Θυμάμαι στο Τελευταίο μετρό (1980) του Φρανσουά Τρυφώ, που διαδραματίζεται σε ένα παρισινό θέατρο στη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής, δυο νεαρές ηθοποιοί βάφουν ελαφρά τα πόδια τους, με κάρβουνο, για να μη φαίνεται ότι δεν φορούν κάλτσες. Η πιο κοκέτα σχημάτιζε και μια γραμμή στο πίσω μέρος της γάμπας, στη θέση της ραφής της κάλτσας. Μια «οικονομική» εικόνα που δίνει πολλές πληροφορίες για τη ζωή στην πόλη, τότε. Ο Τρυφώ με τη στενή συνεργάτιδά του, σεναριογράφο Σουζάν Σίφμαν είχαν κάνει πολύμηνη έρευνα για την εποχή, ξεκινώντας από τις δικές τους εμπειρίες, ανακαλώντας λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, και στη συνέχεια μελετώντας κάθε ντοκουμέντο που είχαν βρει.
Αφορμή γι’ αυτή την αναδρομή είναι η προβολή του σίριαλ Τα καλύτερά μας χρόνια από τη δημόσια τηλεόραση. Το σίριαλ έχει ως βάση την ισπανική τηλεοπτική σειρά Cuéntame cómo pasó, που αφηγείται τη ζωή μιας 7μελούς μικρομεσαίας οικογένειας, αποτελούμενης από μητέρα, πατέρα, τρία παιδιά, θεία και γιαγιά, στη Μαδρίτη, τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας του Φράνκο και το πέρασμα στη δημοκρατία. Το εύρημα του σίριαλ είναι ότι η αφήγηση ξεκινά από τη στιγμή που μπαίνει η τηλεόραση στο σπίτι, η οποία προσδιορίζει και τη χρονική στιγμή που ξεκινά η υπόθεση, και πώς οι κοινωνικές αλλαγές αντανακλώνται στην οικογένεια. Το ίδιο format, προσαρμοσμένο στα δεδομένα της κάθε χώρας, μεταφέρθηκε στην Πορτογαλία, τη Χιλή και αλλού, με πιο γνωστή την ιταλική εκδοχή, το Raccontami, που προβλήθηκε και στην Ελλάδα. Όλα αφηγημένα ως ανάκληση του μικρότερου γιου, σε ώριμη πια ηλικία.
Τα θέματα είναι η δικτατορία στην περίπτωση της Ελλάδας, Ισπανίας, Πορτογαλίας, Χιλής, η οικονομική κατάσταση στη χώρα, η διαφθορά στον δημόσιο τομέα, η επιρροή των τηλεοπτικών προγραμμάτων στην καθημερινή ζωή, η θέση της γυναίκας και η χειραφέτησή της στη συνέχεια, το σχολείο, οι σχέσεις στη γειτονιά, η ζωή του ζευγαριού, οι νεανικοί έρωτες, ο κοινωνικός ρατσισμός. Τα πρόσωπα, η κοινωνική τάξη, οι διαφορετικές ηλικίες των παιδιών, στόχο έχουν να δώσουν την εικόνα μιας κοινωνίας μέσα από συγκεκριμένα περιβάλλοντα: τη γειτονιά, τους εργασιακούς χώρους, το σχολείο, το πανεπιστήμιο.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η μελέτη της μικροϊστορίας και η προφορική ιστορία με τις προσωπικές αφηγήσεις των ανθρώπων για τον τρόπο που βίωναν τα σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα, η ανάδειξη νέων κοινωνικών ομάδων, όπως αυτή των γυναικών από τις φεμινίστριες, αποτελούν πολύτιμη πηγή για τις πάμπολλες όψεις της καθημερινότητας των ανθρώπων. Προσφέρουν, όμως, έμπνευση και υλικό και σε έργα μυθοπλασίας: Θεατρικά, ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Αυτό ισχύει γενικά και για το Cuéntame cómo pasó και τις περισσότερες ανά χώρα εκδοχές του. Τα Καλύτερά μας χρόνια μάλλον αποτελούν εξαίρεση.
Αυτό που, καταρχάς, ξενίζει στην ελληνική εκδοχή είναι τα εσωτερικά των σπιτιών που μοιάζουν να έχουν βγει από τις ελληνικές κωμωδίες του ’60, που είχαν αντιγράψει το ντεκόρ αμερικάνικων τηλεοπτικών κομεντί, άσχετο με το περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζεται το σίριαλ. Αλλά και η εκκλησία, που με την ενεργητική παρουσία του παπά στην καθημερινότητα του ποιμνίου του στα σίριαλ των καθολικών χωρών έχει οργανικό ρόλο, καθώς μέσα από τη διαφοροποίηση της στάσης των μελών της οικογένειας γίνεται αντιληπτή η σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας. Για παράδειγμα, στην ιταλική βερσιόν, ο παπάς συμβουλεύει τη γυναίκα, σε μια συζυγική κρίση, να μην αντιπαρατεθεί στον άντρα της, αλλά αυτή, επιθυμώντας μια ειλικρινή σχέση, το κάνει: δείγμα αυτό της χειραφέτησης της οικογένειας και της σταδιακής απόσπασής της από την εκκλησία, ήδη από τη δεκαετία του ’60. Όμως αυτή η εικόνα του παπά δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική αθηναϊκή κοινωνία. Ο Άγγελος, ο μικρός γιος/αφηγητής προφανώς μεταφέρει και την παιδική του ματιά, τη σχέση με τους φίλους και τους παιδικούς έρωτες, αλλά το κάνει μέσω υπερβολικών γραφικών παρεξηγήσεων: όταν, μεταξύ άλλων, κρυφακούγοντας, πείθεται ότι πάσχει από καρκίνο της μήτρας ή ότι είναι υιοθετημένος, ενώ για τη ζωή του στο σχολείο μαθαίνουμε πολύ λίγα. Κι άλλα πρόσωπα, όπως οι γιαγιάδες, η γειτόνισσα με την κρητική προφορά και ο παντρεμένος αρραβωνιαστικός της θείας που μιλάει σαν την Αμαλία του Παρά Πέντε, παρουσιάζονται με στερεοτυπική γραφικότητα. Η δικτατορία και οι συνέπειές της, στη γειτονιά με τον χαφιέ περιπτερά και στην οικογένεια με τον μαρκαρισμένο ως κομμουνιστή φοιτητή γιο, οι αναπαριστάμενες σκηνές από τα γεγονότα της Νομικής το ’73, ίσως είναι το πιο δύσκολο κομμάτι, δύσκολα εντάσσεται σε μια κομεντί. Η ιδέα ότι επί χούντας συγκεντρώνονται οι γείτονες να μιλήσουν για την αλάνα, που πρέπει να συντηρήσουν, είναι εκτός πραγματικότητας, αφενός γιατί τότε η αντιπαροχή αποτελούσε ύψιστη αξία, αφετέρου γιατί οι συμμετέχοντες σε συγκέντρωση θα κατέληγαν στην Ασφάλεια. Όπως αδιανόητη είναι και η ελεύθερη συζήτηση στο καφενείο και στο δρόμο, παρουσία του χαφιέ. Θυμίζουν φάρσα οι σκηνές στο τελευταίο επεισόδιο όπου ο «αντάρτης πόλης» πετάει το όπλο του στον κήπο του σπιτιού που ανήκει στη «σαλεμένη» κοπέλα της γειτονιάς, κι ακολουθεί πανζουρλισμός. Οι φεμινιστικές συζητήσεις των γυναικών, τα αιτήματα κι η ορολογία που χρησιμοποιούν, ανήκουν σε μεταγενέστερη εποχή. Ωραία ιδέα σε ό,τι αφορά τη γυναικεία νεοαποκτηθείσα αυτοπεποίθηση, καίτοι πάλι δανεισμένη από άλλη πραγματικότητα, είναι η χρήση της οικογενειακής ραπτομηχανής: από εργαλείο που εξοικονομεί χρήματα στην οικογένεια, γίνεται καταρχάς ένα επιπλέον εισόδημα με τις παραγγελίες των γειτόνων για την κατ’ οίκον ραπτική παντελονιών, και οδηγεί τελικά σε γυναικεία επιχειρηματική δραστηριότητα εκτός σπιτιού.
Αναρωτιέμαι κατά πόσο ήταν πιο εύκολο για σεναριογράφους και σκηνοθέτρια να σκαρφιστούν όλα τούτα από το να κάνουν δουλειά τεκμηρίωσης, συγκεντρώνοντας μαρτυρίες από τους κατοίκους του Γκύζη, πάνω στις οποίες θα βάσιζαν τη μυθοπλασία. Ίσως να κρίθηκε εμπορικότερη αυτή η επιλογή. Έχεις όμως την αίσθηση ότι χάθηκε μια ευκαιρία για αληθινή συγκίνηση. Λόγω των συμπαθητικών και καλών ηθοποιών, παρόλα αυτά, η σειρά παρακολουθείται ευχάριστα, κι όπως είπε μια φίλη μου, που δεν έχει χάσει επεισόδιο: «ε! και λίγος Δαλιανίδης της εποχής ήταν».