελφό μου, σε λίγο τον έφερε ένας άλλος νεαρός.
Συνειδητοποίησα το θάνατο του πατέρα μου ένα μήνα μετά. Η ζωή μας μετά την απώλεια αυτή άλλαξε ριζικά. Επιβιώσαμε χάρη στη βοήθεια των συναδέλφων του και του συνδικαλιστικού οργάνου των δασκάλων. Αργότερα δυσκολεύτηκα πολύ να διοριστώ γιατί υπήρχε το στίγμα: είναι κούρδισα, ο πατέρας της οργανωμένος στην ΤΟΜΠ ΝΤΕΡ (ΤÖB-DER), πέθανε στην πλατεία Ταξίμ».
Απόδοση: Νίκη Τσιλιγκίρογλου
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε υπό την εποπτεία και καθοδήγηση της δημοσιογράφου Ναντιρέ Ματέρ. Τις συνεντεύξεις πήρε η Τουγτσέ Γιλμάζ. Στα κείμενα συνεργάστηκαν οι Σουλεϊμάν Τσελεμπί, Κανί Μπεκό, Αρζού Τσερκέζογλου, Φεχμί Ισικλάρ, Νετζλά Κουρούλ, Εμέλ Ατάκτουρκ και Σαμί Εβρέν.