Είναι ελάχιστες οι φορές που μια συνέντευξη πολιτικού προσώπου μπορεί ταυτόχρονα να αποτελεί και πολιτικό γεγονός. Πρέπει να υπάρχει ένα πλαίσιο τέτοιο που να διαχωρίζει τη συγκεκριμένη συνέντευξη από τις υπόλοιπές συνεντεύξεις. Στη δεδομένη συγκυρία φυσικά κάτι τέτοιο δεν είναι δύσκολο. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως ταυτόχρονα δεν είναι και σπάνιο. Το πλαίσιο στο οποίο γίνονται οι συγκεκριμένες ερωτήσεις είναι πάντοτε δεδομένο. Κάποιος φίλα προσκείμενος δημοσιογράφος σε κάποιο φίλα προσκείμενο κανάλι κάνει φιλικές ερωτήσεις σε κάποιο κυβερνητικό στέλεχος για την κυβερνητική πολιτική. Κατευθύνει τη συνέντευξη, έτσι ώστε ο συνεντευξιαζόμενος να εκθειάσει την κυβέρνηση και τον εαυτό του. Οι ερωτήσεις υπάρχουν απλώς για να μην φανεί πως ο καλεσμένος περιαυτολογεί. Ακόμα περισσότερο για να τονίσει πως αν (όπως υποτίθεται) ο πολιτικός ελέγχεται από τον δημοσιογράφο ως προς την αξιοπιστία του και τη δουλειά του τότε το αποτέλεσμα είναι άριστο. Αυτό είναι η δημοσιογραφία στη χώρα μας τις μέρες του καθεστώτος: Επικύρωση εκτελεστικής αριστείας.
Η προϋπόθεση, λοιπόν, για να αποτελέσει μια συνέντευξη πολιτικό γεγονός είναι απλή: κάντε κανονικές ερωτήσεις. Αυτό συνέβη στον υπουργό τουρισμού Χάρη Θεοχάρη όταν κλήθηκε στην εκπομπή HardTalk του Στίβεν Σακούρ για το BBC. Ο δημοσιογράφος πήρε τη ριψοκίνδυνη απόφαση να κάνει κανονικές ερωτήσεις στον υπουργό και το αποτέλεσμα ήταν ενδεικτικό: ξάφνιασμα του υπουργού, διαψεύσεις χωρίς επιχειρήματα ή στοιχεία, διαρκείς αντιφάσεις στις απαντήσεις, κομπιάσματα, ασυναρτησίες. Θέμα της συνέντευξης ήταν το άνοιγμα του τουρισμού. Και στόχος του Χάρη Θεοχάρη να καλέσει τους άγγλους τουρίστες στη χώρα μας.
Σχολιάζοντας τους αργούς ρυθμούς εμβολιασμού ο δημοσιογράφος είπε πως η Ελλάδα είναι η χώρα «Με τους πιο αργούς ρυθμούς εμβολιασμού στην Ευρώπης. Όλοι στον κόσμο θα το δουν και θα αναρωτηθούν» Για να πάρει τη μεγαλειώδη απάντηση: - Δεν είμαστε. Και στη συνέχεια: -Είστε στις 5 χειρότερες χώρες - Όχι δεν είμαστε -Φοβάμαι ότι αυτό λένε τα νούμερα.
Στη συνέχεια, ο δημοσιογράφος συνέχισε σχολιάζοντας και ερωτώντας (αγενέστατοι οι άγγλοι δημοσιογράφοι). Υπενθύμισε πως το άνοιγμα του τουρισμού το 2020 ήταν υπεύθυνο για το υψηλό δεύτερο κύμα κορωνοϊού που αντιμετώπισε η Ελλάδα, είπε πως η κυβέρνηση έδωσε υπερβολικά πολλές υποσχέσεις χωρίς να τις τηρήσει και κατέληξε πως: «Διαβάζουμε όλοι τις εφημερίδες, υπουργέ. Ο κόσμος τα διαβάζει και θα νομίζει πως η Ελλάδα δεν είναι καλή ιδέα για ταξίδι».
Στη συνέχεια ο δημοσιογράφος αποφασίζει να αλλάξει θέμα γυρίζοντας τη συζήτηση στο προσφυγικό. «Η διεθνής κοινότητα πιστεύει πως παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο στα σύνορα με τους όρους με τους οποίους γίνονται οι επαναπροωθήσεις μεταναστών. Πιστεύετε πως κάτι τέτοιο είναι κακό για τη φήμη της χώρας σας;», «θα ήταν κακό άμα ήταν αλήθεια. Τα σύνορα τα φιλάμε με την frontex που θα μπορούσε να… », « μια από τις πηγές που έχει καταγράψει αυτές τις παραβιάσεις είναι ακριβώς η frontex, η οποία δηλώνει δυσαρέσκεια για τις ενέργειες των λιμενικών», «για ότι τέτοιο μπορεί να καταγγέλθηκε διεξάγεται έρευνα», στη συνέχεια ο δημοσιογράφος κάνει λόγο για βασανιστήρια και χρήση αλόγιστης βίας από την μεριά της ελληνικής κυβέρνησης για να λάβει ως απάντηση ένα αμήχανο και χλιαρό «αν κάτι τέτοιο έχει συμβεί θα το διερευνήσουμε» «Έχουν πάει τη χώρα σας στο ευρωπαϊκό δικαστήριο για τα ανθρώπινα δικαιώματα» «Βεβαίως…» κτλ. Στη συνέχεια η συζήτηση πάει στην οικονομία και ο Θεοχάρης λέει το ωραίο «η Ελλάδα είναι η ευχάριστη έκπληξη αυτής της κρίσης» για να τον διακόψει πάλι ο δημοσιογράφος «αλήθεια; Το ΑΕΠ σας έχει φτάσει στο μισό. Βρίσκεστε σε μια τρύπα και δεν βλέπω κάποιον τρόπο να βγείτε από αυτή.» κτλ
Η συνέντευξη προκαλεί εντύπωση όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει με τον πιο απλό τρόπο τη γύμνια των επιχειρημάτων της κυβέρνησης για τους εμβολιασμούς, την οικονομία και τη διαχείριση της πανδημίας αλλά και λόγω της σαθρότητας των απαντήσεων. Ο Θεοχάρης έμοιαζε προετοιμασμένος για να απαντήσεις στον ΣΚΑΪ, ενώ αντίθετα έλαβε κανονικές δημοσιογραφικές ερωτήσεις. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις είναι το κενό που έχει αφήσει πίσω της η κατευθυνόμενη δημοσιογραφία. Και αυτό δεν είναι κενό ενός κλάδου, αλλά κενό της ίδιας της δημοκρατίας.