Στον απόηχο της συζήτησης για την ενδεχόμενη κατάργηση των πατεντών στα εμβόλια κατά του κορονοϊού με στόχο την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης, δημοσιεύουμε σήμερα ένα κείμενο που ασχολείται με τις αλλαγές που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στη δομή της φαρμακοβιομηχανίας, στο πλαίσιο του σύγχρονου «καπιταλισμού της πνευματικής ιδιοκτησίας». Το κείμενο είναι εκτεταμένα αποσπάσματα ενός μεγάλου άρθρου της καθηγήτριας πολιτικής επιστήμης, Σούζαν Κ. Σελ, με τίτλο «What COVID-19 Reveals About Twenty-First Century Capitalism: Adversity and Opportunity» (Τι αποκαλύπτει ο Covid-19 για τον καπιταλισμό του εικοστού πρώτου αιώνα: αντιξοότητες και ευκαιρίες), που δημοσιεύτηκε στο ακαδημαϊκό περιοδικό Development στις 6 Νοεμβρίου 2020, και υπάρχει στον ερευνητικό ιστότοπο Springer Link (link.springer.com/article/10.1057/s41301-020-00263-z ).
Χ. Γο.
Ο χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός του 21ου αιώνα μείωσε την ικανότητα των προηγμένων καπιταλιστικών δημοκρατιών να πάρουν αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού. Ο COVID-19 αποκάλυψε τα τεράστια προβλήματα που υπάρχουν στη δομή του σύγχρονου καπιταλισμού, δίνοντάς μας την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τον ρόλο του στη διαμόρφωση της κατάστασης στον χώρο της παγκόσμιας υγείας.
Αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει τον πολυχρησιμοποιημένο όρο «νεοφιλελευθερισμός», ο Τζον Μπρέιθγουεϊτ, ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας, χαρακτήρισε τον σύγχρονο καπιταλισμό ως «πολύχρωμο», εντοπίζοντας δύο όψεις του που συνδέονται στενά με την παγκόσμια υγεία –τον «καπιταλισμό της Γουόλ Στριτ» και τον «μονοπωλιακό καπιταλισμό». Ο καπιταλισμός της Γουόλ Στριτ αποτυπώνει την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και την αυξανόμενη οικονομική και πολιτική ισχύ του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι χρηματαγορές, οι θεσμοί και οι ελίτ έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια οικονομία επηρεάζοντας τα πάντα –την παραγωγή, την κατανάλωση, τη ρύθμιση και την υγεία. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, ή ο κατά τον ιταλό οικονομολόγο, Ούγκο Παγκάνο, «μονοπωλιακός καπιταλισμός της πνευματικής ιδιοκτησίας», αποτυπώνει την επιθυμία των κατόχων πνευματικής ιδιοκτησίας (δηλαδή πατεντών, πνευματικών δικαιωμάτων, και εμπορικών σημάτων) να αποφεύγουν τον ανταγωνισμό. Η πνευματική ιδιοκτησία δίνει το δικαίωμα στους κατόχους της να αποκλείουν τους τρίτους αυξάνοντας τις τιμές των προϊόντων τους.
Οι ριζικές αλλαγές στη φαρμακευτική βιομηχανία
Η χρηματιστικοποίηση έχει αλλάξει τη συμπεριφορά των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών. Προτεραιότητά τους δεν είναι η δημιουργία, αλλά η απόσπαση αξίας, με στόχο τη μεγιστοποίηση της αξίας της μετοχής. Η καινοτομία αντιμετωπίζεται ως μέσο για την παραγωγή πλούτου, όχι ως μέσο για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Στον χώρο της υγείας η καινοτομία δεν θεωρείται ως ένας τρόπος διευκόλυνσης της παραγωγής και της διάδοσης προϊόντων υψηλής ποιότητας σε ανταγωνιστικό κόστος. Αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά τη φαρμακοβιομηχανία, με αποτέλεσμα ενώ παλιότερα αυτή χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη πολλών καθετοποιημένων επιχειρήσεων, που περιλάμβαναν τα πάντα, από έρευνα και ανάπτυξη στο εσωτερικό της επιχείρησης μέχρι κλινικές δοκιμές, σήμερα αποτελείται από πολύ λιγότερες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι οριζόντια οργανωμένες και επεκτείνονται κυρίως μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Ο Γουίλιαμ Λαζόνικ, ομότιμος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, επισημαίνει ότι το 2018 οι εταιρείες Merck και Pfizer αύξησαν το μέγεθός τους αποκτώντας επιτυχημένα σκευάσματα άλλων εταιρειών, τα οποία στη συνέχεια «εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά στο έπακρον μέχρι τη λήξη της πατέντας τους». Η αμοιβή των διευθυντικών στελεχών των φαρμακευτικών εταιρειών συνδέεται με την τιμή των μετοχών της εταιρείας, με αποτέλεσμα αυτά να έχουν κάθε κίνητρο να την ωθούν προς τα πάνω. Αυτό το κάνουν με την επαναγορά ιδίων μετοχών στην ανοιχτή αγορά, που έγινε νόμιμη το 1982.
Στο παρελθόν οι επιχειρήσεις επανεπένδυαν τα κέρδη τους για να αναπτύξουν νέα προϊόντα και να διατηρήσουν το εξειδικευμένο προσωπικό τους, ενώ σήμερα τα περισσότερα κέρδη πηγαίνουν στους πιστωτές και στους θεσμικούς επενδυτές που έχουν την πλειοψηφία των μετοχών. Οι τρεις μεγαλύτεροι κατασκευαστές αναπνευστικών μασκών N95, η 3M, η Honeywell και η Kimberly–Clark, υιοθέτησαν αυτή την χρηματοοικονομική προσέγγιση στηριζόμενες στις υπάρχουσες πατέντες μασκών. Οι κρίσιμες ελλείψεις προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού (ΠΠΕ), όπως μάσκες N95 και αναπνευστήρες, οφείλονταν εν μέρει στα αποκλειστικά δικαιώματα που συνεπάγεται η πνευματική ιδιοκτησία. Η παραγωγή αναπνευστήρων αντιμετώπισε εμπόδια λόγω των εξαγορών από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις μικρότερων καινοτόμων εταιρειών που τους παρήγαγαν σε προσιτές τιμές, προκειμένου οι πρώτες να εμποδίσουν τον ενδεχόμενο ανταγωνισμό και να διατηρήσουν τις δικές τους τιμές σε υψηλό επίπεδο.
Η διεθνής προστασία των πατεντών
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι κάτοχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που είχαν την έδρα τους στις Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν παρασκηνιακές πιέσεις για τη νομοθέτηση ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο την επέκταση της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι φαρμακευτικές εταιρείες, οι εταιρείες λογισμικού, οι παραγωγοί ψυχαγωγικών προγραμμάτων ισχυρίζονταν ότι με τις δραστηριότητές τους η Αμερική αποκτούσε συγκριτικά πλεονεκτήματα στις παγκόσμιες αγορές. Στη βάση αυτού του επιχειρήματος επιδίωξαν την ένταξη της πνευματικής ιδιοκτησίας στο καθεστώς εμπορικών συναλλαγών, ώστε να εξασφαλίσουν ότι θα προστατεύονται από τους ανταγωνιστές τους στις παγκόσμιες αγορές. Από το 1994, οι κάτοχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έχουν καταφέρει να παγκοσμιοποιήσουν τις επιθυμίες τους μέσω της συμφωνίας TRIPs (Trade-Related Intellectual Property Rights) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Η συμφωνία TRIPs είναι υποχρεωτικός κανόνας δικαίου, ο οποίος επιβάλλει την εικοσαετή προστασία των πατεντών φαρμακευτικών προϊόντων. Οι παραβιάσεις της συμφωνίας έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή εμπορικών κυρώσεων.
Η θεσμοποίηση της προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο παγκόσμιο εμπόριο παγίωσε τη μετατόπιση από τον νεοφιλελευθερισμό του Ρήγκαν και της Θάτσερ στον μονοπωλιακό καπιταλισμό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Όταν μιλάμε για «εμπόριο» στις μέρες μας, στην πραγματικότητα αναφερόμαστε στο ρόλο των άυλων αγαθών, όπως η πνευματική ιδιοκτησία και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες μπλοκάρουν μονίμως τις πρωτοβουλίες υπέρ της υγείας που επιδιώκουν την εφαρμογή κάποιων εξαιρέσεων που προβλέπονται στη συμφωνία TRIPs, όπως η υποχρεωτική χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης και οι παράλληλες εισαγωγές, οι οποίες θα έκαναν τα βασικά φάρμακα οικονομικώς προσιτά και προσβάσιμα. Οι εξαιρέσεις αυτές θα απειλούσαν τα κέρδη των εταιρειών και θα μείωναν την αξία της μετοχής τους. Στον χρηματιστικοποιημένο καπιταλισμό η επιτακτική ανάγκη της κερδοφορίας έχει ως αποτέλεσμα οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες να επενδύουν πολύ περισσότερο σε ασθένειες του lifestyle, όπως η στυτική δυσλειτουργία και η τριχόπτωση, παρά στις ασθένειες του Παγκόσμιου Νότου.
Η προστασία των πατεντών αυξάνει τις τιμές και μειώνει την πρόσβαση στα φάρμακα, στα διαγνωστικά, στα εμβόλια, στον ιατρικό εξοπλισμό και στα μέσα ατομικής προστασίας. Η στρατηγική συμπεριφορά που έχει στόχο την απαγόρευση του ανταγωνισμού των γενοσήμων, συμβάλλει στην άνοδο των τιμών των φαρμάκων. Οι φαρμακευτικές εταιρείες μονίμως εφευρίσκουν διάφορους τρόπους για να επεκτείνουν τους όρους προστασίας των πατεντών. Όταν πλησιάζει η λήξη της πατέντας ενός δημοφιλούς φαρμάκου μιας εταιρείας, αυτή μπορεί να προσφέρει ένα «νέο» σκεύασμα του ίδιου φαρμάκου –π.χ. κάψουλες αντί για χάπια– και μ’ αυτόν τον τρόπο να επεκτείνει την προστασία του από τον ανταγωνισμό για άλλα 20 χρόνια. Αυτή η στρατηγική συμπεριφορά δεν έχει παντού τις ίδιες επιπτώσεις. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας του HIV/AIDS στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν οι θάνατοι έπεφταν κατακόρυφα στις εύπορες χώρες, περίπου 12 εκατομμύρια Αφρικανοί που είχαν μολυνθεί από τον ιό, αφέθηκαν να πεθάνουν, «περιμένοντας να φτάσουν στην αφρικανική ήπειρο τα σωτήρια φάρμακα».
Σύγκρουση συμφερόντων
Πρόσφατα, η Ινδία και η Νότια Αφρική ζήτησαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου να άρει προσωρινά τους όρους του TRIPs, ώστε να τους επιτραπεί να καταφύγουν σε αναγκαστική αδειοδότηση και παράλληλη εισαγωγή εμβολίων και θεραπευτικών ουσιών για την αντιμετώπιση του COVID-19. Λόγω των προηγούμενων εμπειριών τους με τον HIV/AIDs και τις γρίπες των χοίρων και των πτηνών είναι κατανοητή η δυσπιστία τους για τη δυνατότητα υπέρβασης των εμποδίων πρόσβασης στα φάρμακα και στα εμβόλια που μπορεί να παρεμβάλλει η πνευματική ιδιοκτησία.
Η ανταγωνιστική διεκδίκηση των εμβολίων για τον COVID-19 είναι σε έξαρση, με πολλές εύπορες χώρες να διαπραγματεύονται συμφωνίες προκαταβολικών αγορών, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η ανησυχία ότι ο Παγκόσμιος Νότος για άλλη μια φορά «θα αφεθεί να πεθάνει». Η πανδημία αποκάλυψε τις δυσλειτουργίες των εφοδιαστικών αλυσίδων και την υπερβολική εξάρτηση των χωρών από πολύ λίγους παραγωγούς που μειώνουν τη διαθεσιμότητα των αναγκαίων εισροών.
Οι τρέχουσες συλλογικές προσπάθειες ανάπτυξης εμβολίων για τον COVID-19 περιλαμβάνουν την Πρωτοβουλία για την Παγκόσμια Πρόσβαση στο Εμβόλιο κατά του COVID-19 (COVAX), της οποίας ηγείται ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, τη Συμμαχία για την Επιδημική Ετοιμότητα και Καινοτομία (CEPI) και τη Συμμαχία για τα Εμβόλια (GAVI), την οποία έχουν υπογράψει 167 χώρες. Ο στόχος είναι να υπάρχει μια μεγάλη επιδότηση της παραγωγής εμβολίων που θα διατίθενται για την προστασία των εργαζόμενων στην υγεία και των ευάλωτων πληθυσμών ακόμα και των φτωχών χωρών. Όμως, τα θέματα που αφορούν την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας παραμένουν και ο ανταγωνισμός για τα εμβόλια είναι εμφανής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κάνει τις δικές τους συμφωνίες με διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Κάποιες χώρες υψηλού εισοδήματος έχουν υπογράψει συμβόλαια με επιμέρους ιδιωτικές εταιρείες για την αγορά εμβολίων, η δε συνεργασία μεταξύ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και της Άστρα Ζένεκα εγείρει το ερώτημα αν η ανάπτυξη των εμβολίων πρέπει να γίνεται στη βάση της επιδίωξης κέρδους ή όχι.
Στον χώρο των εμβολίων είναι σοβαρά τα προβλήματα που προκύπτουν από τη δράση των παγκόσμιων πλουτοκρατών, όπως ο Μπιλ Γκέιτς, ένθερμος υποστηρικτής του μονοπωλιακού καπιταλισμού της πνευματικής ιδιοκτησίας, η προσωπική περιουσία του οποίου αυξήθηκε περισσότερο από 10 δισεκατομμύρια δολάρια κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς επένδυσε περισσότερα από 250 εκατομμύρια δολάρια σε δεκάδες εταιρείες που ασχολούνται με την εξεύρεση τρόπων αντιμετώπισης του COVID-19, μια κίνηση που προβλέπεται ότι θα του αποφέρει σημαντικά χρηματικά οφέλη. Λόγω του τεράστιου ρόλου που παίζει το Ίδρυμα Γκέιτς στην εξεύρεση τρόπων αντιμετώπισης της πανδημίας, οι χρηματοοικονομικές του επενδύσεις θα έπρεπε να συνοδεύονται με τη μεγαλύτερη δυνατή διαύγεια και λογοδοσία. Η προτίμηση που δείχνει ο Γκέιτς για τις αποκλειστικές άδειες πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι καλός οιωνός για την, σε βάθος χρόνου, ευρεία πρόσβαση στα εμβόλια, ειδικά στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου.
Μπορεί κάτι να αλλάξει στο μέλλον;
Από μια δομική οπτική, ο καπιταλισμός του 21ου αιώνα δημιουργεί φιλόδοξες προκλήσεις σε όσους θέλουν να οραματιστούν ένα μέλλον με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία. Η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική αλληλεξάρτηση, οι αλληλένδετες παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και η συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, συνιστούν έναν ιστό που δύσκολα αναδιαμορφώνεται ή έστω απλώς ξεμπερδεύεται. Ο καπιταλισμός της Γουόλ Στριτ και ο μονοπωλιακός καπιταλισμός διαμορφώνουν με δυναμικό τρόπο την παγκόσμια πολιτική οικονομία.
Μια αποφασιστική αντιμονοπωλιακή και ανταγωνιστική πολιτική θα μπορούσε να συμβάλλει στη μεταρρύθμιση του συστήματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ώστε να περιοριστούν οι καταχρήσεις της μονοπωλιακής ισχύος σε διάφορους κλάδους (μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, μεγάλες εταιρείες τροφίμων, μεγάλες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας). Στη φαρμακευτική βιομηχανία, πέρα από την εφαρμογή μιας αποτελεσματικής πολιτικής ανταγωνισμού, ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση θα ήταν η ειλικρινής καταγραφή του μεριδίου της χρηματικής συμμετοχής του δημόσιου τομέα στην ανάπτυξη των φαρμακευτικών προϊόντων και του ιατρικού εξοπλισμού. Όπως αποδεικνύεται από διάφορες αξιόπιστες έρευνες, οι περισσότερες φαρμακευτικές καινοτομίες σχεδιάστηκαν από το «επιχειρηματικό κράτος» και χρηματοδοτήθηκαν από τους φορολογούμενους. Ο δημόσιος τομέας ανέλαβε τους κινδύνους και ο ιδιωτικός τομέας αποκόμισε σχεδόν όλα τα οφέλη. Ο λόγος κινδύνου/ανταμοιβής πρέπει να επανεξεταστεί, έτσι ώστε να αποτυπώνει την πραγματική συνεισφορά της δημόσιας χρηματοδότησης. Η διαύγεια στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμη για τη μείωση του κόστους των βασικών φαρμάκων, προκειμένου οι φορολογούμενοι να μην καταλήγουν να τα διπλοπληρώνουν.
Πρέπει, επίσης, να καταβληθεί προσπάθεια εναλλακτικής χρηματοδότησης της ανάπτυξης φαρμάκων, καθώς και η επέκταση των κοινοπραξιών εκμετάλλευσης δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας. Τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας θα μπορούσαν να παρακάμπτονται για λόγους υγείας, ειδικά σε περιπτώσεις σαν αυτή του COVID-19. Η εξάρτηση από δωρεές και φιλάνθρωπους καπιταλιστές, που οι περιουσίες τους και η θεώρηση του κόσμου απηχούν τα συμφέροντα της Γουόλ Στριτ και του μονοπωλιακού καπιταλισμού, συνιστούν αβέβαιες, μη βιώσιμες και επικίνδυνες πιθανές λύσεις. Υπάρχουν κάποιες στιγμές που το ιδιωτικό και το δημόσιο συμφέρον συγκρούονται μεταξύ τους.
Η παραπάνω ανάλυση κάποιων δομικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου καπιταλισμού και του τρόπου με τον οποίο αυτός διαμόρφωσε τον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας, αναδεικνύει τη σημασία ενσωμάτωσης της πολιτικής οικονομίας στις συζητήσεις μας για τη δημόσια υγεία. Η κατανόηση βασικών χαρακτηριστικών και παθολογιών του συστήματος μπορεί να γίνει πηγή έμπνευσης για την εφαρμογή δημιουργικών αντι-μέτρων που θα οικοδομήσουν την ανθεκτικότητα στην πανδημία. Για παράδειγμα, εμπειρογνώμονες του Αφρικανικού Κέντρου για τον Έλεγχο των Ασθενειών κινητοποιούνται για να αυξήσουν την ικανότητα παραγωγής εμβολίων και κατασκευής εξοπλισμού ατομικής προστασίας, προκειμένου να μην επαναληφθούν οι προηγούμενες αρνητικές εμπειρίες τους από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό κατά τη διάρκεια της πανδημίας HIV/AIDS, όταν τόσοι πολλοί άνθρωποι «αφέθηκαν να πεθάνουν». Έχουν ήδη αναπτύξει την ικανότητα διεξαγωγής τεστ και έχουν εκπαιδεύσει στην ιχνηλάτηση κρουσμάτων χιλιάδες κοινωνικούς/ες λειτουργούς. Οι Μαρκ Ντένις Ρόμπινσον και Τζόζεφ Γκίλμπερτ, σε ένα παλιότερο άρθρο τους με τίτλο «Designing an Economic Bioethics», είχαν κάνει έκκληση για την ανάπτυξη μιας «οικονομικής βιοηθικής», προκειμένου να γίνει κατανοητός «ο τρόπος που οι μεγάλες δομικές αλλαγές –π.χ. η χρηματιστικοποίηση, ή η κυριαρχία της αγοράς– καθορίζουν όλο και περισσότερο τόσο τη διαδικασία λήψης των κλινικών αποφάσεων, όσο και τις επί του πεδίου αποφάσεις των επιμέρους επιστημόνων. Είχαν ζητήσει επίσης από τους βιοηθιστές να ασχοληθούν με τη δομική ανάλυση, ώστε να κατανοήσουν με ποιο τρόπο οι μακροοικονομικές δομές διατέμνονται με την ιατρική έρευνα και πρακτική.
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης