Λεπτομέρεια από το έργο του George Grosz, «Τhe pillars of society»
H αφήγηση είναι το πρώτο ερμηνευτικό και γνωστικό όργανο, που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος στη ζωή του και μέσω αυτής νοηματοδοτεί τις εμπειρίες του και οικοδομεί μορφές γνώσης που τον προσανατολίζουν στη δράση του. Αυτή η τόσο σημαντική λειτουργία που επιτελούν οι τέχνες γενικά και οι τέχνες του λόγου ειδικότερα είναι –ήταν πάντοτε– ένα τεράστιο όπλο για την άσκηση μαζικής επιρροής. Η ναζιστική εξουσία, που γνώριζε καλά αυτή τους τη δύναμη, χρησιμοποίησε κατά κόρον τις τέχνες ως μέσο προπαγάνδας και άσκησε έναν ασφυκτικό έλεγχο όχι μόνο στη θεματολογία αλλά και στην καλλιτεχνική μορφή.
Δεν αρκεί ωστόσο η τρομοκρατία που ασκήθηκε στους ανθρώπους του πνεύματος, για να δικαιολογήσουμε τη γοητεία που άσκησε ο ναζισμός στη γερμανική αλλά και την ευρωπαϊκή διανόηση (μηδέ εξαιρουμένης της ελληνικής). Αν θέλουμε να είμαστε πιο ειλικρινείς και ακριβείς, θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες αυτής της έλξης στο «ρομαντικό αντικαπιταλισμό», όπως έχει χαρακτηριστεί η τάση εκείνη της γερμανικής διανόησης, που απέναντι στην τεχνοκρατική ευρωπαϊκή Δύση και τον ορθολογισμό της, αντέτασσε τη γερμανική Kultur και τη μυστικιστική ενότητα με τη φύση και τους προγόνους και τους επιγενόμενους.
Πολλές από τις συνθήκες που εξέθρεψαν το κίνημα των Γερμανών διανοουμένων από τον 19ο αιώνα, όπως η καθυστερημένη εθνική ολοκλήρωση, η παρουσία μιας μεσαίας και κατώτερης δημοσιοϋπαλληλίας, που υιοθέτησε με ζέση τα εθνικιστικά ιδανικά, η εθνική ιδιαιτερότητα, που δεν μπορούσε να ταξινομηθεί με βάση τα δυτικά πρότυπα, μπορούν να αναγνωριστούν εύκολα και στην ελληνική ιστορία της περιόδου και αυτή η ομοιότητα, σε συνδυασμό με τη γερμανική παιδεία της ελληνικής διανόησης ήδη από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να δικαιολογήσουν τη στάση της απέναντι στο ναζισμό, σε μια πρώιμη φάση του τουλάχιστον.
Ρήγμα στους κόλπους των ελλήνων λογοτεχνών
Οι ιστορικοί (και ιστορικοί της λογοτεχνίας) έχουν παρατηρήσει πολλές φορές την αμφίθυμη (και αμφίσημη – από τη σιωπηρή ανοχή έως την ενθουσιώδη υποδοχή) στάση της γενιάς του ’30 –η οποία αποτελεί ακόμη και σήμερα τη ραχοκοκαλιά της νεοελληνικής λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής παιδείας των νεοελλήνων– απέναντι στον ναζισμό κατά τον Μεσοπόλεμο και την αποστράτευσή της κατά τα πρώτα χρόνια της Κατοχής στη συνέχεια. Σύμφωνα με τον Τάσο Βουρνά, η γενιά του Τριάντα αποτελεί «τη διασταύρωση της φθοράς του εθνικιστικού ιδανικού στην Ελλάδα που τροφοδοτούσε για πολύ καιρό τη λογοτεχνία, με τις μεταπολεμικές συνθήκες μιας λογοτεχνίας που άνθισε στα μεγάλα κοσμοπολίτικα κέντρα της δύσης με εντελώς διαφορετικό μηχανισμό ροπών, λειτουργίας και επιτεύξεων απ’ ό,τι η διασταύρωση του κοινωνικού ιδανικού στην Ελλάδα με το συνταρακτικό γεγονός της Οκτωβριανής Επανάστασης». Στην αντίπερα όχθη από τους λογοτέχνες αυτούς, εμφανίζεται ήδη από τα χρόνια της Κατοχής μια ταξική εργατική λογοτεχνία που εκπροσωπούσε ο Κώστας Βάρναλης με τους μαρξιστικούς του στίχους, ο Κώστας Παρορίτης με τα προλεταριακά του μυθιστορήματα και η ομάδα των αριστερών λογοτεχνών που έγραφαν στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι (Καρβούνης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ασημάκης Πανσέληνος, Δημήτρης Γληνός, Γιάννης Κορδάτος, Βασίλης Ρώτας και λοιποί).
Ίσως η πιο χαρακτηριστική συμπερίληψη αυτού του ρήγματος, που δημιουργείται μεταξύ των Ελλήνων λογοτεχνών κατά το Μεσοπόλεμο, αποτελεί ο περίφημος διάλογος ανάμεσα στον Νίκο και τη Γαλάτεια Καζαντζάκη μέσα από τις σελίδες της «Καθημερινής». Εκεί, ο Καζαντζάκης υπερασπίζεται το δικαίωμα της Ιταλίας του Μουσολίνι στο ζωτικό χώρο («να μην πνιγεί μέσα στα στενά σύνορα που δεν τη χωρούν»), για να λάβει την οργισμένη απάντηση της Γαλάτειας, που κατέληγε: «Η ζωή για τον κ. Καζαντζάκη είναι γεμάτη νεκρά και αφηρημένα σχήματα που καμιά πνοή αισθήματος δεν μπορεί να ζωντανέψει. Γι’ αυτό είναι πέραν της αγάπης και του μίσους, όπως καυχιέται. Είναι πέραν του φασισμού και του κομμουνισμού (είναι μετακομμουνιστής). Είναι πέρα από τα ανθρώπινα (είναι απάνθρωπος), είναι έξω τόπου και χρόνου. Ανήκει κοντολογίς στη χώρα των παραμυθιών και των κολοκυθοκορφάδων!». Δεν μπορούμε να παίζουμε εν ου παικτοίς, φαίνεται να επεσήμαινε με δηκτικότητα η Γαλάτεια Καζαντζάκη.
Αισθητικοποίηση της πολιτικής
Αυτήν την αισθητική και ανορθολογική αντίληψη της ζωής και της κοινωνίας, κοινή στον Καζαντζάκη και τον Ντανούντσιο, τον Μαρινέτι, τον Κνουτ Χάμσουν και πολλούς ακόμη Ευρωπαίους λογοτέχνες και ανθρώπους των τεχνών κατά το Μεσοπόλεμο, περιγράφει ο Λιονέλ Ρισάρ: «Η ίδια η κοινωνία έπρεπε να αντιμετωπιστεί σαν να είναι ένα έργο τέχνης και να αποκτήσει μια καλλιτεχνική υπόσταση, με αρχιτέκτονα, δημιουργό και ανώτατο κριτή της τον ίδιο το Φύρερ»1.
Δεν πρόκειται μόνο για μια πολιτική προσεταιρισμού των μαζών με την προσφορά άρτου και θεαμάτων. Υπήρχε μια αληθινή πρόθεση να αντιμετωπιστεί η ανθρώπινη ζωή ως έργο τέχνης. Πρόκειται για μια αληθινή πολιτιστική επανάσταση, σημειώνει ο Jefrey Herf στον Αντιδραστικό Μοντερνισμό και προσθέτει: «Ίσως να ακούγεται παράξενο να χαρακτηρίζει κανείς τον Χίτλερ πολιτιστικό επαναστάτη, όμως τόσο οι ρίζες του όσο και οι προθέσεις του οδηγούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Μαζί με τους αντιδραστικούς μοντερνιστές, συμμεριζόταν μια άποψη που θεωρεί την πολιτική αισθητικό έργο. Η ιδιοφυΐα του έγκειται εν μέρει στο ότι έπεισε αυτούς που τον ακολουθούσαν ότι θα διεξήγαγε μια πολιτιστική επανάσταση και ότι θα σταματούσε την πορεία απομάγευσης του κόσμου, προς την οποία ωθούσαν ο φιλελευθερισμός και ο μαρξισμός, δίχως όμως να οδηγήσει τη Γερμανία πίσω στην προβιομηχανική αδυναμία. Όπως οι αντιδραστικοί μοντερνιστές, έτσι κι αυτός περιφρονούσε το λαϊκό βουκολισμό, πρεσβεύοντας αυτό που ο Γκέμπελς αποκαλούσε «ατσαλένιο ρομαντισμό». Αντίθετα όμως με αυτούς, ο Χίτλερ είχε δεσμευτεί να ακολουθήσει τις συνέπειες των ιδεών τους μέχρι τη λογική τους απόληξη, τον πόλεμο και τη μαζική εξόντωση».
Σε αυτήν την αισθητικοποίηση της πολιτικής, που είχε ως ιδεώδες του ο ναζισμός, ο Walter Benjamin, που έζησε και έγραψε την εποχή του φασισμού και υπήρξε εντέλει και ο ίδιος θύμα του, αντιπαραθέτει το κομμουνιστικό ιδεώδες γράφοντας: «Η ανθρωπότητα, που κάποτε ήταν, κατά τον Όμηρο, θέαμα για τους θεούς του Ολύμπου, έχει γίνει τώρα (θέαμα) για τον εαυτό της. Η αλλοτρίωσή της έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που την κάνει να βιώνει την ίδια της την καταστροφή σαν αισθητηριακή απόλαυση πρώτου μεγέθους. Έτσι έχουν τα πράγματα με την αισθητικοποίηση της πολιτικής, που καλλιεργεί ο φασισμός. Ο κομμουνισμός του απαντά με την πολιτικοποίηση της τέχνης»2.
Σημειώσεις
1. Λιονέλ Ρισάρ: Ναζισμός και κουλτούρα, σ. 142
2. Βάλτερ Μπένγιαμιν: Δοκίμια για την τέχνη, σ.38
Το κείμενο είναι βασισμένο στην εισήγηση του γράφοντα σε διαδικτυακή εκδήλωση του Δικτύου Αλληλεγγύης «Αόρατος Πειραιάς» με θέμα «Ναζισμός και Λογοτεχνία», στις 19.01.21.