στη μνήμη του Βαγγέλη Κεχριώτη
 
Από την αρχή καταλαβαίναμε πόσο δύσκολο είναι το εγχείρημα διεκδίκησης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο, με το οποίο πολλοί από εμάς διαφωνούσαμε ως κυρίαρχο ιδεολογικό και επικοινωνιακό πρόταγμα. Σε μεγάλο βαθμό η αριστερά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα παρέμενε εγκλωβισμένη σε μια ιδεοτυπική αποστασιοποίηση από την εξουσία: η πολιτική αν δεν στοχεύει στην κατάκτηση της εξουσίας και στη διακυβέρνηση, μέσα στο δοσμένο πλαίσιο, παραμένει στην καλύτερη περίπτωση ευχολόγιο και στη χειρότερη αυτοακυρώνεται. Η εμπειρία ειδικά των τελευταίων τριών ετών μας δείχνει ποια ήταν η ουτοπική αντίληψη σε σχέση με την εξουσία και ποιοι καταντούσαν κοινοί γελωτοποιοί.
 
Όσοι συνταχθήκαμε σε αυτό το εγχείρημα αντιλαμβανόμενοι την πολιτική ως ένα δυναμικό χαοτικό σύστημα με όρους πραγματισμού, χωρίς να απορρίψουμε τον αγωνιστικό λόγο, διακρίναμε τις αδυναμίες της δύσκολης και ασύμμετρης σχέσης της αριστεράς με την εξουσία, σε επίπεδο παραγωγής πολιτικής, διαχείρισης, αλλά και επικοινωνιακής στρατηγικής. Καταλαβαίναμε ότι οι Έλληνες δεν έγιναν ξαφνικά αριστεροί και πως οι δυναμικές ροές της κοινωνίας, της ριζοσπαστικοποίησης κυρίως των μικροαστικών στρωμάτων, της κοινωνικο-οικονομικής παριοποίησης, εγκυμονούσαν περισσότερους κινδύνους παρά ευκαιρίες. Αποδείχθηκε ότι αυτή η ριζοσπαστικοποίηση δεν αποτελεί επαρκή, ή αναγκαία συνθήκη: η Λαϊκή Ενότητα έμεινε με την προσδοκία, το δε ΚΚΕ επανεπιβεβαίωσε ότι πρέπει να περιμένει ακόμα και στο διηνεκές να ωριμάσουν οι συνθήκες.
Το σύστημα εξουσίας, είτε αφορά κρατικούς μηχανισμούς, είτε τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, είτε τα ΜΜΕ, δεν είναι φτιαγμένο από την αριστερά, ούτε είναι φτιαγμένο για να την εξυπηρετεί. Το αντίθετο μάλιστα. Τόσο το θεσμικό, όσο και το εξωθεσμικό πλαίσιο εξυπηρετούν, ήδη πολύ πριν τη μεταπολίτευση, τη συντηρητική διακυβέρνηση, τους ταξικούς αποκλεισμούς και τη διαιώνιση αυτού του συστήματος. Όλα αυτά δεν είναι καινοφανή. Η αριστερά έχει τα αναλυτικά εργαλεία κατανόησης της ταξικότητας του θεσμισμένου γίγνεσθαι, αλλά και των αντιφάσεών του. Η αδυναμία της σε σχέση με την εξουσία οφείλεται στο πως τα αριστερά κόμματα φαντάζονταν τη σχέση τους με αυτήν. Η χωροχρονική εμπειρία παραμένει αμείλικτη: το πλαίσιο είναι τελείως διαφορετικό στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο και από τη μεταπολίτευση, όπως είναι διαφορετικό στη Δυτική Ευρώπη ή στη Λατινική Αμερική. Σε κάθε περίπτωση όμως μπορούμε να γενικεύσουμε με ασφάλεια σε ένα ελάχιστο κοινό τόπο: το κατεστημένο διακυβέρνησης υπάρχει και λειτουργεί έτσι ώστε να αυτοσυντηρείται επιδιώκοντας τη διαιώνισή του και αυτό έχει άμεση σχέση με τη δυναμική της ταξικής πάλης. Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν είναι καινούριο. Το καινοφανές στην περίπτωση της Ελλάδας των μνημονίων και του παραδοσιακού διπολισμού, της διαρκούς επίκλησης έξωθεν προστατών και του μεγαλοϊδεατισμού, είναι ότι για πρώτη φορά η κοινωνία μας δεν είναι μόνο εργαστήριο του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος για τη διαχείριση χρέους ως τρόπου ζωής, αλλά και ένα πρώιμο ευρωπαϊκό παράδειγμα αριστερής διακυβέρνησης σε ένα πλήρως αντι-αριστερό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς.
Η αδύναμη σχέση της ελληνικής αριστεράς με την εξουσία, όπως εκφράζεται από το ΣΥΡΙΖΑ, φάνηκε στην πρώτη κυβερνητική του θητεία και από πολλούς αναλυτές αμφισβητήθηκε η ικανότητά του να κυβερνήσει. Το ζήτημα δεν έχει να κάνει τόσο με την ικανότητα, όσο με τη δυνατότητα και αυτή η διαφορά είναι εννοιολογική ή επιφανειακή, αλλά ουσιώδης. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παραμένει ένα μικρό στελεχιακά και οργανωτικά κόμμα. Αν και κατηγορήθηκε ότι ενσωμάτωσε το «βαθύ» ΠΑΣΟΚ, τα στελέχη που εκφράζουν οργανωμένα συμφέροντα και μηχανισμούς, η εμπειρία της διακυβέρνησης σε επίπεδο κρατικών μηχανισμών δείχνει το αντίθετο. Το κράτος, τα δίκτυα και οι μηχανισμοί του δεν αποτέλεσαν εταίρους του ΣΥΡΙΖΑ, ή προστάτες του, αλλά επιδίωξαν τη χειραγώγησή του και σε πολλές περιπτώσεις έθεσαν εμπόδια στην άσκηση πολιτικής. Το άπειρο πολιτικό του προσωπικό αδυνατούσε να αντιληφθεί τη λειτουργία και δυναμική τους. Επιπρόσθετα, ο παραγοντισμός και η επικοινωνιακή υπερβολή – σύμφυτα του πελατειακού κράτους και κοινές πρακτικές για όσους πολιτεύονται – παρέμειναν κυρίαρχα εργαλεία παρά την επιτακτική ανάγκη παραγωγής και άσκησης πολιτικής. Το κόμμα και τα όργανά του, μπροστά στην πρωτόγνωρη εμπειρία της διακυβέρνησης, αδυνατούσαν να ακολουθήσουν τις ραγδαίες εξελίξεις της διαπραγμάτευσης και αυτό όξυνε ακόμα περισσότερο τις υφέρπουσες εσωκομματικές αντιθέσεις, αλλά και την αναντιστοιχία τους με τη βάση και την κοινωνία. Το πόσο λανθασμένη εντύπωση υπήρχε εσωκομματικά σε σχέση με την κοινωνία και τη διακυβέρνηση φάνηκε τελικά με την ανεξαρτητοποίηση της Αριστερής Πλατφόρμας και την εκλογική αποτυχία της Λαϊκής Ενότητας
Οι εσωκομματικές αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ δεν υποβαθμίζουν το εχθρικό πλαίσιο εντός του οποίου προσπάθησε να κινηθεί. Στο επίπεδο του κρατικού μηχανισμού και των δικτύων του, στην προετοιμασία της τελευταίας κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ για προσφυγή σε εκλογές με την πρόφαση της εκλογής ΠτΔ τρεις μήνες νωρίτερα, η σχεδιασμένη οικονομική ασφυξία, η επίγνωση της χαμηλής ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος και η πολιτική υποκίνηση της όξυνσης αυτού του προβλήματος, ακόμα και οι διαρκείς επικοινωνιακές επιθέσεις από τα ΜΜΕ ενάντια στην προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ, συναποτελούν βασικές πλευρές αυτού του πλαισίου. Η στρατηγική που επικοινωνιακά κορυφώθηκε με το δημοψήφισμα στοχεύοντας στην πλήρη πολιτική ήττα και απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ, ολοκληρώθηκε μέσα από το τρίτο μνημόνιο. Οι εσωτερικοί υποστηρικτές αυτού του σχεδίου και οι ευρωπαίοι συνεταίροι τους, έχοντας σχεδιάσει ορθολογικά το ασφυκτικό οικονομικό και επικοινωνιακό πλαίσιο, χρησιμοποιώντας τη θεσμική αλλά και εξωθεσμική τους υπεροπλία, θα αισθάνθηκαν πιο σίγουροι από ποτέ όταν η Αριστερή Πλατφόρμα προέταξε την αριστερή ουτοπική ιδεολογία μπροστά στον απογοητευτικό πραγματισμό της «βίαιης ωρίμανσης» του ΣΥΡΙΖΑ, όπως κάποιοι χαρακτήρισαν τη συνθηκολόγηση της ελληνικής κυβέρνησης. Το γεγονός ότι κάποιοι ακόμα και μέσα από το ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισαν το τρίτο μνημόνιο ως το χειρότερο είναι δείγμα αυτής της επιτυχίας των αντιπάλων του. Η ιστορία μας απέδειξε πόσο βιαστικοί και πολιτικά αγράμματοι υπήρξαν πολλοί.
Ο στόχος του πολιτικού εξευτελισμού του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε, αλλά ακόμα χειρότερα για τους αντιπάλους του, ο οργανωτικά και στελεχιακά αδύναμος ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε «πολύ σκληρός για να πεθάνει». Κατά τη διαπραγμάτευση η ελληνική κυβέρνηση ήταν ένα καρυδότσουφλο που προσπάθησε να τα βάλει με ένα παγόβουνο. Επιτυχία θα ήταν να καταφέρει έστω και μια ρηγμάτωση στο παγόβουνο, αρκεί το καρυδότσουφλο να μην βουλιάξει, αφού νομοτελειακά το παγόβουνο μετά το ρήγμα θα διαλυθεί.
Το σύστημα διακυβέρνησης και νομής της εξουσίας και οι οικονομικές ελίτ δεν αναγνωρίζουν βέβαια ήττες – ειδικά αν είναι οδυνηρές, γιατί απλούστατα δεν συνάδουν με την εικόνα της κραταιάς δύναμης. Έχουν ασφαλιστικές δικλείδες και αντανακλαστικά ικανά να διαχειριστούν τις απώλειές τους, όσο σημαντικές και αν είναι ποιοτικά και ποσοστικά. Η προκήρυξη των εκλογών από μια κυβέρνηση που είχε απωλέσει τη δεδηλωμένη, αλλά κυρίως που είχε χάσει τη βασική της κινητήρια δύναμη, μια νέα συμφωνία χωρίς μνημόνιο, ήταν μια γνήσια πολιτική απόφαση δημοκρατικής νομιμοποίησης. Οι άδολοι υμνητές της αστικής δημοκρατίας του εσωτερικού ξαναθυμήθηκαν το πόσο άχρηστες είναι οι εκλογές, ενώ το σύστημα των πολιτικών, οικονομικών και μιντιακών ελίτ, όρθωσε τα τελευταία επικοινωνιακά αναχώματα: Το ιδεολόγημα «όλοι ίδιοι είναι» ως απόηχος της αποτυχημένης θεωρίας των δύο άκρων, η ανάδειξη της φαιδρότητας ως πολιτικής διαμαρτυρίας (με το παράδειγμα της Ένωσης Κεντρώων), η απροκάλυπτη προβολή της Χρυσής Αυγής ως αντισυστημικής αντί αυτού που πραγματικά είναι – μιας εγκληματικής οργάνωσης με πολιτικό μανδύα που λειτουργεί ως δεκανίκι της δεξιάς ιδεοληψίας – επιδίωκαν τον πολιτικό εγκλωβισμό του ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικά ανάδελφου. Αν, όπως προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις, οι ΑΝΕΛ έμεναν εκτός βουλής, το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας θα υπέτασσε το ΣΥΡΙΖΑ είτε σε ένα μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό, είτε σε ένα μικρότερο με το «νέο» ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Το εκλογικό αποτέλεσμα του Σεπτέμβρη απέδειξε ότι τα μοντέλα και οι αναλύσεις που βασίζονται στον ιδεότυπο του ορθολογιστή ανθρώπου και στις διαφημιστικές προβολές της πολιτικής ως φτηνού καταναλωτικού προϊόντος, δεν επαρκούν ούτε για το σχεδιασμό πολιτικών διευθετήσεων, ούτε για τη χειραγώγηση της κοινωνίας.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του Γενάρη, πολλοί θεωρούσαμε αδιανόητη τη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ και τη θεωρούμε ακόμα. Μπροστά σε αυτό το αδιανόητο όμως βλέπαμε και την αδυναμία οποιασδήποτε λύσης με προοδευτικό πρόσημο. Η εμπειρία μας διέψευσε και θα συνεχίσει να μας διαψεύδει. Όσο δεν κατανοούμε τη δυναμική της κοινωνίας, όσο απέχουμε από τα κινήματα και δεν συμμετέχουμε στο θεσμικό πλαίσιο, ακόμα και επιδιώκοντας να το αλλάξουμε, θα παραμένουμε αμήχανοι παρατηρητές των εξελίξεων. Η πολιτική όμως είναι το ίδιο αμείλικτη, το ίδιο σκληρή και πολλές φορές ανήθικη, όσο και η πραγματικότητα. Η συμπόρευση, η σύνθεση των διαφορετικών απόψεων και ο συγκερασμός των αντιθέσεων δεν αποτελούν ιδανικές λύσεις σε μια ουτοπία, αλλά προσπάθειες άρθρωσης συνεκτικού για την κοινωνία λόγου με σκοπό την αποτελεσματική επιδίωξη κοινών στόχων.
Η εκλογική νίκη της 20ης Σεπτέμβρη δεν είναι μια δεύτερη ευκαιρία, αλλά μια πρώτη πραγματική ευκαιρία διακυβέρνησης. Η αξιοποίησή της εναπόκειται στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αποτελεί ευκαιρία και για όλο το πολιτικό σύστημα ώστε να αποκαθαρθεί από τους μαξιμαλισμούς, τα διχαστικά σχήματα, τον παραγοντισμό, τη συναλλαγή και την εξουσιολαγνεία. Αν το πράξουν με ειλικρίνεια, τιμιότητα και αγωνιστική διάθεση, θα βρουν πολλούς συμμάχους σε όλη την κοινωνία. Διαφορετικά το καρυδότσουφλο θα βυθιστεί και μαζί του η κοινωνία, στο βούρκο της απαξίας όσων δεν άξιζαν τίποτα περισσότερο και δεν έμαθαν από ό,τι έπαθαν. Κανείς όμως δεν δικαιούται να βυθίσει σε αυτό το βούρκο τα παιδιά μας, τους αδύναμους αυτής της κοινωνίας και όσους πιστεύουν ότι η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει ξανά ένα φάρο της δημοκρατίας. Ενάντια στον ακραίο οικονομισμό, τον ατομικισμό και την κυριαρχία της ανηθικότητας των αγορών και στην παρακμή του κατεστημένου εξουσίας που ξεριζώνουν κάθε τι το ανθρώπινο και συλλογικό, οφείλουμε να υψώσουμε την πολιτική και τη δημοκρατία, ξεκινώντας από τους εαυτούς μας, από το κόμμα που υπηρετούμε για να υπηρετεί την κοινωνία και τους ανθρώπους.
 
Νίκος Β. Ζολοταριώφ
nzolotar@yahoo.com
 
Ευχαριστώ θερμά τους συναδέλφους Σπύρο Τσουκαλά και Τάσο Σαλτερή για τη συνδρομή τους στην τελική διαμόρφωση αυτού του κειμένου.
 
Ο Νίκος Ζολοταριώφ είναι μέλος της ΟΜ ΣΥΡΙΖΑ Μαραθώνα. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στο ΕΚΠΑ και Πολιτική Θεωρία το Πανεπιστήμιο του Έσσεξ του Ην. Βασιλείου. Εργάζεται στη Γενική Γραμματεία Συντονισμού.
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet