Η γαλλική Αριστερά έχει ιδιαίτερο λόγο να θυμάται τη 10η Μάη 1981. Σήμερα μάλιστα, ένα χρόνο πριν από τις προεδρικές εκλογές που θα γίνουν την άνοιξη του 2022. Τότε, πριν 40 χρόνια ακριβώς, ο Φρανσουά Μιτεράν εκλέχτηκε πρόεδρος της Γαλλίας –και με την ψήφο των κομμουνιστών στον β’ γύρο. Επρόκειτο για μια νίκη της αριστεράς και της ελπίδας, όχι μόνο για τη Γαλλία. Ελπίδα γιατί μπορούσε να πραγματοποιηθεί ο στόχος: για βασικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θα άλλαζαν τη ζωή. Και ακόμα, η ελπίδα που επικρατούσε τότε, οφειλόταν στο γεγονός ότι η εκλογική νίκη σημειώθηκε μετά από πολύχρονους αγώνες και τη συνεργασία που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, του ΚΚΓ με τον Μιτεράν. Αυτή η συνεργασία κατέληξε το 1973 στην παρουσίαση του κοινού προγράμματος του Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΣΚ), του ΚΚΓ και του κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς. Το κείμενο αυτό «ήταν το αποτέλεσμα μιας επίμονης θεωρητικής επεξεργασίας και πολιτικής βούλησης να αλλάξει η πολιτική ζωή της χώρας», αναφέρει ένας από εκείνους που συμμετείχαν στην ομάδα εργασίας από την πλευρά του ΚΚΓ, ο Ανισέ Λε Πορς, οικονομολόγος που μετείχε στην κυβέρνηση Μιτεράν ως υπουργός Δημόσιας Διοίκησης (1981 – 1984). Το πρόγραμμα αυτό –και, κυρίως, οι αγώνες των εργαζομένων και των συνδικάτων– συνέβαλε στην ωρίμανση της κατάστασης για τη ριζική αλλαγή, «για το άνοιγμα του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό», όπως πίστευε το ΚΚΓ την εποχή εκείνη, αναφέρει ο ίδιος.

 

Κυβερνητικό πρόγραμμα

 

Ο Μιτεράν κέρδισε τις εκλογές, σχημάτισε την κυβέρνησή του, το ΚΚΓ μετείχε στην κυβέρνηση με τέσσερις υπουργούς και το πρώτο χρονικό διάστημα προχώρησε σε μια σειρά κοινωνικών μεταρρυθμίσεων: τις πέντε εβδομάδες άδεια με αποδοχές, τη μείωση της εβδομαδιαίας εργασίας σε 39 ώρες, τη συνταξιοδότηση στα 60 χρόνια και την κρατικοποίηση τραπεζών και οργανισμών. Οι μεταρρυθμίσεις επεκτάθηκαν και στον τομέα των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Ο Μιτεράν προχώρησε, επίσης, στην απόδοση του πολιτικού ασύλου για τους μετανάστες και αρνήθηκε να απελάσει τους Ιταλούς που είχαν καταφύγει στην Γαλλία έχοντας καταδικαστεί για πράξεις βίας στη χώρα τους. Η πολιτική αυτή του Μιτεράν διατηρήθηκε από όλες τις κατοπινές κυβερνήσεις, ο Μακρόν όμως φαίνεται πως είναι έτοιμος να ικανοποιήσει την απαίτηση του Ματέο Σαλβίνι να εκδοθούν στην Ιταλία. Αυτή η πολιτική του Μακρόν επικρίνεται από τα αριστερά κόμματα, κυρίως το ΚΚΓ.

 

Η μεγάλη στροφή

 

Αυτή η πολιτική του Μιτεράν δεν συνεχίστηκε για πολύ: «μετά τον πρώτο χρόνο, ο πρόεδρος έδειχνε μια αναβλητικότητα, μέχρι που πήρε τη μεγάλη στροφή. Μετά από δυο χρόνια εφάρμοσε μέτρα λιτότητας: από τις εθνικοποιήσεις προχώρησε στις ιδιωτικοποιήσεις», αναφέρει ο Ανίσε Λε Πορς. Ακολούθησε, όχι στον ίδιο βαθμό και με την ίδια ένταση, την πολιτική της Θάτσερ, του Ρήγκαν και αργότερα του Χέλμουτ Κολ. Ταυτόχρονα άρχισε και η προσπάθεια της θεωρητικής δικαίωσής του: ένας από τους θιασώτες της πολιτικής του ήταν και ο Ζ. Λ. Μελανσόν, που έγραφε πως «δεν μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό ο πρόεδρος Μιτεράν». Μετά την εξέλιξη αυτή, ήταν αναπόφευκτη η ρήξη ανάμεσα στο ΣΚ και το ΚΚΓ. Οι τέσσερις κομμουνιστές υπουργοί παραιτήθηκαν. Ο Μιτεράν μετά την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού έριξε το βάρος στην ολοκλήρωση της Ε.Ε., αποδεχόμενος ωστόσο τις θέσεις του Χ. Κολ για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ κ.λπ.

 

40 χρόνια μετά, μια αριστερά διασπασμένη χωρίς ιδέες

 

Τι έμεινε από αυτή την πορεία; Το ερώτημα αυτό απασχολεί πολλούς πολιτικούς αναλυτές, ιστορικούς, στελέχη της αριστεράς και, ασφαλώς του ΣΚ, όπως ο τέως γραμματέας του κόμματος (2014 – 2017), Ζαν Κριστόφ Καμπαντελίς, ο οποίος δήλωσε στην εφημερίδα Ζουρνάλ ντε Ντιμάνς απογοητευμένος από μια αριστερά διασπασμένη, χωρίς ιδέες –που διατρέχει τον κίνδυνο να περιθωριοποιηθεί μετά τις εκλογές του 2022. Τον κίνδυνο αυτό φαίνεται πως δεν έχουν συνειδητοποιήσει τα κόμματα της αριστεράς, ΣΚ, Οικολόγοι, Ανυπότακτη Γαλλία, τα οποία δεν δείχνουν καμία διάθεση για σοβαρή συζήτηση –και πολύ περισσότερο «για ένα κοινό πρόγραμμα για τις βουλευτικές και τις προεδρικές εκλογές», όπως διαπιστώνει το ΚΚΓ. Οι Οικολόγοι επιμένουν μέχρι τώρα στη δική τους υποψηφιότητα, ο Ζ.Λ. Μελανσόν έχει ήδη δηλώσει ότι θα είναι υποψήφιος –η υποψηφιότητά του, όμως, δεν γίνεται αποδεκτή από τον κόσμο της αριστεράς, εκτός από τους οπαδούς της Ανυπότακτης Γαλλίας. Ο ίδιος έχει στηρίξει τις ελπίδες σε μια συνεργασία με το ΚΚΓ, ενώ το ΣΚ μπορεί –για πρώτη φορά– να μην έχει δικό του υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές.

 

Το ΚΚΓ στις προεδρικές με τον Φαμπιέν Ρουσέλ

 

Το ΚΚΓ, αφού ολοκλήρωσε τις δικές του εσωτερικές διαδικασίες – που κράτησαν περίπου ένα χρόνο – με συζητήσεις σε όλες τις οργανώσεις, τις περιφερειακές συνδιασκέψεις και την εθνική συνδιάσκεψη, κατέληξε σε ψηφοφορία στις 8-9 Μαΐου. Με βάση τα αποτελέσματα, η μεγάλη πλειοψηφία (72,49%) τάχθηκε υπέρ μιας κομματικής υποψηφιότητας. Η δεύτερη άποψη που υποστήριζε μια κοινή υποψηφιότητα, χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, πήρε το 23,15%. Ο Φαμπιέν Ρουσέλ, εθνικός γραμματέας του κόμματος με το 82,32% των ψήφων, θα είναι ο υποψήφιος του κόμματος εάν, μέχρι το τέλος του χρόνου, δεν σημειωθούν κάποιες κινήσεις και ανατροπές στο χώρο των δυνάμεων της αριστεράς. Το ΚΚΓ, όπως δήλωσε ο Φ. Ρουσέλ, θα συνεχίσει να καλεί τις άλλες δυνάμεις για συνεργασία και την επεξεργασία ενός κοινού προγράμματος, τόσο για τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές όσο και για τις περιφερειακές εκλογές που θα γίνουν τον ερχόμενο Ιούλιο –οι οποίες μπορεί να αποδειχθούν κρίσιμες για τις παραπέρα εξελίξεις. Το ΚΚΓ έχει ήδη αρχίσει τις θεματικές διαβουλεύσεις «για τα νέα προβλήματα και δικαιώματα των εργαζομένων, με την τηλεργασία που θεωρείται ένα νέο πεδίο σύγκρουσης της μισθωτής εργασίας με το κεφάλαιο». Η δεύτερη άποψη, η μειοψηφική, που έχει τη δική της στρατηγική για έναν κοινό υποψήφιο, δεν αμφισβητεί ωστόσο τη συλλογική δράση του κόμματος και τις αποφάσεις για τις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές. Εκφράζει όμως τις ανησυχίες για την πολιτική κατάσταση της χώρας και το ενδεχόμενο μιας διπλής ήττας της αριστεράς. «Τα πέντε χρόνια εξουσίας του μακρονισμού, με τον ούλτρα φιλελευθερισμό στον οικονομικό τομέα και τα επικίνδυνα παιχνίδια με την υιοθέτηση των ακροδεξιών θέσεων, του ρατσισμού, της ισλαμοφοβίας κλπ, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες και προβλήματα στην πορεία της χώρας, έτσι όπως περιγράφουν οι στρατηγοί, οι συνταγματάρχες και οι «πολεμιστές», που έχουν αντιμετωπίσει «τον εχθρό επιτόπου (στο Μάλι, την Κεντρική Αφρική, το Αφγανιστάν και αλλού).

Σε αυτές τις συνθήκες, «η ευθύνη των κομμουνιστών είναι να παραμείνουμε πιστοί στην ιστορία μας…. του λαϊκού μετώπου του 1936, του μετώπου της αριστεράς, του προγράμματος του εθνικού συμβουλίου της αντίστασης, και να ανοίξουμε χωρίς καθυστέρηση, μια θετική διέξοδο που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες τις χώρας, δουλεύοντας με κοινή υποψηφιότητα και κοινό πρόγραμμα ρήξης», τονίζει η μειοψηφική άποψη. Η πλειοψηφική άποψη δεν βρίσκεται μακριά από αυτές τις προσεγγίσεις, θεωρεί όμως αρνητική την περίοδο της συνεργασίας με τον Ζ. Λ. Μελανσόν και εκτιμά ότι –απορρίπτοντας τη συνεργασία μαζί του– μπορεί να ανοίξει ο δρόμος της συνεργασίας με τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς και της οικολογίας.

Πέρα από τα πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις, υπάρχουν τα κινήματα, τα συνδικάτα και ένας ολόκληρος κόσμος που συνεχίζει να διερευνά τρόπους, να μαζεύει υπογραφές και να τονίζει την ανάγκη της ενότητας και του κοινού υποψηφίου με ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό, οικονομικό και οικολογικό πρόγραμμα.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet