«Δεν αναγνώρισα τον Δημήτρη γιατί έχει βγάλει πλέον γένια. Με τους περισσότερους από τους μαθητές και τις μαθήτριές μου πρέπει να ξανασυστηθώ», μου απάντησε η μητέρα μου (καθηγήτρια Γυμνασίου) όταν την ρώτησα πώς πήγε η «πρώτη» μέρα σχολείο. Τη Δευτέρα επέστρεψαν στα θρανία τα παιδιά νηπιαγωγείων, Δημοτικών και Γυμνασίων. Δύο εβδομάδες πριν τη διακοπή του Πάσχα είχαν επανέλθει στις τάξεις και οι μαθητές Λυκείων. Φέτος έχουν γίνει δια ζώσης μαθήματα από τον Σεπτέμβρη μέχρι αρχές Νοέμβρη για όλες τις βαθμίδες, συν ένα μήνα (11 Γενάρη-10 Φλεβάρη) για την Πρωτοβάθμια και 10 μέρες για τα Γυμνάσια. Ενώ στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης έγινε προσπάθεια να παραμείνουν ανοιχτά τα σχολεία, στην Ελλάδα προτιμήθηκε το καθολικό κλείσιμο. Η «Εποχή» συζήτησε με τον Παναγιώτη Βουτυράκο, ψυχίατρο παιδιών και εφήβων, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Παιδοψυχιατρικής Εταιρίας Ελλάδας, για τις επιπτώσεις της πανδημίας και της μεγάλης αποχής από τα σχολεία στα παιδιά.
«Η θέση του επιστημονικού κόσμου είναι ότι τα σχολεία δεν μπορούν να μένουν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα κλειστά. Τα σχολεία δεν είναι μόνο χώρος μάθησης, αλλά και κοινωνικοποίησης, ένταξης και απόδρασης από τις δυσλειτουργικές πλευρές της οικογενειακής ζωής. Είναι σημαντικό κομμάτι της συναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης των παιδιών. Κατά τη γνώμη μας έγινε πολύ κακή διαχείριση των σχολείων. Θα έπρεπε να είχαν γίνει τα αυτονόητα, δηλαδή λιγότεροι μαθητές ανά τάξη, περισσότεροι εκπαιδευτικοί και μέτρα έγκαιρου εντοπισμού κρουσμάτων.
Ανεστάλη πάρα πολύ βίαια η γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Ιδιαίτερα τα μικρότερα δεν είχαν και πολλούς εναλλακτικούς τρόπους κοινωνικοποίησης. Σχεδόν μοναδική κοινωνική τους αναφορά είναι τα σχολεία και οι εξωσχολικές δραστηριότητες. Όλα αυτά σταμάτησαν βίαια για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η τηλεκπαίδευση προφανώς δεν είναι μέσο κοινωνικοποίησης. Δυστυχώς, νομίζω πως οι ψυχικές επιπτώσεις δεν αποτελούν σοβαρή συνιστώσα στη λήψη των πολιτειακών αποφάσεων.
Χάνονται εξελικτικά στάδια
Ζούμε μια πρωτοφανή κατάσταση. Για παράδειγμα τα παιδιά που θα πάνε Τρίτη Δημοτικού του χρόνου, ουσιαστικά δεν έχουν ενταχθεί με τον φυσιολογικό, λειτουργικό τρόπο στην εκπαιδευτική διαδικασία. Πώς αυτά τα παιδιά, ξαφνικά μετά από 2 χρόνια κοινωνικής απένταξης, θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της Τρίτης Δημοτικού; Θα είναι δύσκολη η επάνοδος. Υπάρχουν περίοδοι στην εξέλιξη του παιδιού, που επιλύονται σημαντικές αναπτυξιακές προκλήσεις και ψυχικές συγκρούσεις. Ας πούμε στα 3 το παιδί λύνει βασικά ζητήματα εξάρτησης από την οικογένεια και εντάσσεται στην κοινωνική ομάδα που λέγεται παιδικός σταθμός. Εάν αυτό δεν επιλυθεί στα 3, αλλά στα 5, επιλύεται με λάθος τρόπο. Ό,τι μεθύστερο ή ό,τι πρωθύστερο δεν επιφέρει ιδανικά αποτελέσματα.
Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες. Η συνύπαρξη ανθρώπων διαφόρων εξελικτικών σταδίων σε μια οικογένεια (π.χ. ένα παιδί πρωτοβάθμιας σχολικής ηλικίας και ένας έφηβος) σε περίοδο εγκλεισμού, φόβου, παράγει μια πολύ δυσλειτουργική κατάσταση. Αγνοούμε τι θα δούμε με το άνοιγμα των σχολείων, γιατί δεν ξέρουμε την ποιότητα των σχέσεων πίσω από τις κλειστές πόρτες όλο αυτό το διάστημα».
Προτάσεις για οργανωμένο άνοιγμα
Τα σχολεία άνοιξαν με τα ίδιες συνθήκες που είχαν κλείσει. Μοναδικό καινούριο μέτρο προστασίας είναι τα αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας self-test. Τη Μεγάλη εβδομάδα αντιπροσωπεία της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας συναντήθηκε με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και έθεσε τους όρους και το πλάνο της για την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς τον Σεπτέμβριο.
«Εκτός από την εξεύρεση χώρων, ώστε να επιτευχθεί αραίωμα των τμημάτων, ζητάμε να υπάρξουν θεσμικές παρεμβάσεις για τη δημιουργία μέσα στις σχολικές μονάδες υποστηρικτών δομών που θα καλύψουν τις πληγές που άνοιξε η πανδημία. Η διαδικασία της τηλεκπαίδευσης δημιούργησε σωρεία προβλημάτων, μαθησιακών και ψυχολογικών και όξυνση ανισοτήτων, διότι κάποιοι μαθητές δεν είχαν τα απαραίτητα μέσα για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα. Ζητάμε δομές υποστήριξης σε κάθε σχολική μονάδα, με τμήματα υποδοχής, ιδιαίτερα για παιδιά αδύνατων κοινωνικών ομάδων, όπως μεταναστών και προσφύγων, ένα θέμα που δυστυχώς δεν συζητιέται πολύ δημόσια. Υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά που δεν βρίσκονται σε καμία δομή και άλλα που, ενώ έχουν εγγραφεί, δεν έχουν τη δυνατότητα παρακολούθησης των μαθημάτων. Επομένως πρέπει να υπάρξει μέριμνα στελέχωσης αυτών των δομών ώστε να λειτουργήσουν από τον Σεπτέμβρη», σχολιάζει στην «Εποχή» ο Γιώργος Τρούλης, αντιπρόεδρος της ΔΟΕ και συμπληρώνει:
«Απαραίτητη είναι η δημιουργία τμημάτων ένταξης για υποστήριξη μαθητών ειδικών αναγκών, και φυσικά η ενισχυτική διδασκαλία για την κάλυψη μαθησιακών προβλημάτων που έχουν προκύψει. Χρειαζόμαστε τέλος και το απαραίτητο προσωπικό υποστήριξης, δηλαδή κοινωνικούς λειτουργούς, παιδοψυχολόγους και νοσηλευτές».