«Τo τελευταίο χτύπημα»
Του Στράτου ΚερσανίδηΑλήθεια, έχετε αναρωτηθεί ποτέ, πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς τη μουσική; Ως ιδέα και μόνο μου φαίνεται ελλιπής, άδειος, τρομακτικός. Νομίζω πως η ανυπαρξία μουσικής θα δημιουργούσε μια κατάσταση ανισορροπίας. Γι’ αυτό ο άνθρωπος από της εμφανίσεώς του επάνω στη γη, άρχισε να χτυπά τα χέρια του μεταξύ τους, διάφορα αντικείμενα το ένα με το άλλο, να βγάζει ήχους ενώνοντας τα χείλη του. Έτσι ανακάλυψε, ως μέσο επικοινωνίας, πρώτα το ρυθμό κι ύστερα το λόγο.
Ο Βικτόρ είναι ένα 14χρονο αγόρι που δεν έχει ιδέα από μουσική. Μόνον ποδόσφαιρο ξέρει να παίζει καλά, να κάνει τα μαθήματά του και να βοηθά στα γαλλικά το μικρότερο γειτονόπουλό του, τον Μιγκέλ, που είναι από την Ισπανία. Ζει σε ένα σπίτι-τροχόσπιτο κοντά στη θάλασσα, μαζί με την μητέρα του Ναντιά, η οποία είναι καρκινοπαθής. Ο Βικτόρ νοιάζεται για την μητέρα του αλλά και για την συνομήλικη του Λούνα, αδελφή του Μιγκέλ, με την οποία είναι ερωτευμένος. Όμως ο Βικτόρ δεν γνωρίζει τον πατέρα του, το Σαμουέλ Ροβινσκί, διάσημο μαέστρο, ο οποίος έρχεται για να διευθύνει την 6η Συμφωνία του Μάλερ, στην Όπερα του Μονπελιέ. Όταν η μητέρα του του λέει πως πρέπει να αλλάξουν σπίτι, το αγόρι αποφασίζει να γνωρίσει τον πατέρα του. Η συνάντησή τους είναι αμήχανη, ο Ροβινσκί βλέπει το γιο του πρώτη φορά και δεν ξέρει πώς να του φερθεί. Δείχνει να θέλει να τον αποφύγει αλλά τελικά θα βρει το δικό του τρόπο να επικοινωνήσει με το Βικτόρ. Τον τρόπο που εκείνος γνωρίζει: τη μουσική!
Με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, «Το τελευταίο χτύπημα» (Le dernier coup de marteau), η Αλίξ Ντελαπόρτ αφηγείται με έναν ιδιαίτερο τρόπο μια ιστορία ενηλικίωσης. Είναι η ιστορία του Βικτόρ ο οποίος βρίσκεται μπροστά στην αρρώστια της μητέρας, τη συνάντηση με τον άγνωστο πατέρα του και τα πρώτα ερωτικά του σκιρτήματα. Η ιδιαιτερότητα της αφήγησης έγκειται στην «απαλότητα» με την οποία η Ντελαπόρτ αντιμετωπίζει τους ήρωές της και ιδίως τον κεντρικό της χαρακτήρα. Είναι σαν να τους χαϊδεύει, δεν δημιουργεί εξάρσεις και ξεσπάσματα, προτιμά το βουβό, τον υπόγειο δρόμο μέσα από τον οποίο ξεπηδούν τα συναισθήματά τους. Αποφεύγει επίσης την πολυλογία, δίνει χώρο στην εικόνα, τις κινήσεις, τα βλέμματα, τις αντιδράσεις. Μπορεί οι ήρωές της να βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλες δυσκολίες, μπορεί ο Βικτόρ να αντιμετωπίζει προβλήματα αναντίστοιχα με την ηλικία του αλλά δεν υπάρχει ίχνος μελοδραματισμού. Αυτό που υπάρχει -και είναι ιδιαίτερα ελκυστικό- είναι τρυφερή συγκίνηση, καθαρά ανθρωπιστική προσέγγιση μέσα από την οποία αναδεικνύεται ο αφανής ηρωισμός των απλών ανθρώπων.
Η Αλίξ Ντελαπόρτ λέει: «Στις ταινίες μου, υπάρχουν πολύ λίγα λόγια. Δεν είναι ένας στόχος που θέτω στον εαυτό μου, απλά έτσι συμβαίνει. Δεν είναι σιωπή, αλλά περισσότερο ένα παρθένο έδαφος. Εδώ, η μουσική αντικαθιστά τις λέξεις. Μέσω της μουσικής, τα συναισθήματα εκφράζονται και οι χαρακτήρες επικοινωνούν. Αφήνοντας τον γιο του να ανακαλύψει τη μουσική, ο Σαμουέλ δίνει ό,τι δε μπορεί να εκφράσει με τις λέξεις. Αφήνοντας τη μουσική να ανθίσει μέσα του και βιώνοντας το πρώτο του καλλιτεχνικό συναίσθημα, ο Βικτόρ κάνει χώρο για τον πατέρα του».
strakersan@gmail.com
kersanidis.wordpress.com