Μπορούν οι περιφερειακές εκλογές να αλλάξουν το εθνικό πολιτικό πανόραμα; Κάποιες φορές αυτό συνέβη, άλλες όχι. Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα πολλών στην Ισπανία μετά τις εκλογές της 4ης Μάη στην αυτόνομη κοινότητα της Μαδρίτης. Τα αποτελέσματα δεν επιτρέπουν πολλές αναγνώσεις: νικά κατά κράτος η δεξιά, ενώ η αριστερά, που κυβερνά τη χώρα, βγαίνει από τη μάχη συντριμμένη.
Με μια συμμετοχή ρεκόρ (76%), ένα στοιχείο ακόμη σημαντικότερο σε καιρούς πανδημίας και για πρώτη φορά σε εργάσιμη μέρα, το Λαϊκό Κόμμα (PP) διπλασιάζει τις ψήφους που συγκέντρωσε το 2019 (από το 22 στο 44%), πλησιάζει την απόλυτη πλειοψηφία (65 έδρες στις 136) και ανακτά την ηγεμονία της δεξιάς, που είχε χάσει την τελευταία πενταετία με την είσοδο στη σκηνή δύο ανταγωνιστών, των φιλελεύθερων Ciudadanos και της ακροδεξιάς του Vox. Οι πρώτοι καταποντίζονται στο 3,5%, μένοντας κάτω από το όριο εισόδου, ενώ, πριν από δύο χρόνια παρά λίγο να ξεπεράσουν το Λαϊκό Κόμμα. Το Vox, από την άλλη, βελτιώνει λίγο τα αποτελέσματα του 2019 (9,1% και 13 έδρες), αλλά δεν έχει κάποια σημαντική επιτυχία.
Η κίνηση προκήρυξης πρόωρων εκλογών από την περιφερειάρχη Ιζαμπέλ Ντίας Αγιούσο αποδείχτηκε με το παραπάνω νικηφόρα: Το Λαϊκό Κόμμα θα μπορέσει να επιστρέψει μόνο του στη διοίκηση της περιφέρειας, σαρώνει μονομιάς τον πρώην συνέταιρό της στη διοίκηση –τους Ciudadanos – και μειώνει τις προσδοκίες του Vox. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η Μαδρίτη είναι ένα οχυρό των Λαϊκών εδώ και 26 χρόνια και ότι η Αγιούσο θα χρειαστεί την εξωτερική στήριξη της ακροδεξιάς, αλλά θα μπορέσει να διοικήσει μόνη της, έστω και σε μειοψηφία. Αυτό το σενάριο λίγοι το είχαν προβλέψει. Είναι μια αναμφισβήτητη νίκη που επαναφέρει το Λαϊκό Κόμμα στο εθνικό προσκήνιο.
Ήττα της αριστεράς
Οι αδύναμες, αλλά ποτέ σβησμένες ελπίδες της αριστεράς να ανακτήσει τη Μαδρίτη μετά από ένα τέταρτο του αιώνα, έλιωσαν σαν το χιόνι κάτω από τον ήλιο. Οι σοσιαλιστές υπέστησαν τη βαρύτερη ήττα της ιστορίας τους στην περιφέρεια της Μαδρίτης: με το 16,8% και 24 περιφερειακούς συμβούλους βλέπουν να τους προσπερνάει το Más Madrid (17%, 24 έδρες), το σχήμα που ιδρύθηκε πριν από δύο χρόνια από τον πρώην νούμερο δύο του Podemos, Ινίγκο Ερεχόν, που μετατρέπει την υποψήφιά του, Μόνικα Γκαρσία, στην πραγματική ηγέτιδα της αντιπολίτευσης στην Αγιούσο.
Ενώ το Unidas Podemos (UP) βελτιώνει τα αποτελέσματά του (από 7 σε 10 έδρες, με το 7,2%), δεν πετυχαίνει αυτό το άλμα προς τα εμπρός που έλπιζε ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, ο οποίος τον Μάρτιο είχε παραιτηθεί από αντιπρόεδρος της κυβέρνησης για να είναι υποψήφιος σε αυτές τις περιφερειακές εκλογές. Ο Ιγκλέσιας διέσωσε ό,τι μπορούσε να διασωθεί – το UP κινδύνευε να μείνει εκτός περιφερειακού συμβουλίου–, αλλά δεν κατόρθωσε να ενεργοποιήσει αρκετά την αριστερή ψήφο. Είναι πιθανότερο μια διαιρετική προσωπικότητα, σαν τη δική του, να πόλωσε ακόμη περισσότερο μια προεκλογική εκστρατεία που ήταν από μόνη της πολύ πολωμένη. Δέχτηκε απειλές θανάτου και ζει πλέον με αστυνομική συνοδεία, ενώ η υποψηφιότητά του είχε ως συνέπεια μια κινητοποίηση της δεξιάς ψήφου άνευ προηγουμένου. Το παραδέχτηκε ο ίδιος ο Ιγκλέσιας, ο οποίος, τη νύχτα της 4ης Μάη ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει την πολιτική.
Επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο
Επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα αυτής της ανάλυσης, είναι αναμφίβολο ότι η ψήφος της Μαδρίτης θα έχει επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο. Το ζήτημα είναι να κατανοήσουμε μέχρι ποιο σημείο. Κατ’ αρχάς, η κυβέρνηση συνασπισμού που αποτελείται από το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) και το Unidas Podemos είναι τώρα πιο αδύναμη. Το χείριστο αποτέλεσμα των σοσιαλιστών στη Μαδρίτη δεν μπορεί να μην αναγνωστεί ως μια τιμωρητική ψήφος για τη διαχείριση της υγειονομικής και κοινωνικοοικονομικής κρίσης, εκ μέρους της κυβέρνησης τον τελευταίο χρόνο. Ο Σάντσεθ, εν ολίγοις, δεν βγαίνει ενισχυμένος. Κάθε άλλο. Επίσης, η έξοδος του Ιγκλέσιας από το προσκήνιο δεν μπορεί να αναγνωστεί ως μια θετική είδηση, παρόλο που ο πρώην ηγέτης του Podemos μεταβίβασε τη σκυτάλη στην υπουργό Εργασίας Γιολάντα Ντίας, που εκτιμάται πολύ από τους κοινωνικούς εταίρους.
Η νομοθετική περίοδος, που ήδη είναι πολύ περίπλοκη εντός ενός παγκόσμιου πλαισίου σαν αυτό μέσα στο οποίο βρισκόμαστε, θα είναι επομένως ακόμη περισσότερο ανηφορική για μια κυβέρνηση μειοψηφίας, που υπολογίζει μόνο στη στήριξη διάφορων περιφερειακών και εθνικιστικών σχημάτων μέσα σε ένα κοινοβούλιο κατακερματισμένο στο έπακρο. Σε μια κρίσιμη φάση για την ιβηρική χώρα, όπως και για όλη την Ευρώπη, θα είναι πολύ περίπλοκο, αν όχι ανέφικτο, να καταλήξουν σε συναινέσεις για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις –συντάξεις, Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, περιφερειακό δημοσιονομικό σύστημα, κλπ– για τις οποίες χρειάζονται ειδικές πλειοψηφίες. Ακόμη περισσότερο από ό,τι το έκανε τον προηγούμενο χρόνο, το Λαϊκό Κόμμα θα χρησιμοποιήσει την Μαδρίτη ως πολιορκητικό κριό για να ρίξει την κυβέρνηση.
Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι παραμένει προς επίλυση το παλιό καταλανικό ζήτημα: ο Σάντσεθ θα έχει το θάρρος να προωθήσει, όπως έχει υποσχεθεί, μια ατζέντα χαλάρωσης με τη Βαρκελώνη; Με ένα Λαϊκό Κόμμα barricadero (ΣτΜ που έχει στήσει οδοφράγματα) και αναζωογονημένο από την επιτυχία της Αγιούσο δεν θα είναι εύκολο. Και αυτό ίσως να έχει ως συνέπεια την απόσυρση της απαραίτητης στήριξης των καταλανών αυτονομιστών στη Βουλή της Μαδρίτης.
Κατά δεύτερο λόγο, το Λαϊκό Κόμμα κέρδισε τις εκλογές με μια συζήτηση και μια ρητορική με τραμπική γεύση και μπερλουσκονική μνήμη. Το λήμμα της Αγιούσο –στο οποίο η αριστερά είχε αντιτάξει ένα επικό και ίσως υπερβολικό «δημοκρατία ή φασισμός»– ήταν «κομμουνισμός ή ελευθερία»: η ελευθερία να ανοίξουν μπαρ και εστιατόρια, παραβαίνοντας τους υγειονομικούς περιορισμούς που αποφασίστηκαν από την κεντρική κυβέρνηση, η ελευθερία να μειωθούν ακόμη περισσότερο οι φόροι στην πλουσιότερη περιφέρεια της χώρας, όπου η φορολογία είναι ήδη η χαμηλότερη σε όλη την Ισπανία, η ελευθερία ιδιωτικοποίησης της υγείας και της παιδείας. Πολλές εκλογές παίζονται πλέον περισσότερο στο πλαίσιο που κατορθώνει να επιβάλλει ένας υποψήφιος, παρά στα πραγματικά δεδομένα: με μια θνησιμότητα μεγαλύτερη κατά 30% σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα, συζητήθηκε ελάχιστα η χείριστη υγειονομική διαχείριση της Αγιούσο και πολύ περισσότερο η δυνατότητα να πιεί κάποιος μια μπίρα σε μπαρ ανοιχτά μέχρι τα μεσάνυχτα.
Οι Λαϊκοί φρέναραν το Vox, ασφαλώς, αλλά με αντίτιμο μια ακόμη δεξιότερη στροφή και ριζοσπαστικοποίηση της πρότασής τους. Ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, Πάμπλο Κασάδο, τον Οκτώβρη είχε απαγκιστρωθεί από την ακροδεξιά, ασκώντας της σκληρή κριτική στο Κοινοβούλιο: τώρα, θέλοντας και μη, είναι υποχρεωμένος να ασπαστεί αυτό που ο Ρότζερ Ίτγουελ και ο Μάθιου Γκουντγουϊν αποκάλεσαν «εθνικολαϊκισμό light». Το Λαϊκό Κόμμα, εν ολίγοις, επέλεξε με την Αγιούσο να είναι περισσότερο Μπόρις Τζόνσον παρά Άνγκελα Μέρκελ.
Αλλαγή πολιτικού κύκλου;
Μένει να καταλάβουμε, όμως, κατά πόσο τα αποτελέσματα της Μαδρίτης είναι εξαγώγιμα στην υπόλοιπη χώρα. Η έξοδος των Ciudadanos από τη σκηνή θεωρείται πλέον βέβαιη, αλλά κατά τα άλλα υπάρχουν ακόμη άγνωστα στοιχεία (από το πόσο θα αντέξουν οι σοσιαλιστές μέχρι τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ Λαϊκού Κόμματος και Vox). Σίγουρα θα είναι έντονοι μήνες, κατά τους οποίους είναι πιθανό να αρχίσει μια αλλαγή πολιτικού κύκλου που θα ευνοεί τη δεξιά. Δεν πρέπει να αγνοήσουμε την πιθανότητα, για παράδειγμα, άλλων πρόωρων περιφερειακών εκλογών, όπως στην Ανδαλουσία, όπου το Λαϊκό Κόμμα, που διοικεί σε συνασπισμό με τους Ciudadanos, θα μπορούσε να δοκιμάσει να παίξει το ίδιο παιχνίδι με την Αγιούσο. Ό, τι και αν γίνει, όμως, είναι αναμφίβολο ότι ο δρόμος του Πέδρο Σάντσεθ τώρα είναι περισσότερο ανηφορικός.
Μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς