Στην ξέφρενη μακάβρια πορεία, από τους 702 συνολικά νεκρούς, στις 5 Νοεμβρίου 2020, στον θάνατο πάνω από 11.000 συνανθρώπων μας μέχρι σήμερα, εμφανίζεται ανάγλυφη, η εγκληματική ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, να αντιμετωπίσει το 2ο και το 3ο κύμα της πανδημίας. Παρά το παρατεταμένο, πλην αναποτελεσματικό λοκντάουν στην οικονομία, τη διακοπή λειτουργίας σειράς δραστηριοτήτων, το κλείσιμο των σχολείων και των πανεπιστημίων.
Η Ελλάδα, η οποία δεν απειλήθηκε ουσιαστικά από το πρώτο κύμα, απέτυχε δραματικά στο δεύτερο και στο τρίτο. Πλέον, έχει το θλιβερό «προνόμιο» να ανήκει στις 40 πιο αποτυχημένες χώρες του πλανήτη, αναφορικά με την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση διαχέει παντού μια πλασματική εικόνα success story και κηρύσσει την επιστροφή στην «κανονικότητα», κάτι, που στις υγειονομικές συνθήκες που επικρατούν ισοδυναμεί με μέγιστη ανευθυνότητα και φυγή από την πραγματικότητα.
Δυστυχώς, τα αποτελέσματα της αδιαφορίας, της ανικανότητας και της «ανεμελιάς» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, θα βαραίνουν για πολύ ακόμη. Αφού και με τα πιο αισιόδοξα σενάρια για το ρυθμό των εμβολιασμών, το τείχος ανοσίας δεν θα έχει κτιστεί πριν από τα μέσα Ιουλίου. Ενώ, μέχρι τότε, 5.500.000 εντελώς ανεμβολίαστοι σήμερα συμπολίτες μας άνω των 18 ετών, θα ζουν ως πειραματόζωα, σε συνθήκες οιονεί «ανοσίας της αγέλης», με δεδομένη τη χαλάρωση των μέτρων και την επαναλειτουργία σειράς οικονομικών δραστηριοτήτων, των σχολείων κ.λπ.
Όσο κι αν αυτός ο αριθμός θα μειώνεται λόγω των εμβολιασμών, ο κίνδυνος ενός τέταρτου φονικού κύματος είναι υπαρκτός, όπως επισημαίνουν πολλοί επιστήμονες οι οποίοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Με ό,τι συνέπειες θα έχει μια τέτοια εξέλιξη για την οικονομία και τον τουρισμό, αλλά, πρωτίστως, για τις επιπλέον ανθρώπινες ζωές (12.000 θανάτους υπολογίζουν, δυστυχώς, τα μοντέλα των ειδικών μέχρι τα τέλη Μαΐου), που θα χαθούν άδικα στο βωμό της συνεχιζόμενης κυβερνητικής αποτυχίας και της άρον-άρον άρσης των περιορισμών και των υγειονομικών μέτρων, κάτω από ποικίλες πιέσεις. Άλλες κατανοητές λόγω της γενικευμένης κόπωσης, άλλες, όμως, όχι, αφού εμφορούνται από άλλα κίνητρα οικονομίστικης φύσεως, που μπροστά στη λατρεία του χρήματος υποτιμούν κατάφωρα τον ανθρώπινο παράγοντα και δεν δίνουν δεκάρα για τις ανθρώπινες ζωές που θα μπουν σε διακινδύνευση.
Γιατί όλοι καταλαβαίνουν ότι είναι άλλο να ανοίγει η οικονομία, ο τουρισμός, η εκπαίδευση στην Πορτογαλία των μηδενικών ή των ελάχιστων θανάτων ανά ημέρα (παρά το οξυμένο πρόβλημα που αντιμετώπισε η χώρα αυτή τον Ιανουάριο) κι άλλο στην Ελλάδα των 70 και των 80 θανάτων ημερησίως. Με πάνω από 700 διασωληνωμένους και με τα κρούσματα να φαίνεται πως τραβούν πάλι την ανηφόρα. Και με τους εμβολιασμούς, παρά τους κυβερνητικούς κομπασμούς, να κινούνται με ρυθμούς που μας κατατάσσουν στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη, και μόνο τις τελευταίες ημέρες να επιταχύνονται, μετά την κατακραυγή. Άλλο, είναι επίσης να επιχειρούν κάτι τέτοιο η Ιρλανδία, η Σκωτία ή η Αγγλία, δηλαδή περιοχές που επίσης κατάφεραν να μειώσουν τη διάδοση του ιού και τη θνησιμότητα, αφού προηγούνται τουλάχιστον κατά δύο μήνες στους εμβολιασμούς από την ασθμαίνουσα και βραδυπορούσα ΕΕ.
Δυστυχώς, η Ελλάδα απέτυχε εκεί που πολλές άλλες χώρες πέτυχαν αυτή την περίοδο. Και ο κίνδυνος μιας νέας αναζωπύρωσης της πανδημίας είναι μεγάλος. Χρειάζεται η μέγιστη δυνατή προσοχή, λοιπόν, και η απόκρουση αυτής της επικίνδυνης και καταστροφικής δήθεν επιστροφής στην «κανονικότητα», που φιλοτεχνεί η αδίστακτη κυβερνητική προπαγάνδα.
Στην προσπάθεια αυτή δεν βοηθούν, δυστυχώς, ορισμένες τοποθετήσεις παραγόντων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, που βιάστηκαν κι αυτοί να κηρύξουν το τέλος της πανδημίας και να «υποβάλλουν τα σέβη τους» σε ισχυρά συντεχνιακά συμφέροντα. Ήταν σωστός ο στόχος να είναι σε θέση η χώρα να ανοίξει τις οικονομικές δραστηριότητες στις αρχές Μαΐου. Αυτό προϋπέθετε όμως επιδόσεις... Λισαβόνας, όχι αυτές που κατάφερε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Συνεπώς, η υποστήριξη στο όποιο άνοιγμα θα έπρεπε να παρέχεται με φειδώ και υπό το πρίσμα των υγειονομικών συνθηκών και του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος. Γιατί, αλλιώς, μια τέτοια θέση που υπαγορεύεται από το άγχος να μη δυσαρεστηθεί η μία ή η άλλη επαγγελματική ομάδα, δεν συνάδει με μια πολιτική αρχών, συμβάλλει στον γενικότερο αποπροσανατολισμό και άθελά της υποστηρίζει το κυβερνητικό «success story».